«Σύμφωνα
με τα τελευταία στοιχεία, το 6% των ευρωπαίων εργαζομένων έχουν αντιμετωπίσει
κάποια μορφή σωματικής ή ψυχολογικής βίας στο χώρο εργασίας κατά τους
προηγούμενους 12 μήνες», ήταν η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ευρωβουλευτή της ΝΔ Ελίζα Βόζεμπεργκ-Βρυωνίδη,
η οποία έθεσε το θέμα σε σχετική γραπτή κοινοβουλευτική της ερώτηση.
Η Επιτροπή θεωρεί την αντιμετώπιση των περιστατικών
εκφοβισμού στον χώρο εργασίας σημαντική πτυχή των προσπαθειών της Ένωσης για τη
βελτίωση των συνθηκών εργασίας, καθώς και της υγείας και της ασφάλειας στον
χώρο εργασίας.
Μάλιστα, όπως διευκρίνισε η αρμόδια
Επίτροπος για θέματα απασχόλησης, κοινωνικών υποθέσεων, δεξιοτήτων
και κινητικότητας εργατικού δυναμικού,
κ. Μ. Thyssen, το ποσοστό καταγγελιών για άσκηση
ψυχολογικής βίας είναι υψηλότερο από το ποσοστό καταγγελιών για άσκηση
σωματικής βίας, ενώ τα περιστατικά εκφοβισμού ή γενικής παρενόχλησης είναι πιο
διαδεδομένα από τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης.
Το ποσοστό έκθεσης σε περιστατικά
εκφοβισμού στον χώρο εργασίας ποικίλλει μεταξύ των χωρών της ΕΕ και οι
καταγγελίες έκθεσης σε περιστατικά εκφοβισμού ή παρενόχλησης είναι συγκριτικά περισσότερες στη Γαλλία,
καθώς και στο Βέλγιο, στην Ολλανδία και στο Λουξεμβούργο, ενώ ο αριθμός των
καταγγελιών είναι μικρότερος στις χώρες της νότιας και ανατολικής Ευρώπης.
Οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται από χώρα σε χώρα ενδεχομένως αντανακλούν
τα διαφορετικά επίπεδα ενημέρωσης σχετικά με αυτό το ζήτημα και την προθυμία υποβολής
καταγγελίας, καθώς και τη συχνότητα των περιστατικών.
Επιπλέον, η αρμόδια Επίτροπος διευκρίνισε
ότι η Επιτροπή θα αξιολογήσει κατά το τρέχον έτος την εφαρμογή της αυτόνομης συμφωνίας πλαίσιο σχετικά με την
παρενόχληση και τη βία στην εργασία που υπεγράφη το 2007 από τους
κοινωνικούς εταίρους BusinessEurope, UEAPME,
CEEP και ETUC.
Η αξιολόγηση θα γίνει με βάση την έκθεση του 2011 σχετικά
με την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας καθώς και μια εξωτερική μελέτη, έτσι ώστε
να παρουσιάσει μια συνολική εικόνα του φαινομένου, συμπεριλαμβανομένων τυχόν
περιστατικών εκφοβισμού, καθώς και των δράσεων που έχουν αναληφθεί, καθιστώντας
με αυτόν τον τρόπο ευκολότερη την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών.