Μήνυμα ενότητας και ελπίδας για το μέλλον της χώρας, εξόδου από την υγειονομική κρίση με υπευθυνότητα και αλληλεγγύη αλλά και αποφασιστικότητας έναντι της τουρκικής προκλητικότητας και επιθετικότητας, απηύθυνε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, κατά την ομιλία της στη δεξίωση για την 47η επέτειο της Αποκατάστασης της Δημοκρατίας, στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου.
Η Κατερίνα Σακελλαροπούλου απηύθηνε έκκληση στους πολίτες να εμβολιαστούν κατά του κορονοϊού, καθώς -όπως είπε χαρακτηριστικά, το τέλος της πανδημίας είναι δική μας ευθύνη και επιλογή.
Αναφερόμενη στην αναγκαιότητα του εμβολιασμού, υπογράμμισε ότι «η δημοκρατία δεν προάγει μόνο τα ατομικά δικαιώματα» και σημείωσε ότι «η ενάρετη άσκηση της ιδιότητας του πολίτη προϋποθέτει την απόσταση από τον ιδιοτελή εγωισμό και την αναγνώριση του καθολικού. Η ελευθερία μας δεν είναι απεριόριστη και δεν εμπεριέχει τη βλάβη των τρίτων. Η ισχύς της βρίσκεται εντός και όχι εκτός του νόμου. Στην υγειονομική κρίση, συνειδητοποιήσαμε πόσο επιδρούν οι πράξεις και οι αποφάσεις μας στους συνανθρώπους μας. Οι υποχρεώσεις μας στο κοινωνικό σύνολο είναι η άλλη όψη των δικαιωμάτων μας».
Μάλιστα, σημείωσε ότι «καθώς το τέταρτο κύμα εμφανίζεται ακόμη πιο μεταδοτικό, αντιλαμβανόμαστε τη σπουδαιότητα και την επείγουσα ανάγκη του μαζικού εμβολιασμού. Δεν υπάρχει καμία αμφισημία και αμφιβολία: το τέλος της πανδημίας δεν είναι πια ζήτημα καλής τύχης ή μεταφυσικής· είναι δική μας επιλογή και ευθύνη».
Όπως τόνισε η κυρία Σακελλαροπούλου, «η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν αποτελεί για τους Έλληνες απλά μια πολιτειακή σύμβαση, αλλά βίωμα καθημερινό, πολιτικό και προσωπικό» και προσέθεσε ότι «σήμερα είναι μια ημέρα τιμής για τους αγωνιστές της δημοκρατίας. Αφιερωμένη σε εκείνους που δεν συμβιβάστηκαν με τη δικτατορία και διακινδύνευσαν ακόμη και τη ζωή τους για την ελευθερία όλων μας. Η μνήμη και το παράδειγμά τους μαρτυρούν ότι η δημοκρατία δεν είναι ποτέ δεδομένη. Η αποκατάστασή της, τον Ιούλιο του 1974, στάθηκε το εφαλτήριο για την επούλωση των πληγών του παρελθόντος, την ομαλότητα και την ευημερία μας».
Υπενθύμισε, επίσης, ότι η επέτειος δεν μας γεμίζει μόνο με συναισθήματα χαράς και υπερηφάνειας, καθώς η τραγωδία της Κύπρου παραμένει το πιο μεγάλο τραύμα του Ελληνισμού. Ωστόσο, τόνισε ότι «με αδελφική συνεργασία και ακλόνητη προσήλωση στη διεθνή νομιμότητα καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για τη λύση του Κυπριακού, στη βάση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Η Ελλάδα δεν πρόκειται να δεχθεί τετελεσμένα και επεκτατικές ενέργειες. Καμία υποχώρηση δεν χωρεί στις απαράδεκτες εξαγγελίες της Τουρκίας για την περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου. Η συμπαράστασή μας στην Κύπρο είναι απόλυτη. Το ίδιο και η αποφασιστικότητά μας απέναντι στην τουρκική παραβατικότητα και επιθετικότητα».
