Αποκάλυψε και την ύπαρξη μιας ωρολογιακής βόμβας στα θεμέλια της Δημοκρατίας μας, που, καθώς φαίνεται, δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί από κανένα μηχάνημα επί του πλανήτου.
Αποκάλυψε ότι σημαντικό τμήμα του λαού, παραζαλισμένο, υπερπληροφορημένο – δηλαδή ανενημέρωτο – χειραγωγούμενο, δεν μπορεί να δει (δεν του επιτρέπουν να δει) την αλήθεια.
Ούτε να ανησυχεί γι’ αυτό που πράγματι αξίζει να προκαλεί την ανησυχία του.
Δύο πυλώνες έχει η Ελευθερία: Την Δημοκρατία και την Δημοσιογραφία.
Και οι δύο, δοκιμάστηκαν σκληρά.
Πλέον, ένα μεγάλο τμήμα του λαού έχει πάψει να αντιλαμβάνεται πως η Δημοκρατία δεν υπάρχει για τους ισχυρούς, αλλά για τους αδύναμους – οι πλούσιοι και δυνατοί πάντα θα την βρίσκουν την άκρη.
Απόδειξη, τα τελευταία γεγονότα στην Τουρκία:
Οι Τούρκοι ψήφισαν και ξαναψήφισαν τον Ερντογάν, με μεγάλα ποσοστά.
Ως «μεγάλο μεταρρυθμιστή», ως τον άνθρωπο που έσωσε την Τουρκία από το ΔΝΤ, αυτόν που υποσχέθηκε (μαζί με τον Νταβούτογλου) να της επιστρέψει το στρατηγικό της βάθος, να την μετατρέψει σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη, να ξαναδώσει στους Τούρκους την περηφάνια τους.
Μέχρι την ημέρα που ο Ερντογάν αποφάσισε να απαγορεύσει το αλκοόλ, το τουίτερ, τα φιλιά στο μετρό και να φτιάξει ένα εμπορικό κέντρο, ήταν ένας εμπνευσμένος πολιτικός που «τα βρήκε» με τον Οτσαλάν, έφερε την ειρήνη στις κουρδικές περιοχές, χτυπούσε το χέρι στο τραπέζι των ισχυρών, οδηγούσε στη χώρα στην ανάπτυξη.
Ήταν το «ήπιο Ισλάμ», παράδειγμα για όλους – ακόμη και για μερικούς εγχώριους προπαγανδιστές του μοντέλου Ερντογάν.
Τι τελικά βαραίνει στην πλάστιγγα;
Κι’ όμως, στην πλάστιγγα αυτό που βάρυνε ήταν τα απλά καθημερινά που εξασφαλίζουν τη Δημοκρατία και την ελευθερία και το δικαίωμα των ανθρώπων να ορίζουν τη ζωή τους.
Η Δημοκρατία, λοιπόν, δεν είναι κάτι που το πετάμε στον κάλαθο των αχρήστων, επειδή θέλουμε να κάνουμε το γινάτι μας.
Η Δημοσιογραφία πάλι, ο Τύπος, η Ενημέρωση, δεν είναι ένα οποιοδήποτε προϊόν προς πώληση.
Είναι μέγεθος κρίσιμο για τη Δημοκρατία.
Στηρίζεται στην αλήθεια, στη διασταύρωση των πληροφοριών, στην αναζήτηση της «άλλης άποψης».
Το «περιστατικό της τσάντας» υπήρξε η θρυαλλίδα που έφερε στην επιφάνεια τη ζοφερή πραγματικότητα:
Στην πατρίδα μας δοκιμάζονται και η Δημοκρατία και η Δημοσιογραφία.
Η Δημοκρατία, διότι οι περισσότεροι επικέντρωσαν στην «άρνηση» για έλεγχο – με επιχειρήματα του τύπου «γιατί να μην ελέγχονται και οι βουλευτές, όπως και οι πολίτες» (λες και οι πολίτες μπαινοβγαίνουν δέκα φορές την ημέρα στο κτίριο της Βουλής).
Αντί δηλαδή να σοκαριστούν, να τιναχτούν, να αυτιαστούν από το γεγονός ότι φθάσαμε στο έσχατο σημείο, στην πιο μεγάλη κατάντια – να χρειάζεται δηλαδή να επιβάλλουμε ειδικά μέτρα για να εφαρμόζουν τους νόμους οι νομοθέτες, να προστατεύεται η Δημοκρατία από τους θεματοφύλακές της, να προστατεύεται η Βουλή από τους βουλευτές της – άρχισαν τα κουτσομπολιά και τις χυδαιότητες στο τουίτερ.
Δοκιμάστηκε και η Δημοσιογραφία, διότι αντί να προβάλει και να στιγματίσει την κατάντια να πρέπει να προστατέψουμε τη Δημοκρατία από τους προστάτες της, έσυρε τον χορό των κουτσομπολιών, αγνοώντας τα περίφημα πέντε W της είδησης, σύμφωνα με τα οποία ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΙΔΗΣΗ αυτό που δεν απαντά στα ερωτήματα «ποιος, πού, πότε, πώς και γιατί». ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΕΝΤΕ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ.
Και αφού το έκανε αυτό, δεν μπορούσε καν να ανταποκριθεί στην αποστολή της, που είναι η εξυπηρέτηση του Κοινού Καλού και η έγκαιρη προειδοποίηση.
Διότι, η πραγματικότητα είναι αυτή: Ότι ψηφίζοντας ανθρώπους που θεωρούν πως, αν και νομοθέτες, μπορούν να παραβιάζουν τον κανόνα που θέλει τη Βουλή άοπλη, χρειάσθηκε να επιβληθούν ειδικά μέτρα για κάτι που στη Δημοκρατία θεωρείται αυτονόητο.
Ο λαός δηλαδή ψήφισε (και) ανθρώπους που παραβιάζουν τους ίδιους τους νόμους που ψηφίζουν.
Το έκανε (και θα το ξανακάνει, απειλούν) από οργή – αλλά στην προσπάθειά του να τιμωρήσει το σύστημα, ο λαός τιμώρησε τον εαυτό του.
Ψηφίζοντας τους «μεγάλους τιμωρούς»
Ψήφισε (και λέει ότι θα ξαναψηφίσει) τους «μεγάλους τιμωρούς».
Όπως, όμως, συνέβη με την περίπτωση Ερντογάν, αυτοί οι ίδιοι οι «μεγάλοι τιμωροί» θα έλθει μια μέρα που θα απαγορεύσουν στους ίδιους τους ψηφοφόρους τους κομμάτια της ιδιωτικής τους ζωής.
«Έγιναν εκλογές», θα τους λένε, όπως λέει σήμερα ο Ερντογάν στους Τούρκους.
«Εσείς μας ψηφίσατε. Εμείς δεν σας κρυφτήκαμε. Βρίζαμε, οπλοφορούσαμε, βιαιοπραγούσαμε, μιλούσαμε τη γλώσσα του μίσους, διαβάζαμε Χίτλερ, ήμασταν αγράμματοι και ακαλλιέργητοι, χωρίζαμε τους Έλληνες σε ήρωες και προδότες, απαγορεύαμε θεατρικές παραστάσεις».
Αλλά…
«Αλλά εσείς δεν ακούγατε τίποτε. Είχατε πάλι βάλει ανάποδα τους πόλους. Σας έλεγαν πως λαμβάνονται μέτρα για να μην κυκλοφορούμε με κουμπούρια μέσα στη Βουλή κι’ εσείς ασχολιόσασταν με γυναικείες τσάντες. Σας έδειχναν το φεγγάρι και κοιτάζατε το δάχτυλο. Πολλοί δημοσιογράφοι σας έβλεπαν το δένδρο και έχαναν το δάσος».
Υ.Γ. Και κατά τη γνωστή πρακτική, συνέχισαν να σκοτώνουν με πρωτοσέλιδα και να ανασταίνουν με μονόστηλα στις μέσα σελίδες. Διότι, στην περίπτωση της τσάντας συνέβη το ακριβώς αντίθετο από αυτό που γράφτηκε και σχολιάστηκε.
Το μέτρο είναι σωστό, αφού φθάσαμε στο σημείο να πρέπει να επιβάλουμε την εφαρμογή των νόμων στους ίδιους τους νομοθέτες.
Η διαφωνία αφορούσε την διαδικασία, η οποία ήταν λάθος, κ. Τατσόπουλε, που παρομοιάσατε τη Βουλή με… αεροδρόμιο, χάνοντας και τον τύπο και την ουσία.
Και διορθώθηκε – χωρίς όμως κανένας από τους διαστρεβλωτές της πραγματικότητας να το πει.
Όπως αναφέρθηκε, «επίσης έγινε γνωστό ότι η κ. Βούλτεψη συναντήθηκε με τον κ. Μεϊμαράκη και του εξήγησε τις συνθήκες και τους λόγους του χθεσινού περιστατικού άρνησής της να περάσει από το μηχάνημα ελέγχου χειραποσκευών την τσάντα της. Μετά τη συζήτηση που είχαν το μηχάνημα αυτό μετακινήθηκε στο κέντρο της εισόδου ώστε να μην απαιτείται η φρουρά να δίνει ειδική εντολή ελέγχου στους βουλευτές».
Δηλαδή… ΞΕ-ΙΣΧΥΣΕ!
Μια παράγραφος που λέει και αυτά που… δεν θέλει να πει.
Μια τόση δα παράγραφος που αποδεικνύει την πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας – στον καιρό της υπερπληροφόρησης και της (λέμε τώρα) ελεύθερης πρόσβασης στις πληροφορίες…
Τελικά η τσάντα ήταν τόσο μεγάλη (και με τόσα πολλά χαρτιά) που έκρυψε την ωρολογιακή βόμβα…
elzoni.gr