Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε ο Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας, Κ. Μίχαλος, κατά την ομιλία του στην ημερίδα του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων στο πλαίσιο του προγράμματος «Εξωστρέφεια – Ανταγωνιστικότητα». Ο κ. Μίχαλος υπογράμμισε την ανασφάλεια και την απαισιοδοξία που επικρατεί στις επιχειρήσεις, τις δυνατότητες ανάπτυξης που υπάρχουν, λόγω της ποιότητας των ελληνικών προϊόντων, αλλά και τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση των προγραμμάτων, καθώς και τις δυσχερείς συνθήκες, ακόμα και υγιείς και δυναμικές επιχειρήσεις. Όπως είπε:
«Ξεκινώντας, θα επισημάνω, όπως έχω επαναλάβει και στο παρελθόν, ότι σε μια εποχή ύφεσης και υψηλής ανεργίας, κατά την οποία η εγχώρια αγορά, συνεχώς, συρρικνώνεται και σε όλους τους κλάδους της οικονομίας επικρατεί ανασφάλεια και απαισιοδοξία, η εξωστρέφεια αποτελεί μονόδρομο για την επιβίωση και την ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων. Γεγονός που έχουν αντιληφθεί πολλές ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες πλέον αναζητούν διέξοδο από την κρίση, εντείνοντας την ανάπτυξη της διεθνούς παρουσίας τους. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, ήδη από τα τέλη του 2010, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις – εισηγμένες και μη, μεγάλες και μικρές – σημειώνουν μία εντυπωσιακή στροφή στις αγορές του εξωτερικού, εξάγοντας το σύνολο των προϊόντων τους, ενώ η λίστα διευρύνεται συνεχώς με αυτές που αναζητούν καινούργιες αγορές. Γιατί με το άνοιγμα στο εξωτερικό, οι επιχειρήσεις δημιουργούν νέες αναπτυξιακές προοπτικές, αντισταθμίζουν – τουλάχιστον ως ένα βαθμό – τις απώλειες που υφίστανται στο εσωτερικό και διασφαλίζουν την παρουσία και την επιβίωσή τους στην εγχώρια αγορά. Και θα προσθέσω στο σημείο αυτό ότι λόγω της άριστης ποιότητάς τους, τα ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες διαθέτουν τη δυνατότητα να τοποθετηθούν με αξιώσεις και να διεκδικήσουν σημαντικά μερίδια στις αγορές του εξωτερικού. Άλλωστε, τα παραδείγματα είναι πολλά. Ελληνικές εταιρίες έχουν πετύχει να βγουν στο εξωτερικό, αυξάνοντας τις πωλήσεις και τους τζίρους τους και παρουσιάζοντας, σήμερα, ιστορίες επιτυχίας.
Είναι κρίσιμο, όμως, από την πλευρά της, η Πολιτεία να στηρίξει αυτή την προσπάθεια των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων, με μέτρα άμεσα και αποτελεσματικά, που ενισχύουν τη ρευστότητα, όπως είναι η αποπληρωμή των οφειλών του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις και η επιστροφή του ΦΠΑ, και δίνουν ώθηση στον εξαγωγικό προσανατολισμό. Αρκεί να αναφέρω ότι σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, για κάθε τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες αύξησης των εξαγωγών, το ΑΕΠ της χώρας αυξάνεται κατά σχεδόν 1%.
Συνεπώς, αυτή τη στιγμή, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία βιώνει τις χαμηλότερες επιδόσεις, εδώ και τρεις δεκαετίες, προέχει να διασφαλισθεί η εξωστρέφεια των επιχειρήσεων, με κάθε τρόπο, καθώς αποτελούν βασικό παράγοντα για την εγχώρια ανάπτυξη.
