Βρισκόμαστε 47 ημέρες πριν τις Περιφερειακές εκλογές της 18ης Μαΐου και ήδη μπορούμε να έχουμε μία εικόνα για την εκλογική μάχη, καθώς οι υποψήφιοι πλησιάζουν στο «βατήρα» της εκκίνησης κάνοντας ένα τελικό «τσεκ» (στηρίξεις, υποστηρίξεις, επιλογή Αντιπεριφερειαρχών, μεταγραφές από συγγενείς και μη πολιτικούς χώρους, κλπ.) μέχρι την ανακοίνωση των ψηφοδελτίων.
Στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας κατέληξαν τόσο οι Οικολόγοι στη Δ. Λυμπεροπούλου όσο και η ΔΗΜΑΡ στο Μπ. Βακαλόπουλο οπότε έχουν κλείσει ουσιαστικά τα ερωτηματικά όσον αφορά τις στηρίξεις των κομμάτων.
Σίγουρα όλοι θα θέλουν να εμφανιστούν ως «ανεξάρτητοι» και υπερκομματικοί όμως επειδή ο καθένας κουβαλά και ένα παρελθόν θα δούμε ότι τα πράγματα πιθανώς να μην είναι έτσι.
Πιο συγκεκριμένα ο Γ. Μανώλης, θα είναι δύσκολο να πει ότι είναι ανεξάρτητος ως πρώην βουλευτής της Ν.Δ. και είναι δεδομένο ότι είναι εγκλωβισμένος σε αυτό τον πολιτικό χώρο.
Ο Οδ. Βουδούρης πρώην βουλευτής τόσο με το ΠΑΣΟΚ όσο και με τη ΔΗΜΑΡ, είναι τώρα η κομματική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι και γι’ αυτόν δύσκολο προφανώς να μιλήσει περί ανεξάρτητης υποψηφιότητας.
Ο Γ. Δέδες που και αυτός πιθανότατα να ισχυριστεί το ανεξάρτητο της υποψηφιότητάς του μετά τη ρήξη του με τον Π. Τατούλη ήταν γραμματέας του ΠΑΣΟΚ στην Κορινθία επί 5ετία και με στήριξη του κόμματος συνεργάτης του Περιφερειάρχη. Κάτι παρόμοιο παρατηρείται να συμβαίνει και στην περίπτωση των υπόλοιπων της κίνησης των «4».
Γίνεται κατανοητό ότι πολλοί θα φωνάξουν «εδώ ο ανεξάρτητος» αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό ισχύει μόνο για όσους δεν ξέρουν.
Στην περίπτωση του Π. Τατούλη τα πράγματα διαφοροποιούνται υπό την έννοια ότι ναι μεν ήταν υπουργός στο παρελθόν παρόλα αυτά με μία σειρά πολιτικών κινήσεων κατάφερε να σύρει πίσω του το 2010 ένα κόμμα και ένα κομμάτι από ένα άλλο (και δημιουργώντας για πρώτη φορά μια συναίνεση σε αντίπαλους πολιτικούς χώρους) ενώ ακόμη και στις εφετινές εκλογές συσπειρώνει γύρω του κόσμο που ανήκει σε περισσότερα από ένα κόμματα.
Αυτό έχει να κάνει ίσως και με ένα άλλο γεγονός. Ο Τατούλης είναι ο μόνος εκ των υποψηφίων που έχει αποδείξει ότι μπορεί να διαπραγματευθεί με το πολιτικό σύστημα καταφέρνοντας παράλληλα να κρατήσει το χαρακτήρα της πολιτικής του μέχρι τώρα και εφαρμόζοντας μια στιβαρή ηγεσία ασχέτως εάν κάποιος συμφωνεί ή όχι μαζί του και ασχέτως των όποιων πολιτικών συμμαχιών.
Με αφορμή λοιπόν τις υπό διαμόρφωση συμμαχίες και τη διάθεση των αντιπάλων του για σύγκλιση ενός «αντι – τατουλικού μετώπου» είναι ενδιαφέρον να δούμε εάν και κατά πόσο αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τα σημερινά δεδομένα.
Η απάντηση είναι από δύσκολο έως απίθανο. Πρώτα από όλα ένα επιχειρούμενο «αντι-τατουλικό μέτωπο» θα χρειαζόταν μία ελάχιστη ομοιομορφία στα χαρακτηριστικά των αντιπάλων του που προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχει και αυτό είναι πολύ λογικό.
Όταν έχεις απέναντι κομμουνιστές, κεντροαριστερούς, οικολόγους, πρώην πασόκους, δυσαρεστημένους Νεοδημοκράτες και Χρυσαυγίτες είναι πιθανότερο να κάνεις «σαλάτα» παρά μέτωπο. Για παράδειγμα τι κοινό μπορεί να έχει η Χρυσή Αυγή και ο Γ. Μανώλης με το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ; Πόσο νερό να βάλουν στο κρασί τους και αυτό να πίνεται;
Βλέπουμε λοιπόν ότι το «πνεύμα» μπορεί να είναι πρόθυμο, η «σαρξ» όμως ασθενεί. Και ασθενεί γιατί στην παρούσα πολιτική συγκυρία οι συσχετισμοί είναι χαοτικοί.
Σίγουρα, οι 48 ημέρες στην πολιτική (ακόμη και στο επίπεδο της Περιφέρειας) μπορεί να είναι πολλές.
Αυτό που πάντως δεν παρατηρείται προς το παρόν είναι μια σύγκλιση ενός ικανού «μετώπου» κόντρα στον Τατούλη, αφού υποψήφιοι και κόμματα είναι πολιτικά εγκλωβισμένοι σε μικροσυμφέροντα και πολιτικά κόστη αλλά πάνω από όλα στην ίδια την πολιτική τους «φύση», μέσα σε ένα πολιτικό σύστημα – πλαίσιο που καταρρέει και αναζητά ηγέτες για να μετασχηματιστεί.
isthmos.gr