ΠΗΓΗ : TA NEA/ Του Δημήτρη Ν. Μανιάτη
Η ελληνική ύπαιθρος γιορτάζει ακόμη στα πανηγύρια. Διοργανώνονται κυρίως τον Δεκαπενταύγουστο, διατηρούν την παράδοση παρά τις δυσκολίες των καιρών, έχουν τους κανόνες τους, τους θρύλους και τους αστέρες τους-που έχουν γεμάτο το καρνέ τους μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Αλλωστε, δεν είναι λίγα τα σημαντικά ονόματα του σημερινού ελληνικού τραγουδιού που πέρασαν από τη... μεγάλη των πανηγυριών σχολή, έχουν θητεία στα πατάρια και οδοιπορικά σε όλη την Ελλάδα
Μια φορά και έναν καιρό υπήρχαν τα πανηγύρια, όπου η μουσική ήταν ταυτισμένη με μια μορφή ιερουργίας. Αφορμή πάντα είχαν τον εορτασμό του εκάστοτε αγίου, η «μάχη» των πανηγυριών κλιμακωνόταν κατά την περίοδο μεταξύ της γιορτής του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου, οι τραγουδιστές αμείβονταν με «χαρτούρα» (δηλαδή όχι με μεροκάματο αλλά με φιλοδώρημα) και διοργανώνονταν από τα καφενεία στην πλατεία του χωριού. «Με τη χαρτούρα αναγνωριζόταν ο καλλιτέχνης απ΄ ευθείας απ΄ τον λαό. Αμειβόταν η ικανότητα του οργανοπαίχτη να αγγίξει την ψυχή του χορευτή», εξηγεί ο τραγουδιστής Δημήτρης Κοντογιάννης από τη Δαύλεια Βοιωτίας που έχει θητεύσει στα πανηγύρια από 14 ετών. «Τότε ο πληθυσμός είχε βιωματική σχέση με τον χορό, ο χορευτής απειλούσε τον ατζαμή καλλιτέχνη με τα μάτια, οι Ελληνες ήξεραν τον ρυθμικό κανόνα», προσθέτει χαράζοντας τις γραμμές μιας τοιχογραφίας με αρχή, μέση και τέλος.
Ακόμη και ο χορός είχε τη σημειολογία του. «Ο κόσμος ήξερε να χορεύει ομαδικά, εξ άλλου οι κυκλικοί χοροί γεννήθηκαν στην Ελλάδα και συμβολίζουν μια κοινότητα δημοκρατική. Ο πρώτος χορευτής δείχνει το ταμπεραμέντο του, την ιδιωτική του προσέγγιση. Μετά πηγαίνει τελευταίος και ξαναστηρίζει την ομάδα του χορού, την κοινότητα», σημειώνει ο κ. Κοντογιάννης.
Η «καρδιά» των μεγάλων πανηγυριών χτυπούσε σε Ηπειρο, Αιτωλοακαρνανία, Παρνασσό.
Οι προπολεμικοί σταρ ήταν οι Γιώργος Παπασιδέρης, Γιώργος Μεϊντανάς, Κώστας Ρούκουνας, Γεωργία Μητάκη και άλλοι, ενώ τα μεγάλα κλαρίνα ήταν οι Γιαούζος, Φουσκομπούκας, Κοκοντίνης, Μπατζής και Βασιλόπουλος. Τη δεκαετία ΄50-΄60 το είδος γνώρισε άνθηση και τα μεγάλα ονόματα στο τραγούδι ήταν οι Τάκης Καρναβάς, Ανδρέας Τσαούσης, Κώστας Σκαφίδας, Αλέκος Κιτσάκης, Δημήτρης Ζάχος, Στάθης Κάβουρας, Σοφία Κολλητήρη, Τασία Βέρρα, Φιλιώ Πυργάκη. Στο κλαρίνο οι Βασίλης Σαλέας, Τάσος Χαλκιάς, Παναγιώτης Κοκοντίνης, Γιάννης Βασιλόπουλος, Βαγγέλης και Βασίλης Σούκας και στο βιολί ο Γιώργος Κόρος. Μάλιστα, η ιεροτελεστία ήταν δεδομένη. «Οι παρέες έπαιρναν νούμερο σειράς για τον χορό», θυμάται η τραγουδίστρια Σοφία Κολλητήρη, ενώ προσθέτει πως τα «δυνατά» πανηγύρια ήταν στην Αττικοβοιωτία αλλά και στην Αιτωλοακαρνανία (και ειδικότερα στα χωριά του Ξηρομέρου, όπου κυριαρχούσε ο τραγουδιστής Τάκης Καρναβάς).
ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
«Το “σύστημα” τότε ήθελε μία ζυγιά (κομπανία) σε ένα καφενείο και μία στο απέναντι. Χωρίς μικρόφωνα, μόνο κλαρίνο, βιολί, σαντούρι, λαούτο και- λίγο μετά- κιθάρα. Τα πανηγύρια κρατούσαν δύο ημέρες. Την παραμονή παίζαμε στα καφενεία, την άλλη ημέρα αμέσως μετά την εκκλησία και το απόγευμα στην πλατεία (στον «γενικό χορό»), ενώ σχηματίζαμε κοινό ταμείο. Μεροκάματο ήταν η χαρτούρα, αν και υπήρχαν και κόντρες. Οταν μάλιστα δεν συνεννοούμασταν, έβλεπες στην ίδια πλατεία δύο ή και τρεις κομπανίες!», θυμάται χαμογελώντας ένας βετεράνος των πανηγυριών, ο κιθαρίστας Κώστας Πίτσος. «Υπήρχε σειρά χορού, ενώ όπως έλεγε ο Κοκοντίνης: “οι μουσικοί ήταν κατά τόπους”. Ο Κοκοντίνης ήταν “θεός” στη Θήβα. Στο Ξηρόμερο λάτρευαν τον Καρναβά και στην Ηπειρο τον Τάσο Χαλκιά και το συγκρότημά του. Σήμερα οι Αρβανίτες λατρεύουν τον Γιώργο Κόρο, τηΒάσω Χατζή, τη Σοφία Κολλητήρη και τον Κώστα Σκαφίδα, ενώ στην Πελοπόννησο τη Φιλιώ Πυργάκη. Ανάλογα με το πού θα πηγαίναμε, παίρναμε τα ανάλογα κλαρίνα και τους τραγουδιστές» εξηγεί ο κ. Πίτσος, ενώ διευκρινίζει ότι ο κάθε τόπος καθόριζε (και εν μέρει ακόμη) τον μουσικό τρόπο. «Οταν παίζεις το “Παπάκι”, το πράττεις με άλλη ρυθμική, ανάλογα με το μέρος. Στο Ξηρόμερο, ας πούμε, το παίζεις πιο αργά», προσθέτει.
Κι αν για δεκαετίες τα πανηγύρια είχαν τη θέση της γιορταστικής συνάθροισης ανθρώπων με κώδικες, με τα χρόνια μετασχηματίστηκαν. «Εχει αλλάξει πολύ το πανηγύρι. Το κάποτε ευγενές ποτό (η σαμπάνια) μπήκε στα χωράφια. Σήμερα τα πανηγύρια γίνονται από τα μαγαζιά, τους πολιτιστικούς συλλόγους και τις ποδοσφαιρικές ομάδες. Τώρα πια είναι ζήτημα να παίξουμε πέντε τσάμικα. Τα υπόλοιπα είναι τσιφτετέλια και συρτορούμπες», αναφέρει ο κ. Πίτσος και τοποθετεί τη μεταβολή κατά την τελευταία εικοσαετία. «Το πανηγύρι έχει υποβιβαστεί σε εκτόνωση, δεν είναι πια πεδίο συγκίνησης. Εχουν χαθεί τα κατά τόπους χορευτικά και μουσικά ιδιώματα. Τώρα πια βλέπεις και κακούς χορευτές. Δεν φταίνε τα σημερινά παιδιά, πάντως. Διακόπηκε η προφορική παράδοση και έπαιξε τον ρόλο της η τηλεόραση και το σταρ σύστεμ», προσθέτει ο κ. Κοντογιάννης. Βεβαίως πανηγύρια συνεχίζουν να γίνονται, ο κόσμος τα προτιμάει (αν και για χαρτούρα ούτε κουβέντα), ο «Σελήμπεης» ή το «Μαραίνομ΄ ο καημένος» συνεχίζουν να συγκινούν στο άκουσμά τους, μουσικοί και τραγουδιστές ακόμη αποθεώνονται, τίποτε όμως δεν είναι όπως παλιά.
