Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος απηύθυνε χαιρετισμό σε ημερίδα της Εκκλησίας της Ελλάδας για τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, αντιπροέδρου και Υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης κ. Ευάγγελου Βενιζέλου:
“Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, Κυρίες και Κύριοι,
Θέλω να ευχαριστήσω και να συγχαρώ την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, την Ειδική Επιτροπή Πολιτιστικής Ταυτότητας, τον Σεβασμιώτατο Δημητριάδος και όλα τα μέλη της για την εξαιρετική αυτή πρωτοβουλία να διοργανώσουν αυτή την πολύπτυχη εκδήλωση στη μνήμη του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, μια εκδήλωση που με ιδιαίτερη χαρά το Υπουργείο των Εξωτερικών έθεσε υπό την αιγίδα του, γιατί αυτό συνιστά μια ιστορική και θεσμική υποχρέωση της ελληνικής Πολιτείας και ιδίως του Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς ο Ιωάννης Καποδίστριας διακρίθηκε σε παγκόσμια κλίμακα, για την εποχή του, ιδιαίτερα στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Όχι μόνο σε σχέση με τα ελληνικά πράγματα, αλλά σε σχέση με όλα τα τότε διεθνή πράγματα, ιδίως τα ευρωπαϊκά.
Μακαριώτατε, Κυρίες και Κύριοι,
Η πατρίδα μας διέρχεται τα τελευταία χρόνια μια πολύ βαθειά κρίση, από την οποία αγωνιζόμαστε και ελπίζουμε πολύ σύντομα να βγούμε υπό συνθήκες ασφάλειας, αναζητώντας πρωτίστως ένα κανονικό κράτος, ένα κράτος που να λειτουργεί με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα δημοκρατικού κράτους δικαίου. Ένα κράτος στην υπηρεσία του πολίτη, ένα κράτος στην υπηρεσία της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Στην Ελλάδα, όπως και σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, τα πυρά της κριτικής στρέφονται κατά του κράτους, αλλά οι κοινωνίες αναζητούν τη λύση των προβλημάτων τους στο κράτος και στις κρατικές πολιτικές.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Έλληνα ηγέτη, ιδίως τον 19ον αιώνα, εξέφρασε την έννοια της κρατικότητος, την οποία και υπηρέτησε. Και ακριβώς λόγω της μεγάλης εμπειρίας του, πριν την κήρυξη της Επανάστασης της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, κλήθηκε από το επαναστατημένο έθνος να επωμισθεί το βαρύ και επικίνδυνο, όπως αποδείχθηκε, καθήκον της συγκρότησης ενός ανεξάρτητου, μικρού για την εποχή εκείνη, λειτουργικού κράτους. Αυτό δεν ήταν και δεν είναι μέχρι σήμερα καθόλου αυτονόητο και καθόλου εύκολο. Δεν θα χαρακτήριζα με ευκολία τον Ιωάννη Καποδίστρια, εκπρόσωπο του Διαφωτισμού ή των εκσυγχρονιστικών αντιλήψεων, αλλά η αλήθεια είναι πώς τίποτα δεν είναι πιο ριζοσπαστικό, και τότε και σήμερα, από την αναζήτηση των συστατικών στοιχείων του κράτους, όπως το αντιλαμβανόμαστε τους τελευταίους δυόμιση αιώνες. Ήταν πράγματι εντυπωσιακή η εμπειρία του Ιωάννη Καποδίστρια στον τομέα αυτό.
Ιατρός, κατά τις βασικές ακαδημαϊκές του σπουδές, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Ιωάννης Καποδίστριας απέκτησε τεράστια εμπειρία στη δημόσια υπηρεσία, στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος και στη διπλωματική υπηρεσία, με τη σκέψη πως κάποτε αυτό που κεφαλαιοποιεί ως εμπειρία, ως γνώση θα το θέσει στη διάθεση της πατρίδας που αγωνιζόταν να αποκτήσει την πολιτική της υπόσταση και ανεξαρτησία.
