Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Το «μπόνους» των 50 εδρών και η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να διασωθεί εκλογικά

Γράφει ο
Άκης Κοσώνας
 
Αν αληθεύουν τα ρεπορτάζ  (πρόσφατο στην Εφημερίδα των Συντακτών, Δημ. Κουκλουμπέρη, 3 Σεπτεμβρίου 2013) το ΠΑΣΟΚ αναζητεί τρόπο να υπάρξει «μερική τροποποίηση του μοντέλου κατανομής του μπόνους των 50 εδρών, ώστε αυτό να επιμερίζεται στα κόμματα εκείνα που εκ των προτέρων θα δηλώνουν τη βούλησή τους να μετάσχουν σε κυβερνήσεις συνεργασίας».                                                                  

Αν λοιπόν αληθεύει κάτι τέτοιο, κινείται στα όρια του γραφικού. Και ο καθηγητής Βενιζέλος (πρόεδρος σήμερα του “ελαφρά μειωμένου” ΠΑΣΟΚ) γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους ότι το μπόνους των 50 εδρών δίνεται από τον εκλογικό νόμο στο πρώτο κόμμα για να μπορέσει να κυβερνήσει: είτε αυτοδύναμα είτε σε συνεργασία με άλλους σχηματισμούς που θα συμφωνήσουν σε βασικές αρχές. Δεν πρόκειται δηλαδή για μπόνους-αμοιβή σε ενδεχόμενη συμμαχία προθύμων να σώσουν τη χώρα που θα μοιράζεται αναλογικά με την εκλογική τους δύναμη! Αυτό θα ήταν από γελοίο έως ανεφάρμοστο. Και αντιστρόφως.                                                                                                                                       

Αλήθεια πώς τεκμαίρεται η διάθεση του τάδε κόμματος να μετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας; Δια δηλώσεως; Μα, αυτό μπορεί να το κάνει ο καθένας (πλην ΚΚΕ που έχει διευκρινίσει ότι δεν ενδιαφέρεται να μετάσχει σε κυβερνητικό σχήμα) και μετά να διαπιστώσει ότι δεν καθίσταται εφικτή η συνεργασία, αλλά στο μεταξύ να έχει πάρει το μπόνους από τις 50 έδρες βάσει του ποσοστού που συγκέντρωσε. Άρα αδύνατο. Τότε, μήπως στο ΠΑΣΟΚ εννοούν (επαναλαμβάνω, αν ευσταθούν τα σχετικά ρεπορτάζ) ότι το μπόνους θα μοιράζεται στα κόμματα αφού συμφωνήσουν σε σχηματισμό κυβέρνησης;                     

Μα τότε καταργείται η αρχή της ισότητας και της ισοτιμίας στις εκλογές και το σύστημα καθίσταται διαβλητό εξ αποτελέσματος. Κάλλιστα, μπορεί ένα μικρό κόμμα να έχει συμφωνήσει με ένα μεγαλύτερο ότι θα κυβερνήσουν μαζί αλλά δολίως δεν το δηλώνουν προεκλογικά για ευνόητους λόγους, και, το βγάζουν ως συμφωνία μετεκλογικά προκειμένου «να βγάλουν τη χώρα απο το αδιέξοδο» κ.λπ.  Αυτό δεν είναι υπευθυνότητα, είναι απλώς δόλος και μάλλον τιμωρίας χρήζει παρά επιβράβευσης.                                                                                                                               

