«Η πλειοψηφία της Επιτροπής […] εύχεται όπως η επίκλησις του τελευταίου άρθρου
του Συντάγματος εύρη ηχώ εις τας ψυχάς των Ελλήνων. Η ευλάβεια προς τους
κανόνας του Συντάγματος, η αναστήλωσις του γοήτρου των κοινοβουλευτικών
θεσμών υφʼ ούς ηνδρώθη το νεώτερον Κράτος […], η αποκατάστασις του πνεύματος
της νομιμότητος ας αποτελέση κοινήν προσπάθειαν […] δια να γίνη δυνατόν η μεν
Χώρα να ευημερήση, η δε Φυλή ημών να συνεχίση τον δρόμον προς την ιστορικήν
της αποστολήν» (3 Απριλίου 1927).
Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν από 84 περίπου χρόνια, τότε που η, βρίθουσα σε
δικτατορικά κινήματα –βενιζελικά ή αντιβενιζελικά–, Δημοκρατία του 1924-1935
προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της και να περιβληθεί της νομιμότητας ενός
νέου Συνταγματικού πλαισίου, και αποτελεί το σχολιασμό που έκαναν τα μέλη
της Συντακτικής Επιτροπής σχετικά με τη σκοπιμότητα της προσθήκης – εκ νέου –
μιας ιστορικής φράσης στο υπό κατάρτιση Σύνταγμα. Έτσι, στο ακροτελεύτιο
άρθρο του Συντάγματος του 1927, που αποτελούσε επανάληψη των αντίστοιχων
άρθρων παλαιότερων Συνταγμάτων, ενσωματώθηκε η περιώνυμη φράση:
«
Η τήρησις του Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων».
Η Ελληνική πολιτική και συνταγματική ιστορία είναι κατακλυσμένη από γεγονότα
και πρακτικές, που αποτελούσαν, στο χρόνο της τέλεσής τους, κατάφορη
παραβίαση του εκάστοτε Καταστατικού χάρτη και που κάθε φορά οδηγούσαν τη
χώρα εκτός της δημοκρατικής της πορείας. Κάθε Συντακτική Εθνοσυνέλευση,
επειδή ήταν κοινή πεποίθηση πως αυτό που οδηγεί στην περιφρόνηση του
Συντάγματος είναι οι συνήθεις άνομες πρακτικές του ιδίου του πολιτικού
συστήματος, θέλησε, προσθέτοντας το ακροτελεύτιο άρθρο, να θέσει τον λαό
της πατρίδας μας προ των ευθυνών του, ανάλογα με την κρισιμότητα της
εκάστοτε πολιτικής ή κοινωνικής συγκυρίας. Και πράγματι υπήρξαν, στη σχετικά
μικρή πολιτική μας ιστορία, περίοδοι, όπου η ηγεσία της χώρας αγνόησε το
Σύνταγμα και βρήκε απέναντί της την μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, όπως
άλλωστε συνέβη κατά τη συνταγματική κρίση του 1965, με το σύνθημα «1-1-4»
(σ.σ. το ακροτελεύτιο άρθρο -114- του Συντάγματος του 1952) να κυριαρχεί στα
στόματα των διαδηλωτών.
Είναι ιστορικά παραδεκτό πως το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα συνοδεύτηκε από
συνταρακτικά γεγονότα, που συγκλόνισαν την ελληνική πραγματικότητα. Το κίνημα
στο Γουδί το 1909, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Αʼ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μικρασιατική
Καταστροφή, η δικτατορία, η Κατοχή και ο Εμφύλιος είναι μερικά χαρακτηριστικά
παραδείγματα απʼ το σύνολο των συμβάντων που απασχόλησαν τη σύγχρονη
ελληνική ιστορία.
