Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

''Εμπρησμοί Δασών'': μύθοι και αλήθειες

Τον τελευταίο καιρό, κυρίως από αρχές Ιουλίου 2011, η χώρα μας βρίσκεται σχεδόν καθημερινά σε πύρινο κλοιό, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού δασικών πυρκαγιών...
(μόνον τον Ιούλιο 1950 πυρκαγιές, από τις οποίες αποτεφρώθηκαν 86.287 στρέμματα), οι οποίες προκάλεσαν καταστροφικά αποτελέσματα στο δασικό μας πλούτο και ανυπολόγιστες περιουσιακές ζημιές, και σε κάποια συμβάντα, όπως, αρχές Ιουλίου, πυρκαγιές στα περίχωρα των Ιωαννίνων, 27 Ιουλίου, πυρκαγιές Ρεθύμνου, 2 Αυγούστου, πυρκαγιές Κέρκυρας κ.α απειλήθηκε και η ζωή συνανθρώπων μας.

Σε όλα τα σχετικά ρεπορτάζ, τα δελτία ειδήσεων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών και τις σχετικές τηλεοπτικές εκπομπές, είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι (μάρτυρες, τοπικοί άρχοντες και παράγοντες, δημοσιογράφοι, πολιτικοί κ.α.), αποδίδουν τις δασικές πυρκαγιές σε «εμπρησμό». Όλοι μιλούν με τόση ευκολία, άνεση, προχειρότητα και σιγουριά για την αιτία των δασικών πυρκαγιών, τις οποίες αποδίδουν με βεβαιότητα σε «εμπρησμούς» και άγνωστους δράστες (εμπρηστές), οι οποίοι εκτελώντας «οργανωμένα σχέδια» τις προκάλεσαν με κίνητρα ιδιοτελή, όπως οικοπεδοποίηση ή για λόγους, που εξυπηρετούν ποικίλες και απροσδιόριστες ή συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Είναι χαρακτηριστική η ευκολία των περισσοτέρων, που μιλούν, ως ειδικοί εμπειρογνώμονες, επιχειρώντας να αιτιολογήσουν αυθαίρετα βέβαια τους «εμπρησμούς». Ο,τιδήποτε «ύποπτο» γι’ αυτούς αντικείμενο έτυχε να βρεθεί από τον οποιοδήποτε αναρμόδιο σε οποιοδήποτε σημείο της καμένης δασικής περιοχής ή και πλησίον της, όπως χρησιμοποιημένα πεταμένα γκαζάκια, αποτσίγαρα, σπιρτόκουτα, καλωδιώσεις, ρολόγια, δοχεία εταιρειών πετρελαιοειδών, το «βαπτίζουν» αυθαίρετα και επιπόλαια «εμπρηστική βόμβα ή μηχανισμό αυτοσχέδιο» και τον ενοχοποιούν για τη συγκεκριμένη δασική πυρκαγιά. Αποκαλούν εμπρηστές όποιους έτυχε συμπτωματικά να διέρχονται από την καμένη περιοχή και να απομακρύνονται είτε με σπορ μηχανή ή αυτοκίνητο είτε να έχουν ιδιαίτερη και προκλητική εμφάνιση. Μιλούν επίσης για «εμπρησμό» κάθε φορά που αντιλαμβάνονται να ξεσπούν διάφορες εστίες, μη γνωρίζοντας ότι αυτό μπορεί να οφείλεται στο φαινόμενο της «κηλίδωσης» δηλαδή μεταφορά καύτρας από την αρχική εστία λόγω ανοδικών ρευμάτων και ισχυρών ανέμων σε μικρότερες αποστάσεις δημιουργώντας νέες εστίες. Ακόμη μιλούν για «εμπρησμό» με πολλές εστίες έστω και αν είναι αναζωπύρωση καμένης περιοχής που δεν φυλάσσεται επαρκώς ή δεν κατεστάλη πλήρως. Για εμπρησμούς μιλούσαν στη μεγάλη πυρκαγιά της Χαλκιδικής το 2005, και ας προκλήθηκε όπως αποδείχθηκε επιστημονικά από κεραυνούς.

Για όσους γνωρίζουν και έχουν εξειδικευμένες γνώσεις και σχετική εμπειρία η εξακρίβωση της αιτίας μιας δασικής πυρκαγιάς και μάλιστα μεγάλης έκτασης δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Οι μόνοι που νομιμοποιούνται και εν τέλει δικαιούνται να ομιλούν για την αιτία των δασικών πυρκαγιών, χωρίς βέβαια να παραβλέπεται η μυστικότητα της προανάκρισης είναι μόνον οι αρμόδιοι κατά τόπον ανακριτικοί υπάλληλοι της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, που διενεργούν προανάκριση για την εξακρίβωση της αιτίας και την ανακάλυψη του υπαιτίου αυτής. Οι ίδιοι πολλές φορές δεν κατορθώνουν να εξάγουν με βεβαιότητα συμπεράσματα για την αιτία και απλά πιθανολογούν γι’ αυτήν. Στην τελευταία βέβαια περίπτωση η δικογραφία τίθεται στο Αρχείο της αρμόδιας Εισαγγελίας, αφού δεν κατέστη δυνατόν οι αρμόδιοι ανακριτικοί υπάλληλοι να εντοπίσουν με βεβαιότητα την αιτία. Είναι δύσκολη υπόθεση η εξακρίβωση της αιτίας μιας δασικής πυρκαγιάς ακόμη και για έμπειρους ανακριτικούς υπαλλήλους της Πυροσβεστικής γιατί απαιτείται προηγούμενα να εντοπισθεί η εστία της πυρκαγιάς. Και αυτή η εργασία απαιτεί ειδικές τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις καθώς και πολύ μεγάλη σχετική εμπειρία. Οι εν λόγω ειδικές γνώσεις, μπορούν να αποκτηθούν μόνον μέσα από ειδική εκπαίδευση.