Όσον αφορά στα χρηματοδοτικά εργαλεία, που θα αποτελέσουν το σημερινό αντικείμενο συζήτησης, θα σχολιάσω, συνοπτικά, ότι η στήριξη της επιχειρηματικότητας με βάση τις φοροαπαλλαγές και τις ενισχύσεις κεφαλαίου και όχι με τις επιδοτήσεις είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Επίσης, θα τονίσω ότι επείγει η προώθηση της ρευστότητας, η άμεση αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων και η δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων για την αναβάθμιση και τον αναπροσανατολισμό της εξαγωγικής δραστηριότητας προς αγαθά και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Ωστόσο, θα μου επιτρέψετε να θίξω τα εξής ζητήματα:
Πρώτον, η καθυστέρηση, που έχει διαπιστωθεί στην υλοποίηση των προγραμμάτων αυτών, περιορίζει τις όποιες θετικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να είχαν τα προγράμματα αυτά στην πραγματική οικονομία. Και βέβαια, απομένει να διαπιστώσουμε την αποτελεσματική και ταχύτατη εφαρμογή τους. Δεύτερον, το δύσκαμπτο και αφιλόξενο επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα πλήττει, τόσο τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, όσο και το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων. Εάν δεν προχωρήσουμε ταχύτατα σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δεν εξαλείψουμε τα βασικά προβλήματα της γραφειοκρατίας, της υπερβολικής φορολογίας, των συνεχών αλλαγών στο θεσμικό πλαίσιο, του ασφυκτικού ρυθμιστικού πλαισίου της αγοράς, της πολυπλοκότητας των διαδικασιών υλοποίησης μιας επένδυσης, τότε δεν μπορούμε να ευελπιστούμε σε επιχειρηματική ανάπτυξη με σύγχρονους όρους και ανταγωνιστική αιχμή.
Κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, θα τονίσω, για άλλη μία φορά, ότι κάτω από τις σημερινές, δυσχερείς συνθήκες, ακόμα και υγιείς και δυναμικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τόσο σοβαρές δυσχέρειες, ώστε – για να επιβιώσουν – να διερευνούν λύσεις με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ελληνική οικονομία, όπως είναι η μετεγκατάσταση σε χώρες με πιο «φιλικό» επιχειρηματικό και φορολογικό καθεστώς.
Από την πλευρά του, το Εμπορικό & Βιομηχανικό Επιμελητήριο στηρίζει πάντα κάθε προσπάθεια για τη βελτίωση των όρων και συνθηκών για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, στην Ελλάδα και για τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, σε αυτή τη δύσκολη στιγμή. Δεν μπορούμε, όμως, παρά να επιμείνουμε και πάλι στην άμεση εφαρμογή όλων αυτών των εργαλείων. Η αγορά βρίσκεται σε μία πρωτοφανή κρίση μειωμένης ζήτησης και ανύπαρκτης πλέον ρευστότητας, εδώ και ενάμισι περίπου χρόνο. Κάθε καθυστέρηση στη λήψη μέτρων – λαμβάνοντας πάντα υπόψη τα υπόλοιπα και εξίσου σοβαρά προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και κυρίως οι μικρομεσαίες – αποδεικνύεται εξαιρετικά επώδυνη και δυστυχώς, οι επιπτώσεις είναι ήδη εμφανείς στους δείκτες της απασχόλησης και της οικονομικής πορείας της χώρας»
«Ξεκινώντας, θα επισημάνω, όπως έχω επαναλάβει και στο παρελθόν, ότι σε μια εποχή ύφεσης και υψηλής ανεργίας, κατά την οποία η εγχώρια αγορά, συνεχώς, συρρικνώνεται και σε όλους τους κλάδους της οικονομίας επικρατεί ανασφάλεια και απαισιοδοξία, η εξωστρέφεια αποτελεί μονόδρομο για την επιβίωση και την ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων. Γεγονός που έχουν αντιληφθεί πολλές ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες πλέον αναζητούν διέξοδο από την κρίση, εντείνοντας την ανάπτυξη της διεθνούς παρουσίας τους. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, ήδη από τα τέλη του 2010, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις – εισηγμένες και μη, μεγάλες και μικρές – σημειώνουν μία εντυπωσιακή στροφή στις αγορές του εξωτερικού, εξάγοντας το σύνολο των προϊόντων τους, ενώ η λίστα διευρύνεται συνεχώς με αυτές που αναζητούν καινούργιες αγορές. Γιατί με το άνοιγμα στο εξωτερικό, οι επιχειρήσεις δημιουργούν νέες αναπτυξιακές προοπτικές, αντισταθμίζουν – τουλάχιστον ως ένα βαθμό – τις απώλειες που υφίστανται στο εσωτερικό και διασφαλίζουν την παρουσία και την επιβίωσή τους στην εγχώρια αγορά. Και θα προσθέσω στο σημείο αυτό ότι λόγω της άριστης ποιότητάς τους, τα ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες διαθέτουν τη δυνατότητα να τοποθετηθούν με αξιώσεις και να διεκδικήσουν σημαντικά μερίδια στις αγορές του εξωτερικού. Άλλωστε, τα παραδείγματα είναι πολλά. Ελληνικές εταιρίες έχουν πετύχει να βγουν στο εξωτερικό, αυξάνοντας τις πωλήσεις και τους τζίρους τους και παρουσιάζοντας, σήμερα, ιστορίες επιτυχίας.
