«Εκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο,
κρύο νερό η αρχοντοθυγατέρα,
οπούχε από τη δύναμη
στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ως περιστέρα,
που η όψη της σαν της βραδιάς το λάμπο,
έδειχνε διάφωτη της Παρθενιάς τη φλόγα,
Κι απ τη σφιχτή της ντυμασιά
στα στήθη της τα αμάλαγα
Χωριζ ολόρτη η ρόγα,
Που ομπρός από το μέτωπο
σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
Πλεμένα είχε σηκώσει»
Η μορφή της μητέρας είναι ένα από τα βασικά θέματα στην ποίηση του ¨Αγγελου Σικελιανού, όπως και η μορφή της γυναίκας, γενικώς.
Η ερωτική της εκδοχή κορυφώνεται στο ποίημα «Θαλερό» και στη φιγούρα της αρχοντοθυγατέρας, μιας κόρης που πραγματικά γνώρισε ο ποιητής, σε ένα ταξίδι του στη Σικυώνα, το 1915. Αρχοντοθυγατέρα είναι η νεαρή Μαρία Παύλου που έβλεπε συχνά τον Σικελιανό και τη γυναίκα του Εύα, να φτάνουν στο Θαλερό, ένα μικρό χωριό της Κορινθίας, συνοδευόμενοι και από άλλες κοπέλες των καλύτερων οικογενειών της περιοχής. Οταν η μικρή, δεκαεξάχρονη τότε, Μαρία θα λάβει από κάποιον γνωστό την τοπική εφημερίδα με το ποίημα του Σικελιανού και τους στίχους που την αφορούν σπεύδει να σκίσει τη σελίδα, κυριευμένη από φόβο μήπως ο πατέρας της διαβάσει την τολμηρή αναφορά.