Ακολούθως, υπογράμμισε ότι το βλέμμα μας, όμως, δεν είναι στραμμένο μονάχα στο παρελθόν και στα γεγονότα που σημάδεψαν την έλευση της Μεταπολίτευσης. Όπως είπε, «έχουμε τη χαρά να υποδεχόμαστε και να αποδίδουμε τιμή σε συμπολίτες μας που συμβολίζουν τη δυναμική του τόπου μας στον 21ο αιώνα. Προέρχονται από όλο το κοινωνικό φάσμα και έχουν καταβολές και ιστορίες διαφορετικές. Τους ενώνει, εν τέλει, η υπέρβαση του εγώ για χάρη του εμείς, η ακούραστη και πολλές φορές σιωπηλή προσφορά τους στην πατρίδα και σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Είναι εκείνοι που στη διάρκεια της πανδημίας μας κράτησαν όρθιους. Ειδικοί επιστήμονες και λοιμωξιολόγοι, διευθυντές Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, υπεύθυνοι σε εμβολιαστικά κέντρα. Θα ήθελα να σφίξω το χέρι όλων των παιδιών που προσπάθησαν στις πανελλήνιες εξετάσεις – τους εκπροσωπούν η Σοφία και ο Δημήτρης. Ανάμεσά μας βρίσκονται γιατροί στις ακριτικές περιοχές, εργαζόμενοι σε δομές για τα ασυνόδευτα ανήλικα, νέοι άνθρωποι που δραστηριοποιούνται για την προστασία του περιβάλλοντος, εθελοντές αιμοδότες, επιχειρηματίες και οινοποιοί που συνδυάζουν την παράδοση και την καινοτομία».
Ειδικότερα, επισήμανε ότι «στα πρόσωπά τους ζωντανεύει η Ελλάδα που οραματιζόμαστε: εξωστρεφής και δημιουργική, με πνεύμα ελευθερίας και αλληλεγγύης. Με ενσυναίσθηση και αφοσίωση στο γενικό συμφέρον. Μακριά από αντιλήψεις οπισθοδρομικές και μορφές εργαλειοποίησης που προσβάλλουν την αξιοπρέπειά μας. Η πολιτεία μας δεν διαλέγεται με την πολιτική βία, ούτε ανέχεται την έμφυλη καταπίεση και τις διακρίσεις σε βάρος των ευάλωτων και μειοψηφικών ομάδων. Κάθε θύμα εκμετάλλευσης, κάθε χαμένη ευκαιρία για τις ζωές των ανθρώπων, είναι και μια οδυνηρή αποτυχία της συνύπαρξής μας».
Μιλώντας για τις μεγάλες αλλαγές που έφερε στη χώρα μας η Μεταπολίτευση, υποστήριξε ότι η ελληνική κοινωνία μετασχηματίστηκε. «Έγινε πιο ανοικτή και πλουραλιστική, ενσωμάτωσε νέες ιδέες, ήθη και δικαιώματα. Οι Έλληνες ταξίδεψαν, σπούδασαν και προόδευσαν. Η πατρίδα μας κατάφερε, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να εμπεδώσει τη θέση της στον αναπτυγμένο κόσμο. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση υπήρξε διαχρονικά ο πιο σταθερός και κρίσιμος παράγοντας για την οικονομία και την κοινωνική μας συνοχή. Διόλου τυχαία, σε πείσμα ακόμη και των πιο διαλυτικών κρίσεων, η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα είναι ισχυρή και επικρατούσα» συμπλήρωσε.
Ωστόσο, παρατήρησε ότι οι μεγάλες προκλήσεις και οι δοκιμασίες μας, η πανδημία και η κλιματική αλλαγή, το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα, η δίκαιη ανάπτυξη και η άμβλυνση των ανισοτήτων, ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα και σημείωσε ότι «στην εποχή της διακινδύνευσης και της ανασφάλειας, η θέση μας δεν στηρίζεται στην εσωστρέφεια και τον εξαιρετισμό. Ανοίγεται σε ορίζοντες διακρατικούς και διεθνείς, καθώς και στα ευρηματικά δίκτυα της κοινωνίας των πολιτών, που φέρουν την ανανέωση των δημόσιων πολιτικών».
Τέλος, τόνισε ότι στα 200 χρόνια της σύγχρονης ιστορίας μας, διατηρήσαμε αναλλοίωτα τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της εθνικής μας ταυτότητας και σημείωσε ότι «στην Επανάσταση του 1821 εντοπίζεται η μήτρα του δημοκρατικού και φιλελεύθερου κεκτημένου μας, το αξιακό περίγραμμα του νεοελληνικού μας βίου».
Καταλήγοντας, υπογράμμισε ότι «παρά τα λάθη και τις διαιρέσεις, οι Έλληνες διέκριναν, στις κρίσιμες στιγμές, το ουσιώδες και το αληθές και οικοδόμησαν μια συμπεριληπτική πολιτική κοινωνία. Μια κοινωνία που επιθυμούμε να είναι γενναιόδωρη και την ίδια στιγμή απαιτητική, ως ένα συλλογικό σχέδιο ελευθερίας και ευθύνης. Όχι μόνο για τις παρούσες, αλλά και για τις μελλοντικές γενιές, στις οποίες θα λογοδοτήσουμε. Οι βάσεις της Δημοκρατίας μας είναι ισχυρές και οι προοπτικές της ευοίωνες. Αρκεί όλοι μας, η πολιτική ηγεσία και ο καθένας ξεχωριστά, να κρατάμε αμείωτη την εμπιστοσύνη μας σε αυτή».