Για να φτάσουμε όμως στο σημείο να καταστεί ο Κυβερνήτης της ανεξάρτητης ελληνικής Πολιτείας, έζησε από πολύ κοντά ο ίδιος βιωματικά την εμπειρία της Ιόνιας Πολιτείας, γιατί ο Καποδίστριας ήταν αυτό που κάποιοι λένε “ένας δυτικός Έλληνας”. Έζησε την εμπειρία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ενός από τα μεγαλύτερα κράτη της εποχής του, μέσα στον συσχετισμό των βασιλικών αυλών της εποχής εκείνης και διακρίθηκε στην υπηρεσία της τσαρικής διπλωματικής υπηρεσίας, φθάνοντας στις υψηλότερες βαθμίδες της, αυτός ένας ξένος. Ταυτίστηκε ιστορικά με την συνταγματική συγκρότηση του πιο αξιοζήλευτου ίσως, σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους που είναι η Ελβετική Συνομοσπονδία – γιατί είναι ο πατέρας και σε πολύ μεγάλο βαθμό ο συγγραφέας- του Συντάγματος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, ταυτισμένος με την πόλη και το καντόνι της Γενεύης, αλλά και με το καντόνι του Βω και με την πόλη της Λωζάνης, όπου τιμάται μέχρι σήμερα και είναι ζωντανή η μνήμη του. Και έχοντας αυτή την προπαίδεια και αυτή την εμπειρία κλήθηκε στην Ελλάδα όταν αυτό το ιστορικό μόρφωμα της εποχής εκείνης βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, πρώτον γιατί είχε συνείδηση του τι σημαίνει κράτος και κρατικότητα. Δεύτερον, γιατί είχε σίγουρα την αίσθηση του διεθνούς συσχετισμού των δυνάμεων την εποχή εκείνη. Ήξερε πως η Ελλάδα θα συγκροτηθεί ως κράτος και θα αποκτήσει κρατική υπόσταση προκειμένου να συγκροτήσει στη συνέχεια και την εθνική της ταυτότητα. Γιατί η Ιστορία έχει αποδείξει ότι μόνο μέσα από την διεκδίκηση της κρατικότητας αποκτάς και πλήρη αίσθηση της εθνικής σου ταυτότητας. Είχε, λοιπόν, συνείδηση του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων και ήξερε ότι αυτό το πολύ δύσκολο διπλωματικό παίγνιο παιζόταν την εποχή εκείνη με όρους που δεν είναι σύγχρονοι, δημοκρατικοί, διαφανείς, με όρους μοναχικούς, με όρους αυταρχικούς -πολύ μακριά από αυτό που λέγεται σύγχρονο, δημοκρατικό κράτος δικαίου, αλλά ο πυρήνας των ιδεών αυτών υπήρχε, ούτως ή άλλως, μέσα στην έννοια του εθνικού κράτους, του βεστφαλικού κράτους, που διεκδικεί κυριαρχία εθνική. Και αυτό συνδέεται άμεσα και με τη θρησκευτική ελευθερία αλλά και με την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα κάθε κράτους καθώς αυτό ήταν, ούτως ή άλλως, καταστατικό στοιχείο της Βεστφαλίας και του κράτους του εθνικού που αυτή γέννησε. Και βεβαίως είχε συνείδηση του γεγονότος ο Καποδίστριας ότι το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, δηλαδή ο εκφυλισμός και η αποσάθρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως το παγκόσμιο ζήτημα της εποχής του, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα και της εποχής μας, όπως