Μετά την πτώση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών – η οποία ήταν απόρροια
της παραβίασης των συνταγματικών κανόνων κατά τα έτη 1965-1967 –, οι υγιείς
πολιτικές δυνάμεις της χώρας έκριναν πως η ιστορία βρίσκεται, ίσως για πρώτη φορά
το 1974, ενώπιον τους και ήταν η κατάλληλη στιγμή για τη θέσπιση και λειτουργία
ενός νέου δημοκρατικού πλαισίου, το οποίο θα εξασφάλιζε την ομαλή πορεία ενός
αβασίλευτου πολιτεύματος, νόμιμου και δημοκρατικού, που δεν θα είναι κάθε φορά
υποχείριο της εκάστοτε πολιτικής ή στρατιωτικής εξουσίας και θα διασφάλιζε για
την Ελλάδα όχι μόνο την ομαλότητα, αλλά και την στροφή της προς την ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση. Ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής, η ισχυρότερη και σημαντικότερη
προσωπικότητα του δευτέρου ημίσεως του 20ου αιώνα, έμελλε να είναι ο ηγέτης,
που θα οδηγούσε τη χώρα σε μια νέα ιστορική, δημοκρατική πορεία.
Στις
9 Ιουνίου 1975, ο προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Μιχαήλ Στασινόπουλος
υπέγραψε το νέο Σύνταγμα, το οποίο είχε ψηφιστεί δυο ημέρες νωρίτερα από τους
208 παρόντες βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας.
Το νεοϊδρυθέν ΠΑΣΟΚ τάχθηκε κατά του Συντάγματος, όπως και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Όμως, το
Ελληνικό Σύνταγμα του 1975, σύμφωνα με τις γνώμες πολλών συνταγματολόγων
και πολιτικών αναλυτών, ήταν –κατά την ψήφισή του– ένα απʼ τα πιο σύγχρονα
κείμενα στην γηραιά ήπειρο. Έκτοτε, το συνταγματικό πλαίσιο δεν τέθηκε ποτέ
υπό αμφισβήτηση από καμία πολιτική δύναμη ή Κυβέρνηση, καθώς όλοι ορκίζονταν
να το φυλάσσουν και να το υπηρετούν.
Με μεγάλη λύπη, όμως, διαπιστώνω πως σήμερα, 37 χρόνια μετά την ψήφιση του
Συντάγματος, η παραβίασή του από την πολιτική ηγεσία της πατρίδας μας είναι
κατάφορη. Στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, το ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεσία
του Γιώργου Παπανδρέου, αναδείχθηκε νικητής και σχημάτισε αυτοδύναμη
Κυβέρνηση, με την ψήφο των 160 (στη συνέχεια 156) βουλευτών του κόμματος.
Η χώρα βρισκόταν τότε μέσα στη δίνη μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που
ξεκίνησε από την κατάρρευση τραπεζικών κολοσσών και συμπαρέσυρε στο
πέρασμά της τις οικονομίες πολλών χωρών, σε παγκόσμια κλίμακα. Φυσικά, η
κρίση αυτή επηρέασε και την Ελλάδα, η οικονομία της οποίας –μετά από 37
χρόνια ομαλού δημοκρατικού βίου– είχε εκτροχιαστεί.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 αποτέλεσε την απαρχή μιας φθίνουσας
πορείας για την ελληνική οικονομία, κυρίως λόγω της υπερβολικής διόγκωσης του
δημοσίου τομέα από υπαλλήλους, αλλά και των συνακόλουθων αναγκών της χώρας
για χρήματα προκειμένου να καλυφθούν όλες οι ανάγκες του υπέρογκου Κράτους.
Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ήταν, φυσικά, ο –εσωτερικός ή
εξωτερικός– δανεισμός, μιας και τα έσοδα του Δημοσίου δεν μπορούσαν να
συντηρήσουν το υπερδιογκωμένο Κράτος. Απʼ το 1981 έως το 2009, με ευθύνη
και της Νέας Δημοκρατίας, η τελευταία Κυβέρνηση της οποίας έπρεπε να αντιδράσει
πιο άμεσα και πιο αποφασιστικά προς αποφυγήν του πλήρους εκτροχιασμού της
οικονομίας, το δημόσιο χρέος έβενε διαρκώς αυξανόμενο, με συνέπεια σήμερα
να ανέρχεται πλέον των 350 δις ευρώ. Η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που επί 8μηνο
αρνιόταν την πραγματικότητα της οικονομίας και «χάιδευε τα αφτιά» των Ελλήνων
με τις αλησμόνητες φράσεις «Λεφτά υπάρχουν» και «μόνος υπεύθυνος της
κατάστασης είναι η επάρατη Δεξιά», οδήγησε τη χώρα στο ολοκληρωτικό
οικονομικό αδιέξοδο. Και ενώ ο Γιώργος Παπανδρέου αναφωνούσε «Απεταξάμην»,
όποτε άκουγε σχετικές ερωτήσεις για υπαγωγή της χώρας στο Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο, έκπληκτοι τον άκουσαν οι Έλληνες, τον Μάιο του 2010, να νιώθει
υπερήφανος που εξασφάλισε η Κυβέρνησή του το μεγαλύτερο δάνειο (110 δις)
που έλαβε ποτέ χώρα της Ευρώπης! Φυσικά, με δανειστή το Δ.Ν.Τ.,
συνεπικουρούμενο από τους «φίλους εταίρους» μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σκοπός μου, όμως, δεν είναι να αναλύσω το γιατί η Ελλάδα υπήχθη στο Δ.Ν.Τ., αλλά
να καταδείξω ότι η ενσωμάτωση του περίφημου «Μνημονίου» στην ελληνική
έννομη τάξη έγινε κατά παράβαση του Συντάγματος. Το δε χείριστο για μένα είναι
πως παραβίασε το Σύνταγμα και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που είναι
–συνταγματικά και διαχρονικά– ο θεματοφύλακας της εφαρμογής του.
Σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος «
οι γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, ως και αι διεθνείς συμβάσεις από της επικυρώσεως αυτών δια νόμου και της θέσεως αυτών εν ισχύϊ, αποτελούν αναπόσπαστον μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου, υπερισχύουν δε πάσης αντιθέτου διατάξεως νόμου. […] Προς ψήφισιν του κυρούντος την συνθήκην ή συμφωνίαν νόμου απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών».
Το Μνημόνιο που υπέγραψε το ΠΑΣΟΚ με το Δ.Ν.Τ. δεν είναι τίποτα άλλο από μια
διεθνή σύμβαση δανεισμού της Ελλάδας, η οποία έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 28,
να περιβληθεί τον τύπο του νομοσχεδίου και να περάσει απʼ την Ολομέλεια της
Βουλής, η οποία είναι η μόνη που εξουσιοδοτείται από το Σύνταγμα να ψηφίζει
νομοσχέδια (άρθρα 70 και 72), προς ψήφιση. Και επειδή πρόκειται για σύμβαση,
για να ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο και να ισχύσει, έπρεπε να ψηφιστεί από
180 βουλευτές της Ολομέλειας, άλλως ο νόμος δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος
του δικαίου μας. Κατά παράβαση, όμως, του Συντάγματος, η Κυβέρνηση του
ΠΑΣΟΚ έφερε στη Βουλή προς κύρωση τη σύμβαση και απαίτησε μόνο 151
ψήφους, προκειμένου να ψηφιστεί το εν λόγω νομοσχέδιο. Το δε πρωτότυπο
κείμενο της δανειακής σύμβασης, όπως καταγγέλλουν οι βουλευτές των άλλων
κομμάτων, δεν έχει καν κατατεθεί προς ενημέρωση της Βουλής.
Το αποκορύφωμα, όμως, της καταπάτησης του Συντάγματος ήταν η
εξουσιοδότηση που παρείχαν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, την επόμενη μέρα της
ψήφισης του Μνημονίου, στον εκάστοτε Υπουργό των Οικονομικών – εν
προκειμένου στο Γιώργο Παπακωνσταντίνου – να υπογράφει κάθε νέα ή
αναθεωρημένη δανειακή σύμβαση και να δεσμεύει τη χώρα με μόνη την
υπογραφή του! Το Σύνταγμα προβλέπει πως μόνο η Βουλή έχει αυτή την
αρμοδιότητα και δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σε κανένα πολιτικό πρόσωπο,
όποια θέση ευθύνης κι αν κατέχει.
Για να ενταχθούν, εν τέλει, στην ελληνική νομοθεσία, τόσο το Μνημόνιο, όσο και η
παρασχεθείσα εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών, πρέπει να περάσουν και
από τον θεματοφύλακα του πολιτεύματος, που δεν είναι άλλος απʼ τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας, ο οποίος, αφού υπογράψει, δημοσιεύει τους νόμους στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 42). Μετά την αναθεώρηση που έκανε το
ΠΑΣΟΚ στο Σύνταγμα το 1986, θέλοντας για μικροκομματικούς λόγους να
περικόψει τις αρμοδιότητες του Κ. Καραμανλή, που ήταν τότε Πρόεδρος της
Δημοκρατίας, αφαίρεσε απʼ τον εκάστοτε Πρόεδρο τη δυνατότητα κύρωσης των
νόμων, δηλαδή τη δυνατότητα άσκησης ελέγχου σκοπιμότητας επί των
ψηφισμένων νομοσχεδίων στη Βουλή. Πλέον, ο Πρόεδρος μπορεί να ασκεί επί
των νόμων μόνο έλεγχο νομιμότητας, δηλαδή να ελέγχει κάθε φορά αν ο νόμος
που του προσκομίζεται για υπογραφή, ψηφίστηκε σύμφωνα με τις προβλέψεις
και τις προθεσμίες του Συντάγματος. Όποτε διαπιστώνει παραβίαση των κανόνων
αυτών,
ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ να αναπέμψει το νομοσχέδιο
στη Βουλή (άρθρο 42, παρ. 1).
Ο σημερινός Πρόεδρος Κάρολος Παπούλιας, ο οποίος είχε διατελέσει Υπουργός
στις Κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και αναδείχθηκε στο αξίωμα μετά από
πρόταση του Κ. Καραμανλή το 2005, αγνόησε τις ρυθμίσεις του Συντάγματος, το
οποίο απαιτεί, όπως αναφέρθηκε, 180 ψήφους και υπέγραψε τα νομοθετήματα
του ΠΑΣΟΚ και τα δημοσίευσε στο Φ.Ε.Κ. Όφειλε να αναπέμψει το Μνημόνιο στη
Βουλή και να ακολουθηθεί η πρόβλεψη του άρθρου 42 παρ. 2 και αν ο
Κ. Παπούλιας διαπίστωνε πως η Κυβέρνηση επιμένει στην παραβίαση των
κανόνων της συντεταγμένης Πολιτείας,
έπρεπε να μην το υπογράψει και να υποβάλλει την παραίτησή του, υπερασπιζόμενος εκ θέσεως το Σύνταγμα και
όχι το κόμμα του οποίου υπήρξε βουλευτής. Άλλωστε, ο Καταστατικός χάρτης
θέτει και θέλει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πάνω και πέρα από κάθε κομματική
εξάρτηση.
Ύστερα δε από ένα χρόνο εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, με
την κατάσταση να βαίνει διαρκώς απʼ το κακό στο χειρότερο, ο Κ. Παπούλιας
συγκάλεσε, προ τριών ημερών και ύστερα από πρόταση του Γ. Παπανδρέου που
εκλιπαρεί τώρα για συναίνεση τα κόμματα, το άτυπο Συμβούλιο των πολιτικών
αρχηγών, προκειμένου – υποτίθεται – να εξευρεθεί μια λύση στο μείζον πολιτικό
πρόβλημα που υφίσταται στη χώρα. Αντί να θέσει τον Πρωθυπουργό προ των
ευθυνών του και να του ζητήσει ή να διορθώσει την οικονομική και κοινωνική
του πολιτική προς όφελος της χώρας ή να παραιτηθεί, προτίμησε να κάνει
υποδείξεις στην αντιπολίτευση, προτρέποντάς τους ηγέτες της να συναινέσουν
στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ, η οποία είναι «μονόδρομος για την έξοδο της χώρας
από την κρίση», όπως επαναλαμβάνει μονότονα και κουραστικά ο Κυβερνητικός
εκπρόσωπος και ορισμένοι «πρόθυμοι» δημοσιογράφοι.
