Τα επεισόδια που ακολούθησαν, ο διχασμός που παραμένει και ενισχύεται, το αίμα που χύθηκε, τα φέρετρα, οι συνθήκες εμφύλιου σπαραγμού, οι εικόνες λιντσαρισμάτων και εξευτελισμού στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, οι εκκαθαρίσεις σε στρατό, δικαιοσύνη και δημόσιο τομέα γενικότερα, οι πράξεις αντεκδίκησης, ο κίνδυνος για επαναφορά της θανατικής ποινής με όχημα τα συνθήματα του συγκεντρωμένου πλήθους, δεν προοιωνίζονται σύντομη επαναφορά στην ηρεμία.
Πολλές οι αναλύσεις και οι απόψεις που διατυπώθηκαν: Διάφορα σενάρια για τα κίνητρα και την προέλευση των πραξικοπηματιών, αναλύσεις για τον διχασμό των Ενόπλων Δυνάμεων, προβλέψεις για την αντίδραση του Ερντογάν και φόβοι για όσα μπορούν να επακολουθήσουν λόγω της ενίσχυσής του, καθώς όλα δείχνουν πως οι εκκαθαρίσεις δεν περιλαμβάνουν μόνο όσους συμμετείχαν στην απόπειρα, αλλά γενικά τους αντιφρονούντες.
Ό,τι κι’ αν τελικά συνέβη, όποιος κι’ αν κρύβεται πίσω από την απόπειρα πραξικοπήματος και την προσπάθεια ανατροπής μιας νόμιμης και δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, γρήγορα θα συνειδητοποιήσουμε πως μια απόπειρα πραξικοπήματος είναι εξίσου σοβαρή και επιζήμια με ένα πραξικόπημα που επιτυγχάνει.
Οι συνέπειες δηλαδή τόσο ενός πραξικοπήματος όσο και μιας απόπειρας πραξικοπήματος είναι το ίδιο σοβαρές.
Διότι και στις δύο περιπτώσεις ακολουθεί καταστολή και περιστολή των ελευθεριών.
Αν και όλοι καταλαβαίνουμε πως οτιδήποτε συμβαίνει στη γείτονα επηρεάζει την Ελλάδα περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, από τις μέχρι τώρα κυβερνητικές ανακοινώσεις, δηλώσεις και διαρροές διαπιστώνουμε ότι το θέμα αντιμετωπίστηκε φοβικά με κάθε άλλο παρά πειστικές διακηρύξεις περί ψυχραιμίας.
Καλές είναι οι καταδίκες, οι διακηρύξεις και τα ευχολόγια, αλλά μπροστά σε τόσο σοβαρά γεγονότα απαιτείται κάτι παραπάνω.
Η καταδίκη δηλαδή της απόπειρας κατάλυσης της δημοκρατικής τάξης πρέπει να συνοδεύεται και από πολιτικού περιεχομένου αναφορές.
Το έκαναν όλοι – ακόμη και οι φίλοι του κ. Τσίπρα στο Ντι Λίνκε, τη γερμανική Αριστερά.
Οι συμπρόεδροι του Ντι Λίνκε, Κάτια Κίπινγκ και Μπερντ Ρίξινγκερ, καθώς και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι της κόμματος Σάρα Βάγκενκνεχτ και Ντίτμαρ Μπάρς δήλωσαν πως «όλα δείχνουν ότι ο Πρόεδρος Ερντογάν θέλει να αξιοποιήσει την ευκαιρία για να επιταχύνει την πορεία προς ένα αυταρχικό καθεστώς στην Τουρκία».
Σκληρή κριτική έκανε και ο τουρκικής καταγωγής συμπρόεδρος των Γερμανών Πρασίνων, Τσεμ Εζντεμίρ.
Εφαρμογή του Κράτους Δικαίου στον τρόπο αντιμετώπισης των υπευθύνων της απόπειρας πραξικοπήματος ζήτησε και η κ. Μέρκελ.
«Εάν ο Ερντογάν χρησιμοποιήσει το πραξικόπημα για να περιορίσει ξανά τα θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα στην Τουρκία, τότε θα απομακρυνθεί από τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Με αυτόν τον τρόπο θα ενισχυόταν μεν πολιτικά στο εσωτερικό αλλά θα απομονωνόταν στο εξωτερικό», δήλωσε από την πλευρά του ο Επίτροπος της ΕΕ για την Ψηφιακή Οικονομία και Κοινωνία, Γκίντερ Έτινγκερ.
«Το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία δεν είναι μια «λευκή επιταγή» για τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν», δήλωσε ο Γάλλος υπουργός των Εξωτερικών Ζαν-Μαρκ Ερό.
«Είναι σημαντικό να αποφευχθεί κάθε συλλογική τιμωρία», δήλωσε ο Καναδός υπουργός των Εξωτερικών Στεφάν Ντιόν.
«Αυτό το στρατιωτικό πραξικόπημα δεν συνιστά άδεια για να ενεργεί κάποιος αυθαίρετα και όχι στο πλαίσιο του κράτους Δικαίου», είπε ο Αυστριακός υπουργός των Εξωτερικών Σεμπάστιαν Κουρτς.
Ακόμη και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, Μουσταφά Ακιντζί δήλωσε πως η Τουρκία πρέπει
«να συνεχίσει το δρόμο της με πολυφωνία, με αρχές και δημοκρατία και είναι σημαντική η επίλυση των προβλημάτων σε αυτό το πλαίσιο τόσο για την Τουρκία όσο και για την περιοχή».
Η Ελλάδα εκτός από την ανάγκη να υπερασπίζεται τη δημοκρατική νομιμότητα, το Κράτος Δικαίου και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχει κι’ άλλα θέματα – τις παραβιάσεις στο Αιγαίο και την εφαρμογή της Συμφωνίας για το μεταναστευτικό-προσφυγικό.
Τι να λέγαμε; θα ρωτούσε κάποιος.
Είναι προφανές ότι κατ’ αρχήν και πρώτα και πάνω απ’ όλα καταδικάζεις το πραξικόπημα και κάθε απόπειρα εκτροπής και ανατροπής κάθε νόμιμης εκλεγμένης κυβέρνησης.
Αυτό έκαναν όλοι την πρώτη ημέρα.
Αλλά από την Κυριακή, 17 Ιουλίου, όταν άρχισαν οι εκκαθαρίσεις και οι συλλήψεις, τα θέματα του Κράτους Δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έπρεπε να πάρουν τη θέση τους.
Αντίθετα, η κυβέρνηση απέδειξε ότι δεν είχε κάποια συγκεκριμένη γραμμή και στόχευση.
Με αφορμή την άφιξη στην Αλεξανδρούπολη του τουρκικού ελικοπτέρου, τη σύλληψη των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών και το αίτημα της Τουρκίας για έκδοσή τους ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας Δ. Βίτσας έσπευσε το πρωί της περασμένης Κυριακής (Μέγκα) να προκαταλάβει με άγαρμπο τρόπο την κατάσταση.
Όπως είπε, «το επιχείρημα υπέρ της έκδοσης από την πλευρά της Τουρκίας, είναι αρκετά ισχυρό, θα έλεγα πολύ ισχυρό. Το γεγονός ότι παραβιάστηκε η συνταγματική νομιμότητα και ότι υπήρξε απόπειρα κατάλυσης της δημοκρατίας, είναι ένα ισχυρό επιχείρημα.Αρά αυτό που θα γίνει αυτή τη στιγμή: θα εξεταστεί (το αίτημα χορήγησης ασύλου) σε πρώτο βαθμό, θα εξεταστεί σε δεύτερο βαθμό και μετά θα αρχίσει η εξέταση του αιτήματος έκδοσης. Σαν κυβέρνηση βλέπουμε τα πράγματα πολιτικά αλλά αυτή τη στιγμή η υπόθεση είναι στα χέρια των δικαστικών αρχών, που εξετάζουν το θέμα από νομική άποψη και σε σχέση με το διεθνές δίκαιο, τη διεθνή νομιμότητα και σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Αλήθεια, τι θα πει «σαν κυβέρνηση βλέπουμε τα πράγματα πολιτικά»;
Ότι την Ελλάδα συνέφερε η άμεση έκδοση, αλλά (δυστυχώς) υπάρχουν νομικές διαδικασίες;
Ως γνωστόν, λίγο αργότερα ήλθε και η διαφοροποίηση του κατηγορητηρίου από την εισαγγελία, καθώς αφαιρέθηκε η κατηγορία απόπειρας διατάραξης των διεθνών σχέσεων της χώρας, αφού «εφόσον παρέμενε έδινε το έρεισμα σε πολλούς να θεωρήσουν επιτακτικότερη την ανάγκη έκδοσής τους».
Αλλά και την προηγουμένη, 16 Ιουλίου, πηγές της κυβέρνησης ανέφεραν πως «σε περίπτωση που οι συγκεκριμένοι άνθρωποι εμπλέκονται στο πραξικόπημα, είναι πολύ δύσκολο να αποτραπεί η έκδοσή τους». Πρόσθεταν, βέβαια, ότι κρίσιμες για την έκβαση αυτής της υπόθεσης είναι οι εκτιμήσεις που θα γίνουν για το εάν με την έκδοση των 8 συλληφθέντων μελών του πληρώματος στη χώρα τους, θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή τους, εάν δηλαδή θα δικαστούν ή αν υπάρχει περίπτωση να εκτεθεί η ζωή τους σε κίνδυνο λόγω θανατικής ποινής, καθώς οι Συμβάσεις απαγορεύουν την έκδοση ανθρώπων εκεί όπου υπάρχει θανατική ποινή.
Επί του θέματος, οι «πηγές» ανέφεραν ότι «κατά τις επικοινωνίες που είχαν σήμερα ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών με τον Τούρκο ομόλογό του, ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου απάντησε ότι στην Τουρκία δεν υπάρχει θανατική ποινή».