δείχνει η κρίση τώρα στην ευρύτατη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Συνδέεται άμεσα με πολιτικές και διπλωματικές πρωτοβουλίες, στις οποίες εμπλέκονταν όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Ναι, πράγματι, ο Έλληνας στην καταγωγή, Ρώσος διπλωμάτης, Καποδίστριας, θέτει το ελληνικό ζήτημα παρεμπιπτόντως, διστακτικά, το θέτει στο Μέτερνιχ στο Συνέδριο της Βιέννης, επιχειρώντας να το εγγράψει στην ημερήσια διάταξη. Ταυτόχρονα όμως αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες που υπάρχουν, επί του πεδίου, όταν το εγχείρημα του Υψηλάντη αντιμετωπίζεται εχθρικά και από την ίδια την υπηρεσία του και από τη Ρωσική Αυτοκρατορία που υπηρετεί. Έχει, λοιπόν, πολύ μεγάλη σημασία η μελέτη του φαινομένου που λέγεται Καποδίστριας, ο αγώνας που έδωσε κατά των αντιλήψεων που επικρατούσαν στη μόλις μετα-επαναστατική Ελλάδα της εποχής του και που αμφισβητούσαν την έννοια της κανονικότητας της κρατικής οργάνωσης. Μέσα από ποικίλες αντιλήψεις, κοινοτιστικές, πολιτιστικές, μέσα από τοπικά δίκτυα επιρροών, μέσα από τη διεκδίκηση της καλύτερης δυνατής θέσης στο μετα-επαναστατικό συσχετισμό δυνάμεων από ανθρώπους που τελικά κατεγράφησαν στη συνείδηση του έθνους ως ήρωες, γιατί έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην Επανάσταση της Ανεξαρτησίας. Αυτό, όμως, του στέρησε τελικά τη ζωή. Και άλλαξε την πορεία της ελληνικής ιστορίας, της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας, γιατί θα μπορούσε να είναι διαφορετική η εξέλιξη αν ο Καποδίστριας δεν είχε δολοφονηθεί και δεν είχε ματαιωθεί το έργο του τόσο γρήγορα. Αυτή η σχέση με τη Δύση και την Ανατολή, αυτό το αναπάντητο και διαρκές δίλημμα της εθνικής ταυτότητος εμφανίζεται στην περίπτωση του Καποδίστρια και αν αυτό το ψηλαφίσουμε θα καταλάβουμε καλύτερα την κατάστασή μας και τον εαυτό μας.
Είναι, επίσης, μια πολύ ωραία αφετηρία το Συνέδριο αυτό και οι εκδηλώσεις που το συνοδεύουν, σε σχέση με τον Καποδίστρια, ως πρωτοβουλία της Ιεράς Συνόδου και της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής της Πολιτιστικής Ταυτότητας, γιατί υπάρχουν δύο θέματα που συνδέουν τον Καποδίστρια και έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και για την Εκκλησία και για την κοινωνία και για το έθνος και την αυτοσυνειδησία του.
Το ένα είναι η σχέση της Ορθοδοξίας με το Διαφωτισμό, γιατί κατά έναν περίεργο τρόπο, όπως ξέρετε καλύτερα από εμένα πολλοί εδώ μέσα, αυτό που λέγεται Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός στην Ελλάδα καλλιεργήθηκε στα πρώιμα στάδια μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και σίγουρα από διανοούμενους κληρικούς, κάτι το οποίο διαφοροποιεί την ελληνική περίπτωση από όλες τις άλλες ευρωπαϊκές περιπτώσεις.
Και το δεύτερο είναι η σχέση του Καποδίστρια με το μεγάλο πρόβλημα της αυτοκεφαλίας της Ελληνικής Εκκλησίας, που ακόμη και σήμερα προβληματίζει και ταλαιπωρεί. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση θεωρητική, αναμφίβολα σοβαρή, ότι θα ήταν διαφορετική η διαχείριση του θέματος, πολύ πιο προσεκτική, πολύ πιο διπλωματική πολύ πιο κοντά στο Κανονικό Δίκαιο της Ανατολικής Εκκλησίας, εάν δεν είχε δολοφονηθεί ο Καποδίστριας. Η αλήθεια είναι ότι κατέβαλε προσπάθειες κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, συνθήκες που δεν επέτρεπαν τον πλήρη σεβασμό της Κανονικής Τάξης. Όμως, είχε σίγουρα την αίσθηση του πράγματος και αυτή η αίσθηση μιας Ορθοδοξίας που δεν είναι περίκλειστη ελλαδική, που δεν πάσχει από εθνοφυλετισμό, σίγουρα συνδέεται και με τη διπλωματική του παιδεία και εμπειρία και με την ικανότητά του να κατανοεί τη σημασία των συσχετισμό των δυνάμεων, η οποία είναι πάντα πολύτιμη και δεν εξελίσσεται μόνο πολιτικά ή μόνο στρατιωτικά. Υπό την έννοια αυτή, Μακαριώτατε, θεωρώ πολύ σημαντική και θαρραλέα την απόφαση της Ιεράς Συνόδου να αναδείξει την προσωπικότητα, το έργο, τα ερωτήματα που συνδέονται με τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος πράγματι είπε στον Τσάρο ότι τον υπηρέτησε αλλά ότι επιθυμεί να καταθέσει τη “λευκή του κόμη” στην υπηρεσία της ταλαίπωρης πατρίδας του. Και το έκανε όντας πολύ νέος για τα δεδομένα της εποχής μας, αν σκεφτεί κανείς ότι τη στιγμή της δολοφονίας του ήταν δεν ήταν 55 χρονών. Ακόμη και για το προσδόκιμο επιβίωσης εκείνης της εποχής δεν ήταν μεγάλος, είχε μπροστά του πολλές δυνατότητες, και σίγουρα αυτές έμειναν αναξιοποίητες, αλλά όλα αυτά, ξέρετε, είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στη ροή της ιστορίας, το τελικό αποτέλεσμα της οποίας είναι κάτι που κανείς δε θέλησε έτσι ακριβώς εξ’ αρχής.
Με τις σκέψεις αυτές θέλω να ευχαριστήσω, εσάς προσωπικά, Μακαριώτατε, και την Ιερά Σύνοδο και όλα τα στελέχη της για την πρωτοβουλία αυτή και να χαιρετίσω εκ μέρους της Κυβέρνησης την έναρξή της”.
ysterografa.gr
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, αντιπροέδρου και Υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης κ. Ευάγγελου Βενιζέλου:
“Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, Κυρίες και Κύριοι,
Θέλω να ευχαριστήσω και να συγχαρώ την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, την Ειδική Επιτροπή Πολιτιστικής Ταυτότητας, τον Σεβασμιώτατο Δημητριάδος και όλα τα μέλη της για την εξαιρετική αυτή πρωτοβουλία να διοργανώσουν αυτή την πολύπτυχη εκδήλωση στη μνήμη του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, μια εκδήλωση που με ιδιαίτερη χαρά το Υπουργείο των Εξωτερικών έθεσε υπό την αιγίδα του, γιατί αυτό συνιστά μια ιστορική και θεσμική υποχρέωση της ελληνικής Πολιτείας και ιδίως του Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς ο Ιωάννης Καποδίστριας διακρίθηκε σε παγκόσμια κλίμακα, για την εποχή του, ιδιαίτερα στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Όχι μόνο σε σχέση με τα ελληνικά πράγματα, αλλά σε σχέση με όλα τα τότε διεθνή πράγματα, ιδίως τα ευρωπαϊκά.
