Twitter@EmOikonomidis
Για μια ολόκληρη γενιά Κεντροδεξιών πολιτών (τη Γενιά που είδε το Τείχος να γκρεμίζεται), αλλά και για μια πλατιά κοινωνική πλειοψηφία Ελλήνων που είχαν κουραστεί να ταυτίζουν την εθνική διαδρομή μιας περήφανης και ιστορικά ζηλευτής χώρας με το “σύστημα ΠΑΣΟΚ”, το σχετικό ερώτημα προκαλεί τη μνήμη να θυμηθεί:
Πού ήταν ο καθένας τους το βράδυ της 7ης Μαρτίου του 2004, της Κυριακής των εθνικών εκλογών της “πολιτικής αλλαγής”, τότε που ο Κώστας Καραμανλής έπαιρνε εντολή ανατροπής, ακόμη και από τους πολίτες που δεν τον είχαν ψηφίσει, για να αποκαταστήσει την εθνική αξιοπρέπεια, και να κεφαλαιοποιήσει μια εθνική αυτοπεποίθηση που ήδη… κάλπαζε, πριν από τις αθλητικές επιτυχίες του ποδοσφαιρικού Euro και των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Ο επίγονος μιας πολιτικής δυναστείας που μέσω του Εθνάρχη Κωνσταντίνου Καραμανλή απέδειξε ότι τούτος ο λαός μπορεί να τιθασσευτεί, έστω προσωρινά, έστω σε πείσμα των παθών και της ακατανίκητης ροπής του προς το εφήμερο και το επιφανειακό, και να διαψεύσει τις πιθανότητες που είναι συνήθως σε βάρος του, εξαιτίας του δικού του, κακού εαυτού του, ερχόταν στην εξουσία με περίσσευμα προσδοκιών.
Και με μια προσωπική αποδοχή (ή ανοχή), που σε επίπεδο δημοφιλίας και συμπάθειας διαπερνούσε οριζόντια τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, ως η πλέον ηχηρή επικαιροποίηση της Θεωρίας της Τριγωνοποίησης με την οποία ο Μπιλ Κλίντον επέβαλε στη μόνη υπερδύναμη που επεβίωσε από τον Ψυχρό Πόλεμο μια πρωτοφανή πολιτική ηγεμονία, στηριζόμενη στην απόλυτη κυριαρχία του στον ιδεολογικά ανήσυχο μεσαίο χώρο. Εκεί όπου από το 1992 και τις ΗΠΑ μέχρι και σήμερα, κρίθηκε κάθε μεγάλη πολιτική μάχη που δόθηκε σε όλες τις ηγέτιδες χώρες του πλανήτη: Στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία. Παντού.
Δέκα χρόνια μετά, η ανάμνηση εκείνης της επικράτησης του Κώστα Καραμανλή σκανδαλίζει την ιστορική μνήμη για τη μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε. Για την πολιτική αλλαγή που σκόνταψε. Για την Ελλάδα που μπορούσε να αλλάξει, αλλά δεν τα κατάφερε. Επειδή δεν πρόλαβε. Επειδή δεν την άφησαν. Επειδή συμβιβάστηκε. Και στο τέλος αφέθηκε στη λαίλαπα του (εκδικητικού) λαϊκισμού, για να οδηγηθεί στην εθνική χρεοκοπία.
Το 2004 ήταν το tipping point ενός ολόκληρου λαού. Και η άκρη που λείπει από το νήμα που κόπηκε. Δέκα χρόνια μετά, δεν υπάρχουν περιθώρια για μελαγχολικές αναδρομές στη μνήμη. Παρά μόνο πείσμα.
Ώστε η επόμενη Ελλάδα, η Ελλάδα που ο διάδοχος του Κώστα Καραμανλή στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας Αντώνης Σαμαράς κράτησε εντός ευρωπαϊκής οικογένειας, να “επιστρέψει”.