«Ο κόσμος είναι πιο συγκρατημένος. Μεγάλη κατανάλωση είχαμε πάντα στα πανηγύρια στα αρβανιτοχώρια της Θήβας. Τώρα λειτουργεί πολύ το “ψαλίδι” (όταν κάνει κάποιος μεγάλο λογαριασμό σε λουλούδια, του γίνεται έκπτωση)» εξηγεί η Δώρα Πετράκη, που διατηρεί επιχείρηση με λουλούδια και προμηθεύει πανηγύρια της υπαίθρου αλλά και κέντρα την τελευταία δεκαετία. Οι κανόνες δεν υπάρχουν πια, όμως η συνταγή για πετυχημένο πανηγύρι τηρείται: «Το πανηγύρι είναι μια αλυσίδα πραγμάτων: σωστό φαγητό (αρνί σούβλας), σέρβις, προσιτές τιμές, σωστά σχήματα καλλιτεχνών», διευκρινίζει ο Βαγγέλης Κασελίμης, που οργανώνει πανηγύρια τα τελευταία 10 χρόνια. «Τα πράγματα είναι δύσκολα με την κρίση. Σήμερα, που το σκηνικό του πανηγυριού θυμίζει όλο και περισσότερο απόπειρα να «μετακομίσουν» για μια βραδιά τα σκυλάδικα στην ύπαιθρο (ο μοναδικός δίαυλος ενημέρωσης είναι το ραδιοφωνικός σταθμός του Βlackman και οι αφίσες στην Εθνική Οδό), που η ορχήστρα έχει μετασχηματιστεί και οι καλοί χορευτές λιγοστεύουν, είναι πράξη υψηλής αισθητικής η παρουσία παλιών θρύλων στο πατάρι, η προσήλωση στο δημοτικό ρεπερτόριο, αλλά και οι πρώτες πρωινές ώρες μέσα σε κάποιο οικόπεδο ή στην πλατεία του χωριού (στη Ρούμελη, την Ηπειρο, την Πελοπόννησο), όπου τα λαμπάκια παραμένουν αναμμένα, οι μουσικοί παίζουν πιο αργά, τα κιβώτια της μπίρας έχουν αδειάσει και όλοι έχουν ξορκίσει (έστω και για λίγο) την καθημερινότητα της πόλης.
ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΘΡΥΛΟΙ
«Πανηγύρια δεν γίνονται όπως παλιότερα. Τώρα όλα κινούνται σε διαφορετικό στυλ. Ειδικά με την κρίση, οι δουλειές είναι σπασμένες. Τα διοργανώνουν πλέον οι σύλλογοι και οι δήμοι, ενώ τη θέση τους παίρνουν οι συναυλίες. Εγώ πηγαίνω επιλεκτικά. Η ύπαιθρος πάντως διψάει, με παίρνουν από παντού και με καλούν», », διαπιστώνει ένα όνομα-θρύλος των πανηγυριών και του δημοτικού τραγουδιού, η Σοφία Κολλητήρη, που η διαδρομή της γεμίζει βιβλία αφού γυρίζει την Ελλάδα εδώ και 50 χρόνια. «Θυμάμαι ακόμη το πρώτο μου πανηγύρι. Ηταν στον Αγιο Σπυρίδωνα Φωκίδας, στις 12 Δεκεμβρίου, όπου πήγα για να βγάλω το ψωμί μου αφού ήμασταν πολύτεκνη οικογένεια. Πήγα με έναν θείο μου που έπαιζε σαντούρι, αφού ο πατέρας μου δεν με άφηνε», θυμάται η κ. Κολλητήρη. Ενα άλλο «ιερό» πρόσωπο των πανηγυριών είναι η Τασία Βέρρα. «Δεν πάω πια. Δεν ακούνε οι μουσικοί τον τραγουδιστή, κυριαρχούν τα μηχανήματα. Δεν ακούς τι λες», μου λέει. «Το πατάρι υπήρξε το... ιερό μου. Τα έχω ζήσει όλα. Πριν από 15 χρόνια, σε πανηγύρι στο Αιτωλικό Μεσολογγίου, ήταν μια ωραία παρέα ηλικιωμένων, χόρευαν, πλήρωναν καλά. Ενας από αυτούς, ξαφνικά, όπως χόρευε έχασε το χρώμα του. Πέθανε! Τρελάθηκα», θυμάται η κ. Βέρρα. «Πρώτο μου πανηγύρι ήταν το 1956 στην Ναύπακτο (12 ετών!) με Βασίλη Σαλέα, Φάνη Λαβίδα και την αδελφή μου, τη Φρόσω. Μερικά “ζόρικα” που θυμάμαι ήταν στις Φαρές Αχαΐας (20 Ιουλίου), στην Πεντάλοφο Αγρινίου και στη Ναύ πακτο. Πολλοί γλεντζέδες ήταν στα αρβανιτοχώρια της Θήβας. Εκεί έδινα τον εαυτό μου. Πλήρωναν αδρά και τρελαίνονταν όταν έλεγα τα κλέφτικα. Στον Αγιο Θωμά Θήβας μια φορά πήγε πρωί και δεν έφευγε ο κόσμος. “Ρε παιδιά έχω στούντιο”, τίποτε! Τα “τυχερά” πάντως ήταν πολλά. Θυμάμαι 40.000 δρχ. το 1965, στον Αγιο Θωμά Θήβας. Τώρα πια ο χορός είναι ελεύθερος, βλέπεις 1.000 άτομα και είναι μουδιασμένα», προσθέτει.
Η Γιώτα Γρίβα, από την άλλη, ανήκει στις νέες δυνάμεις του δημοτικού και των πανηγυριών. Αρχισε το 2002 με τον κλαρινιτζή Πετρολούκα Χαλκιά και τον Αντώνη Κυρίτση. Είναι γεννημένη στη Βουλγαρία και έχει σαρακατσάνικη καταγωγή. «Μέχρι τις 14 Σεπτεμβρίου είμαι κλεισμένη να πηγαίνω σε πανηγύρια. Μπορεί να μην υπάρχει μεγάλη κατανάλωση, αλλά βλέπω καλή ανταπόκριση. Θυμίζουν όλο και περισσότερο συναυλίες, χάνεται η παλιά δομή με τη σειρά του χορού, τώρα η πίστα είναι ελεύθερη. Κάποια κρατάνε πάντως, όπως στα Τριπόταμα Αχαΐας που είναι τριήμερο», εξηγεί στα «ΝΕΑ». «Το πρώτο μου πανηγύρι ήταν στο Κρυεκούκι, του Ευαγγελισμού το 1956 και ήμουν 17 ετών. Δούλευα σε κουρείο και έβγαλα σε εκείνο το πανηγύρι όσα λεφτά έβγαζα στο κουρείο σε δύο μήνες», θυμάται ο τραγουδιστής Κώστας Σκαφίδας, με 55 χρόνια στο τραγούδι και καταγωγή από τη Λαμία.
«ΣΑΝ ΑΡΚΟΥΔΕΣ»
«Παλιά τα πανηγύρια γίνονταν από τα καφενεία του χωριού. Είχαν υποχρέωση να βάλουν ζυγιά (συγκρότημα). Ο κόσμος άκουγε, ζητούσαν σειρά χορού. Χαρτούρα είχαμε πολλή στα Μεσόγεια και στα αρβανιτοχώρια. Μεγάλωσα πέντε παιδιά από τη δουλειά. Τότε αμειβόσουν υλικά και συναισθηματικά. Χαιρόμασταν τον πελάτη.
Θυμάμαι εμποροπανήγυρη στη Λιβαδειά ή στην Εύβοια, όπου τραγουδούσαμε ολόκληρες ημέρες. Εγώ κατάργησα το τραγούδι της ημέρας, με ζήτησαν σε ένα πανηγύρι του Αγίου Σεραφείμ στη Λαμία και δέχθηκα να πάω μόνο βράδυ», λέει. Σήμερα; «Πάω επιλεκτικά. Εχουν αλλάξει πολύ. Τώρα σηκώνονται και χορεύουν σαν αρκούδες, σπανίζουν οι μερακλήδες. Φέτος υπάρχει πτώση τουλάχιστον 40% σε μεροκάματα. Οι δήμοι έχουν υποχρέωση να πάρουν πάνω τους τα πανηγύρια».