Αποστολή του Κάρολου Παπούλια δεν είναι η παροχή στήριξης στην Κυβέρνηση
του ΠΑΣΟΚ, ούτε η στοχοποίηση όσων δεν «ακούν» τις φωνές του απελπισμένου
Πρωθυπουργού για συναίνεση στην πολιτική της οικονομικής εξαθλίωσης των
Ελλήνων. Όταν ο Κώστας Καραμανλής, παρά τα λάθη και τις παραλείψεις του,
είχε προειδοποιήσει για την τρικυμία που ερχόταν, η απάντηση της «υπεύθυνης»
αντιπολίτευσης ήταν «Όχι σε όλα». Σήμερα, με την τρικυμία αυτή να έχει χτυπήσει
πια την Ελλάδα, Παπανδρέου και Παπούλιας ψάχνουν συναίνεση απʼ τα άλλα
κόμματα, προκειμένου να μην βουλιάξει – εκλογικά ή κοινωνικά δεν έχει σημασία –
το ΠΑΣΟΚ και μαζί μʼ αυτό όλο το σύστημα που εγκαθιδρύθηκε απʼ το 1981
στην «δημοκρατική Ελλάδα», απʼ τη «μεγάλη δημοκρατική παράταξη».
Η ιστορία κρίνει συνεχώς και κρίνει αμείλικτα και αυστηρά τους πάντες. Ούτε ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ούτε η Κυβέρνηση θα ξεφύγουν απʼ την ιστορική κρίση.
Ο Ελληνικός λαός, ένας λαός με μακρά διαδρομή και μεγάλη ιστορία, έχει
δοκιμαστεί αρκετά κατά τη διάρκεια της πορείας του και είναι βέβαιο πως ήλπιζε
ότι η έκπτωση της μοναρχίας και ο περιορισμός των Ενόπλων Δυνάμεων στο
συνταγματικό τους ρόλο, θα έδιναν στη χώρα την πρώτη αληθινή και
ισχυρότερη δημοκρατική περίοδο που γνώρισε. Αντί όλων αυτών, η έννοια
της δημοκρατίας και της έννομης τάξης στην Ελλάδα είναι πια σχετική, με την
ατιμωρησία και την ανομία να κυριαρχούν σε κάθε τομέα της κοινωνικής και
πολιτικής ζωής. Και την μία και μοναδική φορά, από το 1975 έως σήμερα, που
ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χρειάστηκε να βγει απʼ το καβούκι του Προεδρικού
Μεγάρου και να αντιταχθεί στην πρακτική της καταπάτησης και της περιφρόνησης
του Συντάγματος απʼ τη… σοσιαλιστική Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αδιαφόρησε και
περιορίστηκε μόνο στη στήριξη της πρότασης του Γιώργου Παπανδρέου για
συναίνεση.
«
Συναίνεση σε τι;» είναι το κρίσιμο ερώτημα, που θα κληθεί να απαντήσει ο
ιστορικός του μέλλοντος.
Περίλυπος για την πολιτική κατάσταση όντας, πιστεύω παρʼ όλα αυτά πως οι
Έλληνες μόνο πρόσκαιρα ξεχνούν. Ξέρουν να υπερασπίζονται και τη δημοκρατία
και την ελευθερία τους, όπως έχουν αποδείξει κατά τη διάρκεια της μακραίωνης
ιστορίας τους. Για όσους, όμως, έχουν «ασθενή μνήμη», το άρθρο 120 είναι
διατυπωμένο έτσι ώστε να μας θυμίζει πάντα πως «
η τήρησις του Συντάγματος επαφίεται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων».