Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

Ο ρόλος των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ στην ανάπτυξη της περιφερειακής οικονομίας

Γράφει ο Δημήτρης Μανιατάκης
μέλος Συμβουλίου Διοίκησης Α΄ ΤΕΙ Καλαμάτας
 
Η παρούσα δημοσιονομική κρίση συνδέεται άμεσα με τη λειτουργία ενός «μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης» το οποίο στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία είναι στρεβλό και τελείως ξεπερασμένο. Εάν δεν αλλάξουμε «μοντέλο» μέσα στη δεκαετία 2010-2020, τότε η κρίση θα οξύνεται με κύρια χαρακτηριστικά τη συνεχή αύξηση της ανεργίας και των κοινωνικών προβλημάτων.

Στο πολύπλοκο και συνεχώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον υπάρχει άμεση ανάγκη το σύγχρονο πανεπιστήμιο να διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο, διδάσκοντας ηθικές αρχές, αξίες και πρότυπα, να προτείνει λύσεις στα μεγάλα προβλήματα, να διαμορφώσει υγιή συνείδηση σε ολοκληρωμένους πολίτες, επιστήμονες με κοινωνική ευαισθησία και υψηλό αίσθημα ευθύνης, για το καλό της κοινωνίας. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της περιφέρειας σήμερα είναι πιο επιτακτική η ανάγκη από ποτέ να αποτελέσουν μοχλό ανάπτυξης της περιφέρειας. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να συνδεθεί το πρόγραμμα σπουδών με τις μελλοντικές ανάγκες των τοπικών οικονομιών για εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και προϊόντα μεγάλης προστιθέμενης αξίας, που θα βασίζονται σε ρεαλιστικά μακροχρόνια περιφερειακά προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης.

Η βιωσιμότητα της περιφερειακής οικονομίας και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται μακριά από τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την ενεργό ανάμειξη των πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι. Για να καταπολεμηθεί η μακροχρόνια ανεργία και να υποστηριχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη στις περιφέρειες της χώρας τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα πρέπει να μετατραπούν σε «δεξαμενές» προηγμένων γνώσεων, ερευνών κλπ και σε «ισχυρούς πόλους» δημιουργίας ικανών στελεχών και εργαζομένων προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των επιχειρήσεων για την ταχεία μετάβασή τους στην «οικονομία της γνώσης», που ενισχύει κατακόρυφα τη διεθνή ανταγωνιστικότητα.

Μια από τις παθογένειες της Ελληνικής οικονομίας είναι ότι, σε μεγάλο βαθμό το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας δεν συνδέεται με τον κόσμο της πραγματικής οικονομίας και κατ’ επέκτασιν της επιχειρηματικότητας.

Το εκπαιδευτικό δυναμικό, σε γενικές γραμμές, θα πρέπει να γνωρίζει ότι ο σημαντικότερος λόγος ύπαρξής του είναι να υπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας, καταρτίζοντας και εξειδικεύοντας κατάλληλα νέους ανθρώπους, ώστε να είναι ικανοί να στελεχώνουν με υψηλή αποτελεσματικότητα το δημόσιο και τον επιχειρηματικό τομέα.

Το πανεπιστημιακό σύστημα θα πρέπει να προωθεί έρευνες που έχουν εφαρμογές στις επιχειρήσεις και οφέλη για το κοινωνικό σύνολο. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι δαπάνες στην Ελλάδα για έρευνα και ανάπτυξη αντιστοιχούν μόλις στο 0,60% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το σχετικό ποσοστό είναι τριπλάσιο και ανέρχεται στο 1,85%. Σύμφωνα με το διεθνή δείκτη GCI για το 2012-2013 στην παγκόσμια κατάταξη για τον τομέα της ανώτερης εκπαίδευσης και κατάρτισης, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 43η θέση, ενώ τις τρεις πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν η Φινλανδία, η Σιγκαπούρη και η Ελβετία – δηλαδή τρεις χώρες με σχετικά μικρό πληθυσμό, αλλά με εξαιρετικές διεθνείς οικονομικές επιδόσεις.

Όλοι γνωρίζουμε ότι στις μέρες μας το συγκριτικό πλεονέκτημα των ταχύτερα αναπτυσσόμενων επιχειρήσεων είναι ότι διαθέτουν προϊόντα που βασίζονται σε έρευνες και τεχνολογίες, αποτέλεσμα της στενής συνεργασίας με πανεπιστήμια, τεχνολογικά ινστιτούτα και ερευνητικά κέντρα. Η μετατροπή της γνώσης σε καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες έχουν μεγάλη ζήτηση και αποτελούν «βασικό εργαλείο» προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης και των επενδύσεων, του εκσυγχρονισμού των επιχειρήσεων και της ανόδου της κοινωνικής ευημερίας.

Όταν μια χώρα συνδυάζει καινοτόμες επιχειρήσεις και αναβαθμισμένο εκπαιδευτικό σύστημα, τότε είναι σίγουρο ότι θα υπάρχει ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, αύξηση των επενδύσεων, χαμηλό ποσοστό ανεργίας, δημιουργία νέων εισοδημάτων, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, παραγωγή πλούτου κλπ. Είναι γνωστό ότι πολλές επιχειρήσεις στο εξωτερικό δημιουργούν «συστάδες επιχειρήσεων» (clusters) στις οποίες συμμετέχουν πανεπιστήμια, τεχνολογικά ιδρύματα, ερευνητικά ινστιτούτα και κέντρα που παρέχουν εξειδικευμένη πληροφόρηση αλλά και ερευνητικές εργασίες κοινής χρήσης για τις επιχειρήσεις μέλη του (cluster) με αμοιβαία οφέλη για όλα τα συνεργαζόμενα μέρη.

Όμως σε χώρες όπως η Ελλάδα, που δεν έχει ένα εκπαιδευτικό σύστημα κατάλληλα προσαρμοσμένο να καλύπτει τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας μέσω της γνώσης και της καινοτομίας, παρατηρούμε τις εξής δυσμενείς συνέπειες:

• οι πτυχιούχοι δεν έχουν τα κατάλληλα εφόδια για παροχή εξειδικευμένων εργασιών,
• παρακμάζει το «επιχειρείν», αφού παραμένει προσηλωμένο σε αναχρονιστικά παραγωγικά μοντέλα,
• οι δαπάνες για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος είναι πολύ μεγάλες, χωρίς όμως ανταποδοτικότητα.

Όλοι γνωρίζουμε ότι το μοντέλο που ίσχυε μέχρι τώρα υπήρξε αναποτελεσματικό και πεπερασμένο και είναι βέβαιο ότι όσο μένουμε καθηλωμένοι σε ξεπερασμένες ιδέες τόσο ταχύτερα θα οδηγούμαστε σε μαρασμό και δραματικά αδιέξοδα. Το σύγχρονο πανεπιστήμιο, θα μπορέσει -ξεπερνώντας τις οργανωτικές του αδυναμίες και τη συντεχνιακή του νοοτροπία- να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις. Οφείλει να προωθήσει την ανάπτυξη και την παραγωγή νέας γνώσης μέσα από την έρευνα και έτσι θα αποτελέσει δημιουργικό όχημα ανάπτυξης της περιφέρειας. Συνεπώς θα μπορέσει να αναλάβει ρόλο «σύγχρονου Προμηθέα» και να γίνει κινητήρια δύναμη για τον εκσυγχρονισμό, τον ανταγωνισμό και τη διεθνοποίηση της ελληνικής οικονομίας.

elzoni.gr