Μακαριώτατε, Κυρίες και Κύριοι,
Η πατρίδα μας διέρχεται τα τελευταία χρόνια μια πολύ βαθειά κρίση, από την οποία αγωνιζόμαστε και ελπίζουμε πολύ σύντομα να βγούμε υπό συνθήκες ασφάλειας, αναζητώντας πρωτίστως ένα κανονικό κράτος, ένα κράτος που να λειτουργεί με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα δημοκρατικού κράτους δικαίου. Ένα κράτος στην υπηρεσία του πολίτη, ένα κράτος στην υπηρεσία της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Στην Ελλάδα, όπως και σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, τα πυρά της κριτικής στρέφονται κατά του κράτους, αλλά οι κοινωνίες αναζητούν τη λύση των προβλημάτων τους στο κράτος και στις κρατικές πολιτικές.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Έλληνα ηγέτη, ιδίως τον 19ον αιώνα, εξέφρασε την έννοια της κρατικότητος, την οποία και υπηρέτησε. Και ακριβώς λόγω της μεγάλης εμπειρίας του, πριν την κήρυξη της Επανάστασης της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, κλήθηκε από το επαναστατημένο έθνος να επωμισθεί το βαρύ και επικίνδυνο, όπως αποδείχθηκε, καθήκον της συγκρότησης ενός ανεξάρτητου, μικρού για την εποχή εκείνη, λειτουργικού κράτους. Αυτό δεν ήταν και δεν είναι μέχρι σήμερα καθόλου αυτονόητο και καθόλου εύκολο. Δεν θα χαρακτήριζα με ευκολία τον Ιωάννη Καποδίστρια, εκπρόσωπο του Διαφωτισμού ή των εκσυγχρονιστικών αντιλήψεων, αλλά η αλήθεια είναι πώς τίποτα δεν είναι πιο ριζοσπαστικό, και τότε και σήμερα, από την αναζήτηση των συστατικών στοιχείων του κράτους, όπως το αντιλαμβανόμαστε τους τελευταίους δυόμιση αιώνες. Ήταν πράγματι εντυπωσιακή η εμπειρία του Ιωάννη Καποδίστρια στον τομέα αυτό.
Ιατρός, κατά τις βασικές ακαδημαϊκές του σπουδές, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Ιωάννης Καποδίστριας απέκτησε τεράστια εμπειρία στη δημόσια υπηρεσία, στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος και στη διπλωματική υπηρεσία, με τη σκέψη πως κάποτε αυτό που κεφαλαιοποιεί ως εμπειρία, ως γνώση θα το θέσει στη διάθεση της πατρίδας που αγωνιζόταν να αποκτήσει την πολιτική της υπόσταση και ανεξαρτησία.
Για να φτάσουμε όμως στο σημείο να καταστεί ο Κυβερνήτης της ανεξάρτητης ελληνικής Πολιτείας, έζησε από πολύ κοντά ο ίδιος βιωματικά την εμπειρία της Ιόνιας Πολιτείας, γιατί ο Καποδίστριας ήταν αυτό που κάποιοι λένε “ένας δυτικός Έλληνας”. Έζησε την εμπειρία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ενός από τα μεγαλύτερα κράτη της εποχής του, μέσα στον συσχετισμό των βασιλικών αυλών της εποχής εκείνης και διακρίθηκε στην υπηρεσία της τσαρικής διπλωματικής υπηρεσίας, φθάνοντας στις υψηλότερες βαθμίδες της, αυτός ένας ξένος. Ταυτίστηκε ιστορικά με την συνταγματική συγκρότηση του πιο αξιοζήλευτου ίσως, σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους που είναι η Ελβετική Συνομοσπονδία – γιατί είναι ο πατέρας και σε πολύ μεγάλο βαθμό ο συγγραφέας- του Συντάγματος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, ταυτισμένος με την πόλη και το καντόνι της Γενεύης, αλλά και με το καντόνι του Βω και με την πόλη της Λωζάνης, όπου τιμάται μέχρι σήμερα και είναι ζωντανή η μνήμη του. Και έχοντας αυτή την προπαίδεια και αυτή την εμπειρία κλήθηκε στην Ελλάδα όταν αυτό το ιστορικό μόρφωμα της εποχής εκείνης βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, πρώτον γιατί είχε συνείδηση του τι