Μήπως υπάρχει άλλος τρόπος; Πρέπει να υπάρχει, διότι το πρώτο κόμμα δεν έχει κανένα λόγο ούτε να παραχωρεί (συναινώντας σε τροποποίηση του εκλογικού νόμου) μέρος των 50 εδρών του μπόνους (στο βαθμό που ναι μεν έχει δυσκολέψει η αυτοδυναμία αλλά δεν είναι  απίθανο να προκύψει) ούτε να φανεί ότι το τεμαχίζει και μοιράζει έδρες σε αντιπάλους για να καπαρώσει την κυβέρνηση μετεκλογικά. Τι είναι αυτό το δώρο; Το λεγόμενο μόνους των 40 εδρών στο πρώτο κόμμα (που έγιναν 50, θα δούμε πως) ξεκίνησε με τον εκλογικό νόμο του 2004 (3231/2004) με εισηγητή τον τελευταίο υπουργό Εσωτερικών των κυβερνήσεων Σημίτη, Κων. Σκανδαλίδη. Ο νόμος αυτός πέραν του ορίου του 3% που απαιτείται για μπει ένα κόμμα στη Βουλή (να μετάσχει στην κατανομή των εδρών) είναι μια μορφή απλής αναλογικής μέχρι του αριθμού των 260 από τις 300 έδρες. Οι 260 έδρες μοιράζονται αναλογικά με εκλογικό μέτρο το άθροισμα των ψήφων όσων από τα κόμματα πέρασαν το 3% δια το 260 που είναι ο αριθμός των εδρών οι οποίες μοιράζονται αναλογικά. Αν δηλαδή το άθροισμα των ψήφων των κομμάτων που εισέρχονται στη Βουλή έχοντας ξεπεράσει το 3% είναι π.χ. 7.700.000, διαιρούμε τον αριθμό αυτό με το 260 (έδρες) και το αποτέλεσμα 29.615 είναι το εκλογικό μέτρο. Αν θέλουμε να δούμε πόσες έδρες παίρνει ένα κόμμα που συγκέντρωσε 300.000 ψήφους, διαιρούμε τον αριθμό αυτό δια του ε.μ. που είναι όπως είδαμε το 29.615. Το κόμμα αυτό λοιπόν παίρνει 10 έδρες (10,13 για την ακρίβεια) και του μένει ένα μικρό υπόλοιπο, όπως προκύπτει από τη διαίρεση, που ίσως του χρησιμεύσει στην κατανομή των αδιάθετων εδρών, εκείνων δηλαδή που δεν παραχωρούνται στο ένα ή στο άλλο κόμμα κατευθείαν από το «καθαρό» αποτέλεσμα της διαίρεσης: ένα κόμμα με αποτέλεσμα εδρών 22,76 παίρνει αμέσως τις 22 έδρες και του μένει ένα μεγάλο υπόλοιπο 0,76 με το οποίο διεκδικεί την όποια αδιάθετη έδρα στην επόμενη κατανομή.                                                     

Μέχρι εδώ, αν εξαιρέσει κανείς το όριο του 3% τα πράγματα αγγίζουν την απλή αναλογική. Από εδώ και πέρα δυσκολεύουν. Ο νομοθέτης θέλοντας να διασφαλίσει την δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης χρησιμοποίησε σε έναν νόμο απλής αναλογικής, κορυφαίο και ακραιφνές στοιχείο πλειοψηφικού συστήματος: Δέχτηκε ότι αυτός που παίρνει την πρώτη θέση στις εκλογές, έστω και με μικρή, ελάχιστη διαφορά από τον δεύτερο (αν και αυτό το περί ύψους της διαφοράς δεν διευκρινίζεται στο νόμο)  πρέπει να έχει τη δυνατότητα δημιουργίας σταθερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Έτσι του παραχώρησε δια του εκλογικού νόμου Σκανδαλίδη το λεγόμενο μπόνους των 40 εδρών : Στην κοινοβουλευτική του δύναμη των 107 π.χ. εδρών, προστίθενται 40 έδρες, άρα έχει τη δυνατότητα με τη συνεργασία ενός μικρότερου κόμματος να σχηματίσει άνετα κυβέρνηση. Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε τέσσερα χρόνια μετά με τον νόμο 3636/2008, ύστερα από νομοθετική πρωτοβουλία του τότε υπουργού Εσωτερικών  των κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή, Προκόπη Παυλόπουλου. Παραχωρήθηκαν στο πρώτο κόμμα 50 έδρες, δηλαδή 10 περισσότερες σε σχέση με τον νόμο του 2004. Έτσι το πρώτο κόμμα αποκτούσε μεγαλύτερη άνεση σχηματισμού κυβέρνησης (και πιθανότητα αυτοδυναμίας) και η απλή αναλογική αφορούσε περισσότερο στην εικόνα  του εκλογικού νόμου παρά στο περιεχόμενο.  Ο νόμος αυτός εφαρμόστηκε πρώτη φορά στις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 και φυσικά και σε αυτές της 17ης Ιουνίου 2012. Να θυμηθούμε τα αποτελέσματα των εκλογών της 17ης Ιουνίου 2012 και τη δύναμη των κομμάτων στη Βουλή απ’ όπου προέκυψε η σημερινή κυβέρνηση :
ΚΟΜΜΑ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΔΡΕΣ ΜΠΟΝΟΥΣ ΣΥΝ. ΕΔΡΩΝ
ΝΔ29,66 7950129
ΣΥΡΙΖΑ26,89 71  71
ΠΑΣΟΚ12,28 33 33
ΑΝΕΞ. ΕΛΛΗΝ7,51 20 20
 ΧΡ.  ΑΥΓΗ 6,92 18 18
 ΔΗΜ.ΑΡΙΣΤ. 6,25  17   17
ΚΚΕ4,50 12 12
           