Είναι κρίσιμο, όμως, από την πλευρά της, η Πολιτεία να στηρίξει αυτή την προσπάθεια των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων, με μέτρα άμεσα και αποτελεσματικά, που ενισχύουν τη ρευστότητα, όπως είναι η αποπληρωμή των οφειλών του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις και η επιστροφή του ΦΠΑ, και δίνουν ώθηση στον εξαγωγικό προσανατολισμό. Αρκεί να αναφέρω ότι σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, για κάθε τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες αύξησης των εξαγωγών, το ΑΕΠ της χώρας αυξάνεται κατά σχεδόν 1%.
Συνεπώς, αυτή τη στιγμή, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία βιώνει τις χαμηλότερες επιδόσεις, εδώ και τρεις δεκαετίες, προέχει να διασφαλισθεί η εξωστρέφεια των επιχειρήσεων, με κάθε τρόπο, καθώς αποτελούν βασικό παράγοντα για την εγχώρια ανάπτυξη.
Όσον αφορά στα χρηματοδοτικά εργαλεία, που θα αποτελέσουν το σημερινό αντικείμενο συζήτησης, θα σχολιάσω, συνοπτικά, ότι η στήριξη της επιχειρηματικότητας με βάση τις φοροαπαλλαγές και τις ενισχύσεις κεφαλαίου και όχι με τις επιδοτήσεις είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Επίσης, θα τονίσω ότι επείγει η προώθηση της ρευστότητας, η άμεση αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων και η δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων για την αναβάθμιση και τον αναπροσανατολισμό της εξαγωγικής δραστηριότητας προς αγαθά και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Ωστόσο, θα μου επιτρέψετε να θίξω τα εξής ζητήματα:
Πρώτον, η καθυστέρηση, που έχει διαπιστωθεί στην υλοποίηση των προγραμμάτων αυτών, περιορίζει τις όποιες θετικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να είχαν τα προγράμματα αυτά στην πραγματική οικονομία. Και βέβαια, απομένει να διαπιστώσουμε την αποτελεσματική και ταχύτατη εφαρμογή τους. Δεύτερον, το δύσκαμπτο και αφιλόξενο επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα πλήττει, τόσο τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, όσο και το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων. Εάν δεν προχωρήσουμε ταχύτατα σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δεν εξαλείψουμε τα βασικά προβλήματα της γραφειοκρατίας, της υπερβολικής φορολογίας, των συνεχών αλλαγών στο θεσμικό πλαίσιο, του ασφυκτικού ρυθμιστικού πλαισίου της αγοράς, της πολυπλοκότητας των διαδικασιών υλοποίησης μιας επένδυσης, τότε δεν μπορούμε να ευελπιστούμε σε επιχειρηματική ανάπτυξη με σύγχρονους όρους και ανταγωνιστική αιχμή.
Κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, θα τονίσω, για άλλη μία φορά, ότι κάτω από τις σημερινές, δυσχερείς συνθήκες, ακόμα και υγιείς και δυναμικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τόσο σοβαρές δυσχέρειες, ώστε – για να επιβιώσουν – να διερευνούν λύσεις με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ελληνική οικονομία, όπως είναι η μετεγκατάσταση σε χώρες με πιο «φιλικό» επιχειρηματικό και φορολογικό καθεστώς.
Από την πλευρά του, το Εμπορικό & Βιομηχανικό Επιμελητήριο στηρίζει πάντα κάθε προσπάθεια για τη βελτίωση των όρων και συνθηκών για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, στην Ελλάδα και για τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, σε αυτή τη δύσκολη στιγμή. Δεν μπορούμε, όμως, παρά να επιμείνουμε και πάλι στην άμεση εφαρμογή όλων αυτών των εργαλείων. Η αγορά βρίσκεται σε μία πρωτοφανή κρίση μειωμένης ζήτησης και ανύπαρκτης πλέον ρευστότητας, εδώ και ενάμισι περίπου χρόνο. Κάθε καθυστέρηση στη λήψη μέτρων – λαμβάνοντας πάντα υπόψη τα υπόλοιπα και εξίσου σοβαρά προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και κυρίως οι μικρομεσαίες – αποδεικνύεται εξαιρετικά επώδυνη και δυστυχώς, οι επιπτώσεις είναι ήδη εμφανείς στους δείκτες της απασχόλησης και της οικονομικής πορείας της χώρας»