σημαίνει κράτος και κρατικότητα. Δεύτερον, γιατί είχε σίγουρα την αίσθηση του διεθνούς συσχετισμού των δυνάμεων την εποχή εκείνη. Ήξερε πως η Ελλάδα θα συγκροτηθεί ως κράτος και θα αποκτήσει κρατική υπόσταση προκειμένου να συγκροτήσει στη συνέχεια και την εθνική της ταυτότητα. Γιατί η Ιστορία έχει αποδείξει ότι μόνο μέσα από την διεκδίκηση της κρατικότητας αποκτάς και πλήρη αίσθηση της εθνικής σου ταυτότητας. Είχε, λοιπόν, συνείδηση του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων και ήξερε ότι αυτό το πολύ δύσκολο διπλωματικό παίγνιο παιζόταν την εποχή εκείνη με όρους που δεν είναι σύγχρονοι, δημοκρατικοί, διαφανείς, με όρους μοναχικούς, με όρους αυταρχικούς -πολύ μακριά από αυτό που λέγεται σύγχρονο, δημοκρατικό κράτος δικαίου, αλλά ο πυρήνας των ιδεών αυτών υπήρχε, ούτως ή άλλως, μέσα στην έννοια του εθνικού κράτους, του βεστφαλικού κράτους, που διεκδικεί κυριαρχία εθνική. Και αυτό συνδέεται άμεσα και με τη θρησκευτική ελευθερία αλλά και με την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα κάθε κράτους καθώς αυτό ήταν, ούτως ή άλλως, καταστατικό στοιχείο της Βεστφαλίας και του κράτους του εθνικού που αυτή γέννησε. Και βεβαίως είχε συνείδηση του γεγονότος ο Καποδίστριας ότι το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, δηλαδή ο εκφυλισμός και η αποσάθρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως το παγκόσμιο ζήτημα της εποχής του, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα και της εποχής μας, όπως δείχνει η κρίση τώρα στην ευρύτατη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Συνδέεται άμεσα με πολιτικές και διπλωματικές πρωτοβουλίες, στις οποίες εμπλέκονταν όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Ναι, πράγματι, ο Έλληνας στην καταγωγή, Ρώσος διπλωμάτης, Καποδίστριας, θέτει το ελληνικό ζήτημα παρεμπιπτόντως, διστακτικά, το θέτει στο Μέτερνιχ στο Συνέδριο της Βιέννης, επιχειρώντας να το εγγράψει στην ημερήσια διάταξη. Ταυτόχρονα όμως αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες που υπάρχουν, επί του πεδίου, όταν το εγχείρημα του Υψηλάντη αντιμετωπίζεται εχθρικά και από την ίδια την υπηρεσία του και από τη Ρωσική Αυτοκρατορία που υπηρετεί. Έχει, λοιπόν, πολύ μεγάλη σημασία η μελέτη του φαινομένου που λέγεται Καποδίστριας, ο αγώνας που έδωσε κατά των αντιλήψεων που επικρατούσαν στη μόλις μετα-επαναστατική Ελλάδα της εποχής του και που αμφισβητούσαν την έννοια της κανονικότητας της κρατικής οργάνωσης. Μέσα από ποικίλες αντιλήψεις, κοινοτιστικές, πολιτιστικές, μέσα από τοπικά δίκτυα επιρροών, μέσα από τη διεκδίκηση της καλύτερης δυνατής θέσης στο μετα-επαναστατικό συσχετισμό δυνάμεων από ανθρώπους που τελικά κατεγράφησαν στη συνείδηση του έθνους ως ήρωες, γιατί έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην Επανάσταση της Ανεξαρτησίας. Αυτό, όμως, του στέρησε τελικά τη ζωή. Και άλλαξε την πορεία της ελληνικής ιστορίας, της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας, γιατί θα μπορούσε να είναι διαφορετική η εξέλιξη αν ο Καποδίστριας δεν είχε δολοφονηθεί και δεν είχε ματαιωθεί το έργο του τόσο γρήγορα. Αυτή η σχέση με τη Δύση και την Ανατολή, αυτό το αναπάντητο και διαρκές δίλημμα της εθνικής ταυτότητος εμφανίζεται στην περίπτωση του Καποδίστρια και αν αυτό το ψηλαφίσουμε θα καταλάβουμε καλύτερα την κατάστασή μας και τον εαυτό μας.
Είναι, επίσης, μια πολύ ωραία αφετηρία το Συνέδριο αυτό και οι εκδηλώσεις που το συνοδεύουν, σε σχέση με τον Καποδίστρια, ως πρωτοβουλία της Ιεράς Συνόδου και της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής της Πολιτιστικής Ταυτότητας, γιατί υπάρχουν δύο θέματα που συνδέουν τον Καποδίστρια και έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και για την Εκκλησία και για την κοινωνία και για το έθνος και την αυτοσυνειδησία του.
Το ένα είναι η σχέση της Ορθοδοξίας με το Διαφωτισμό, γιατί κατά έναν περίεργο τρόπο, όπως ξέρετε καλύτερα από εμένα πολλοί εδώ μέσα, αυτό που λέγεται Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός στην Ελλάδα καλλιεργήθηκε στα πρώιμα στάδια μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και σίγουρα από διανοούμενους κληρικούς, κάτι το οποίο διαφοροποιεί την ελληνική περίπτωση από όλες τις άλλες ευρωπαϊκές περιπτώσεις.
Και το δεύτερο είναι η σχέση του Καποδίστρια με το μεγάλο πρόβλημα της αυτοκεφαλίας της Ελληνικής Εκκλησίας, που ακόμη και σήμερα προβληματίζει και ταλαιπωρεί. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση θεωρητική, αναμφίβολα σοβαρή, ότι θα ήταν διαφορετική η διαχείριση του θέματος, πολύ πιο προσεκτική, πολύ πιο διπλωματική πολύ πιο κοντά στο Κανονικό Δίκαιο της Ανατολικής Εκκλησίας, εάν δεν είχε δολοφονηθεί ο Καποδίστριας. Η αλήθεια είναι ότι κατέβαλε προσπάθειες κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, συνθήκες που δεν επέτρεπαν τον πλήρη σεβασμό της Κανονικής Τάξης. Όμως, είχε σίγουρα την αίσθηση του πράγματος και αυτή η αίσθηση μιας Ορθοδοξίας που δεν είναι περίκλειστη ελλαδική, που δεν πάσχει από εθνοφυλετισμό, σίγουρα συνδέεται και με τη διπλωματική του παιδεία και εμπειρία και με την ικανότητά του να κατανοεί τη σημασία των συσχετισμό των δυνάμεων, η οποία είναι πάντα πολύτιμη και δεν εξελίσσεται μόνο πολιτικά ή μόνο στρατιωτικά. Υπό την έννοια αυτή, Μακαριώτατε, θεωρώ πολύ σημαντική και θαρραλέα την απόφαση της Ιεράς Συνόδου να αναδείξει την προσωπικότητα, το έργο, τα ερωτήματα που συνδέονται με τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος πράγματι είπε στον Τσάρο ότι τον υπηρέτησε αλλά ότι επιθυμεί να καταθέσει τη “λευκή του κόμη” στην υπηρεσία της ταλαίπωρης πατρίδας του. Και το έκανε όντας πολύ νέος για τα δεδομένα της εποχής μας, αν σκεφτεί κανείς ότι τη στιγμή της δολοφονίας του ήταν δεν ήταν 55 χρονών. Ακόμη και για το προσδόκιμο επιβίωσης εκείνης της εποχής δεν ήταν μεγάλος, είχε μπροστά του πολλές δυνατότητες, και σίγουρα αυτές έμειναν αναξιοποίητες, αλλά όλα αυτά, ξέρετε, είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στη ροή της ιστορίας, το τελικό αποτέλεσμα της οποίας είναι κάτι που κανείς δε θέλησε έτσι ακριβώς εξ’ αρχής.
Με τις σκέψεις αυτές θέλω να ευχαριστήσω, εσάς προσωπικά, Μακαριώτατε, και την Ιερά Σύνοδο και όλα τα στελέχη της για την πρωτοβουλία αυτή και να χαιρετίσω εκ μέρους της Κυβέρνησης την έναρξή της”.
ysterografa.gr