Παρατηρούμε ότι αν τα αποτελέσματα ήταν ανάποδα και στη θέση της ΝΔ ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, τότε με 129 έδρες θα καλούσε τα άλλα κόμματα της αριστεράς (καταρχήν) σε κυβερνητική συνεργασία κι εκεί θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς και για πόσο το ΚΚΕ θα εξακολουθούσε να αρνείται. Διότι με τα αποτελέσματα της 17ης Ιουνίου η διερευνητική εντολή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μάλλον θεωρητική: Η ΝΔ των 129 βουλευτών εύκολά ή δύσκολα έβρισκε εταίρους. Αν όμως τους 129 βουλευτές τους είχε ο ΣΥΡΙΖΑ πόσο εύκολα (και με τι κόστος) θα έλεγε όχι σε συνεργασία το ΚΚΕ ή η ΔΗΜΑΡ; Η τελευταία παρά  την πλειοψηφικά αντιΣΥΡΙΖΑ (σ)τάση της θα ήταν αναγκασμένη να αθροίσει την κοινοβουλευτική της ομάδα με τους 129 ώστε το 146 (129+17) θα έφερνε σε ακόμα δυσκολότερη θέση το ΚΚΕ. Το οποίο όμως θα έβρισκε διευκόλυνση από το ΠΑΣΟΚ που ναι μεν δεν θα συμμετείχε άμεσα σε κυβέρνηση της αριστεράς αλλά θα έδινε ψήφο εμπιστοσύνης σε ένδειξη καλής θέλησης «απέναντι στη νέα λαϊκή βούληση έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε» και συγχρόνως θα βοηθούσε και την εύρυθμη λειτουργία του διαρκούς πολιτικού πλυντηρίου. Έτσι, το ΚΚΕ δεν θα ήταν αναγκασμένο να συμμετέχει και θα μπορούσε σχεδόν άνετα να συνεχίσει την καταγγελία «της μεταμφιεσμένης σοσιαλδημοκρατίας πού ήρθε με άλλη φορεσιά  να υπηρετήσει τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης». Αλλά τα πράγματα δεν έγιναν έτσι, ούτε είναι αυτό το θέμα μας. Μια μικρή παρέκκλιση ήταν για να δούμε πόσο εύκολα αλλάζουν τα δεδομένα και τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί.                                                                                                                                    

Σημασία έχει ότι όπως προσδιορίζει ο εκλογικός νόμος 3231/2004 έτσι όπως τροποποιήθηκε με τον  3636/2008,  οι 79 βουλευτές του πρώτου κόμματος (ΝΔ) έγιναν 129 και οι 71 του δεύτερου (ΣΥΡΙΖΑ) έμειναν 71. Αυτό ήθελε ο νομοθέτης. Να ενισχύσει τη δυνατότητα του πρώτου κόμματος να κάνει κυβέρνηση.  Όχι να διαμοιράσει το μπόνους αναλογικά ή αλλιώς σε όσους... δηλώσουν ότι θέλουν να κάνουν συμμαχική κυβέρνηση!                                                                                                    