Από τα υπάρχοντα στατιστικά στοιχεία του Σώματος και ειδικές έρευνες στο 50 έως 60% των δασικών πυρκαγιών δεν καθίσταται εφικτή η εξακρίβωση των αιτιών που τις προκάλεσαν. Από τις πυρκαγιές που εξακριβώνεται η αιτία σε «εμπρησμό με πρόθεση» οφείλεται το 25% περίπου κατά μέσο όρο. Τέλος από τις υποθέσεις που παραπέμπονται στο ακροατήριο του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου για να δικαστούν, μόνο το 5 έως 10% των υπαιτίων καταδικάζονται για εμπρησμό με πρόθεση ή από αμέλεια σε δάσος ή δασική έκταση και τούτο γιατί για τους λοιπούς δεν υπάρχουν αποδείξεις. Από τα στοιχεία αυτά είναι εμφανές ότι τα εγκλήματα του εμπρησμού δάσους είναι δυσεξιχνίαστα.

Η εστία μιας δασικής πυρκαγιάς καλύπτει συνήθως έκταση από 1 έως 2 m2 και προκειμένου να εντοπισθεί από τους ειδικούς απαιτείται να μελετηθεί με μεθοδικό και επιστημονικό τρόπο και τεχνικές η καμένη έκταση και ειδικά η βλάστηση και λοιπή καύσιμη ύλη καθώς και άλλα υπάρχοντα αντικείμενα. Όταν εντοπισθεί η εστία με ειδικά μέσα και ιδιαίτερο τρόπο και μεθοδικότητα συλλέγονται «ύποπτα» ίχνη ή υπολείμματα του μέσου που προκάλεσε την πυρκαγιά και αυτά ως πειστήρια αποστέλλονται στα εγκληματολογικά εργαστήρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Αστυνομίας για περαιτέρω επιστημονική εξέταση.

Από όλα τα ανωτέρω λοιπόν γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι για την εξακρίβωση της αιτίας μιας δασικής πυρκαγιάς απαιτείται αρκετός χρόνος, που μπορεί να φθάσει από λίγες ώρες μέχρι και μέρες, ανάλογα με την έκταση και την εμπειρία των ειδικών, για το σκοπό αυτό ανακριτικών υπαλλήλων. Έτσι δεν είναι καθόλου απλό το να ομιλεί ο καθένας αναρμόδιος για την αιτία των δασικών πυρκαγιών.

Βέβαια η απόδοση των δασικών πυρκαγιών σε «εμπρησμό» το μόνο που εξυπηρετεί είναι ότι προσφέρει ένα πολύ καλό και προς στιγμήν αξιόπιστο «άλλοθι» για όλους εκείνους που μπορεί να έχουν επιχειρησιακές, νομικές, πολιτικές και κοινωνικές ευθύνες και εξυπηρετούν ποικίλες σκοπιμότητες. Για παράδειγμα, όταν υπάρχει αναζωπύρωση παλιάς δασικής πυρκαγιάς και προκληθούν καταστροφές οι ζημιωθέντες μπορούν να απαιτήσουν αποζημιώσεις από το κράτος γιατί υπάρχει αστική ευθύνη. Αν τώρα στην ίδια περίπτωση, ως αιτία είναι ο εμπρησμός, δεν υπάρχει αστική ευθύνη του κράτους και σε αποζημίωση ενέχεται ο δράστης όταν ανακαλυφθεί και καταδικαστεί.

Η αναφορά λοιπόν στην αιτία μιας δασικής πυρκαγιάς από οποιοδήποτε τρίτο αναρμόδιο, πριν εξακριβωθεί από τους αρμόδιους για τον σκοπό αυτό ανακριτικούς υπαλλήλους της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, πέρα του ότι συνιστά αξιόποινη συμπεριφορά για διασπορά ψευδών ειδήσεων, το μόνον που προσφέρει στο κοινό είναι η δημιουργία ενός κλίματος ανασφάλειας και φόβου από την παραπληροφόρηση του κι αυτό καθίσταται πολύ επικίνδυνο για την εμπέδωση της ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου κι ας εξυπηρετεί τις όμοιες σκοπιμότητες των υπευθύνων.

Αθήνα Αύγουστος 2011
Ανδριανός Γκουρμπάτσης
Αντιστράτηγος Π.Σ. ε.α. νομικός
Πρώην Διευθυντής
Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Εμπρησμού

tromaktiko