Ο Μπαράκ Ομπάμα, έστω και ως κακέκτυπο της ιδεολογικής ηγεμονίας του Μπιλ Κλίντον, δεν θα μπορούσε να το διατυπώσει καλύτερα: We’ve come too far, to turn back now…
Για μια ολόκληρη γενιά Κεντροδεξιών πολιτών (τη Γενιά που είδε το Τείχος να γκρεμίζεται), αλλά και για μια πλατιά κοινωνική πλειοψηφία Ελλήνων που είχαν κουραστεί να ταυτίζουν την εθνική διαδρομή μιας περήφανης και ιστορικά ζηλευτής χώρας με το “σύστημα ΠΑΣΟΚ”, το σχετικό ερώτημα προκαλεί τη μνήμη να θυμηθεί:
Πού ήταν ο καθένας τους το βράδυ της 7ης Μαρτίου του 2004, της Κυριακής των εθνικών εκλογών της “πολιτικής αλλαγής”, τότε που ο Κώστας Καραμανλής έπαιρνε εντολή ανατροπής, ακόμη και από τους πολίτες που δεν τον είχαν ψηφίσει, για να αποκαταστήσει την εθνική αξιοπρέπεια, και να κεφαλαιοποιήσει μια εθνική αυτοπεποίθηση που ήδη… κάλπαζε, πριν από τις αθλητικές επιτυχίες του ποδοσφαιρικού Euro και των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Ο επίγονος μιας πολιτικής δυναστείας που μέσω του Εθνάρχη Κωνσταντίνου Καραμανλή απέδειξε ότι τούτος ο λαός μπορεί να τιθασσευτεί, έστω προσωρινά, έστω σε πείσμα των παθών και της ακατανίκητης ροπής του προς το εφήμερο και το επιφανειακό, και να διαψεύσει τις πιθανότητες που είναι συνήθως σε βάρος του, εξαιτίας του δικού του, κακού εαυτού του, ερχόταν στην εξουσία με περίσσευμα προσδοκιών.
Και με μια προσωπική αποδοχή (ή ανοχή), που σε επίπεδο δημοφιλίας και συμπάθειας διαπερνούσε οριζόντια τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, ως η πλέον ηχηρή επικαιροποίηση της Θεωρίας της Τριγωνοποίησης με την οποία ο Μπιλ Κλίντον επέβαλε στη μόνη υπερδύναμη που επεβίωσε από τον Ψυχρό Πόλεμο μια πρωτοφανή πολιτική ηγεμονία, στηριζόμενη στην απόλυτη κυριαρχία του στον ιδεολογικά ανήσυχο μεσαίο χώρο. Εκεί όπου από το 1992 και τις ΗΠΑ μέχρι και σήμερα, κρίθηκε κάθε μεγάλη πολιτική μάχη που δόθηκε σε όλες τις ηγέτιδες χώρες του πλανήτη: Στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία. Παντού.
Δέκα χρόνια μετά, η ανάμνηση εκείνης της επικράτησης του Κώστα Καραμανλή σκανδαλίζει την ιστορική μνήμη για τη μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε. Για την πολιτική αλλαγή που σκόνταψε. Για την Ελλάδα που μπορούσε να αλλάξει, αλλά δεν τα κατάφερε. Επειδή δεν πρόλαβε. Επειδή δεν την άφησαν. Επειδή συμβιβάστηκε. Και στο τέλος αφέθηκε στη λαίλαπα του (εκδικητικού) λαϊκισμού, για να οδηγηθεί στην εθνική χρεοκοπία.
Το 2004 ήταν το tipping point ενός ολόκληρου λαού. Και η άκρη που λείπει από το νήμα που κόπηκε. Δέκα χρόνια μετά, δεν υπάρχουν περιθώρια για μελαγχολικές αναδρομές στη μνήμη. Παρά μόνο πείσμα.
Ώστε η επόμενη Ελλάδα, η Ελλάδα που ο διάδοχος του Κώστα Καραμανλή στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας Αντώνης Σαμαράς κράτησε εντός ευρωπαϊκής οικογένειας, να “επιστρέψει”.
Ο Μπαράκ Ομπάμα, έστω και ως κακέκτυπο της ιδεολογικής ηγεμονίας του Μπιλ Κλίντον, δεν θα μπορούσε να το διατυπώσει καλύτερα: We’ve come too far, to turn back now…