Αργότερα την ίδια μέρα, κατά την επικοινωνία του με τον κ. Ερντογάν, ο κ. Τσίπρας (πάντα σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές) σημείωσε ότι οι διαδικασίες εξέτασης των αιτήσεων ασύλου θα είναι σύντομες, αλλά θα υπάρξει απόλυτος σεβασμός στα όσα προβλέπουν το διεθνές δίκαιο και οι συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Νωρίτερα, ο κ. Τσαβούσογλου, μιλώντας με δημοσιογράφους, είπε πως κατά την τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών «ο κ. Κοτζιάς μου ανέφερε ότι οι αξιωματικοί έχουν ζητήσει πολιτικό άσυλο, ότι δεν μπορεί να τους δοθεί πολιτικό άσυλο, αλλά ότι θα πρέπει να ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία. Συνεπώς μόλις ολοκληρωθεί ο διαδικασία θα γίνει η έκδοση».
Για την ίδια συνομιλία, ανακοίνωση του υπουργείου των Εξωτερικών ανέφερε πως «σε σχέση με το αίτημα χορήγησης ασύλου, ο κ. Κοτζιάς τόνισε ότι το θέμα θα εξεταστεί με βάση όσα προβλέπονται από τη σχετική ελληνική και διεθνή νομοθεσία και θα τηρηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες από το Διεθνές Δίκαιο, ωστόσο λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη ότι οι συλληφθέντες, στη χώρα τους κατηγορούνται για παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας και απόπειρα κατάλυσης της Δημοκρατίας».
Την ίδια ακριβώς δήλωση έκανε και η κυβερνητική εκπρόσωπος: «Θα τηρηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες από το Διεθνές Δίκαιο, ωστόσο λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη ότι οι συλληφθέντες, στη χώρα τους κατηγορούνται για παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας και απόπειρα κατάλυσης της Δημοκρατίας».
Προφανώς και λαμβάνεται υπόψη, αλλά από ποιον; Τίνος δουλειά είναι να τα λάβει αυτά υπόψη; Του κ. Κοτζιά και της κ. Γεροβασίλη ή της Δικαιοσύνης;
Στο ίδιο μήκος κύματος συνέχισε να κινείται ο κ. Κοτζιάς και μετά τις σκληρές δηλώσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων περί ανάγκης σεβασμού του Κράτους Δικαίου από τον Ερντογάν, όταν δηλαδή οι σκηνές αντεκδίκησης προκάλεσαν παγκόσμια κατακραυγή και όταν η ΕΕ ξεκαθάρισε πως ενδεχόμενη επαναφορά της ποινής του θανάτου θα σήμαινε το τέλος των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία.
Έτσι, στις 18 Ιουλίου, σε δηλώσεις του μετά το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, ο κ. Κοτζιάς δήλωσε: «Εμείς θα εφαρμόσουμε τον ευρωπαϊκό και ελληνικό νόμο και στη βάση αυτή θα αντιμετωπίσουμε αυτή την υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη μας ότι είναι οκτώ αξιωματικοί οι οποίοι πήραν μέρος στο πραξικόπημα»!
Ποιοι «εμείς» δηλαδή, όταν μόνο η Δικαιοσύνη και οι αρμόδιες αρχές έχουν αρμοδιότητα;
Και ποιοι θα «λάβουν υπόψη τους», αν όχι η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη;
Και πώς γνωρίζει μετά βεβαιότητας ότι έλαβαν μέρος στο πραξικόπημα, πριν αποφανθεί η Δικαιοσύνη;
Με λίγα λόγια, τι πρεμούρα έχουν να βγάζουν απόφαση πριν από την Δικαιοσύνη;
Πολύ περισσότερο που ήδη ξεκίνησε μια «ζύμωση» περί επαναφοράς της ποινής του θανάτου στην Τουρκία, με τον κ. Ερντογάν να απαντά στο πλήθος που ζητούσε καταδίκες σε θάνατο πως «δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτό το αίτημα» και να δηλώνει στο CNN πως οι πολίτες αναρωτιούνται «γιατί θα πρέπει να τους κρατάω και να τους ταΐζω στις φυλακές τα επόμενα χρόνια».
Με αυτά και μ’ αυτά, οι άνθρωποι που κυβερνούν τη χώρα αποδεικνύουν με κάθε ευκαιρία πως όχι μόνο είναι συνεχώς έτοιμοι να πούνε «ναι σε όλα», αλλά και δεν είναι σε θέση να μοιράσουν δυο γαϊδουριών άχυρα…
Κατά τα λοιπά, σπεύδουν να κάνουν τους έξυπνους, μιλώντας όταν δεν χρειάζεται και σιωπώντας όταν δεν πρέπει…
Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι ίδιοι θα κατηγορούσαν για ραγιαδισμό οποιονδήποτε άλλον κρατούσε αυτή τη στάση;
elzoni.gr