Δεν περιείχε δηλαδή η βούληση του νομοθέτη ούτε το 2004 ούτε στον τροποποιητικό νόμο του 2008 την επαινετική/επιβραβευτική τάση στον καθ’ έξιν ή ανά περίπτωση και για διαφόρους λόγους (προσωπικής/κομματικής ή άλλης σωτηρίας π.χ.) συνεργαζόμενο, αλλά την απόφαση για ενίσχυση της δυνατότητας να σχηματιστεί κυβέρνηση. Οτιδήποτε διαφορετικό άλλωστε θα συνιστούσε ευθεία ή κεκαλυμμένη αλλοίωση των εκλογών και έμμεσο επηρεασμό των ψηφοφόρων στην επιλογή κόμματος που... επιβραβεύεται από πριν στη βάση της πρόθεσής του... να σώσει (όπως εκείνο αντιλαμβάνεται τη σωτηρία) τη χώρα. Εύλογα, η επιθυμία του ΠΑΣΟΚ να μετάσχει στην κατάτμηση και  διανομή του μπόνους έτσι ώστε να ενισχύσει την κοινοβουλευτική του δύναμη (την οποία προφανώς διαβλέπει μικρότερη εκείνης των εκλογών του Ιουνίου 2012) έχει να κάνει με τη δική του πολιτική και κοινοβουλευτική διάσωση. Αυτό όμως είναι ένα στοιχείο που δεν αφορά καθόλου τον νομοθέτη αλλά και δεν μπορεί να παρεισφρήσει ερμηνευτικά στη διαδικασία «απονομής» και ενδεχόμενης κατανομής  του μπόνους. Ακόμα κι αν δεχόταν η ΝΔ να φωτογραφηθεί το ΠΑΣΟΚ ή και άλλα κόμματα ως μετεκλογικά επιβραβευόμενα για τη συνεργασιακή τους διάθεση ως προς την διακυβέρνηση της χώρας, ακόμα κι αν βρισκόταν νομοθέτης να συντάξει ανάλογη αστεία και διαβλητή διάταξη, οι ψηφοφόροι θα τιμωρούσαν εκλογικά τόσο το εξουσιομανές  κόμμα όσο (κατά δεύτερο πάντως λόγο) κι εκείνους που δέχτηκαν να του κάνουν πλάτες.                                                             

Αν κάτι πρόκειται να φέρει σε δύσκολη θέση τα κόμματα, εκείνα τουλάχιστον που βρίσκονται κοντά στην εξουσία είτε με τα ποσοστά τους (ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) είτε με την πρόσδεσή τους σε κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ) είναι πιθανή πρόταση της ΔΗΜΑΡ (ή άλλου) για υιοθέτηση συστήματος απλής αναλογικής (με ή χωρίς το όριο του 3%, ή ποσοστό μικρότερο του 3% για την είσοδο κόμματος στη Βουλή) που θα μοιράζει και τις 300 έδρες ισότιμα και αναλογικά στη βάση του ποσοστού που πήρε το κάθε κόμμα.                                                                                                                    

Για την ακρίβεια, η ΝΔ δεν θα δυσκολευτεί να το καταψηφίσει μια και παγίως τάσσεται υπέρ των συστημάτων που διασφαλίζουν «ισχυρές και βιώσιμες κυβερνήσεις». Το ΠΑΣΟΚ θα πράξει αναλόγως των συνθηκών της στιγμής που θα κατατεθεί η πρόταση.  Ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι σε πραγματικά δύσκολη θέση μια και ενώ είναι παγίως υπέρ της απλής αναλογικής, το σημερινό σύστημα τον φέρνει πολύ κοντά στην εξουσία ενώ η απλή αναλογική τον υποχρεώνει σε συνεργασίες παραχωρήσεων. Το ΚΚΕ δεν θα έχει κανένα πρόβλημα με εκείνο ή το άλλο σύστημα, όπως και τα υπόλοιπα εν τη Βουλή κόμματα. Ή και όσα σήμερα βρίσκονται εκτός αυτής. Όλα, ή τα περισσότερα θα ωφεληθούν από την εφαρμογή της «απλής και άδολης» αναλογικής.                                                                          

Με «μπόνους» για... συνεργαζόμενους ή χωρίς, με απλή αναλογική ή απλή με όρους και όρια, η επόμενη Βουλή θα έχει σημαντικά διαφορετική εικόνα (και σύνθεση) από τη σημερινή.

elzoni.gr