I. Μ’ απλές λέξεις εφόσον κάποιος δεν μπορεί να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο και προς τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα –ακόμη κι αν τούτο δεν οφείλεται σε δική του υπαίτια συμπεριφορά, αλλά στην πλήρη ανατροπή της οικονομικής του κατάστασης αποκλειστικώς λόγω της δεινής κρίσης που τον πλήττει και με επίσης αποκλειστική ευθύνη εκείνων που διαχειρίζονται την τύχη της Χώρας –είναι, κατά νόμο, «εγκληματίας».
II. Ας μη θεωρηθεί η ως άνω διαπίστωση υπερβολική. Κάθε άλλο. Είναι μια πραγματικότητα, η οποία δείχνει τον σημερινό κατήφορο του Κράτους Δικαίου και, επέκεινα, του νομικού μας πολιτισμού. Αψευδής μάρτυρας είναι το παράδειγμα –δυστυχώς μεταξύ άλλων- που προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 3943/2011, οι οποίες προβλέπουν για τέτοιες οφειλές ποινές φυλάκισης ως και τριών, τουλάχιστον, ετών.
III. Αυτή όμως, η οιονεί «αντικειμενική», ποινική ευθύνη είναι όχι μόνον εξόχως άδικη και κοινωνικώς διαβρωτική αλλά, προεχόντως, αντισυνταγματική, όπως προκύπτει από τα εξής:
Α. Οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1, εδ. α’ του Συντάγματος θεσμοθετούν την παραδοσιακή αρχή «nullum crimen nulla poena sine lege», ορίζοντας: «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της».
Β. Υπό τα δεδομένα αυτά του Συντάγματος –και όχι μόνο- είναι, άραγε, πλήρως ελεύθερος ο νομοθέτης να καθορίζει την έννοια του εγκλήματος; Κάθε άλλο. Η σχετική αρμοδιότητά του οριοθετείται, πάντοτε κατά το Σύνταγμα, πολλαπλώς:
1. Πριν απ’ όλα οριοθετείται από την ίδια την έννοια της ποινής που, κατά την απολύτως κρατούσα άποψη στο πεδίο του ποινικού δικαίου, συνιστά το πρωταρχικό –και έναντι αυτού τούτου του εγκλήματος- μέγεθος της ποινικής καταστολής.
2. Για να θυμηθούμε τον κλασικό, και συνεπώς πάντοτε ισχύοντα, ορισμό του Hugo Grotius («De Jure Belli ac Pacis, libri tres», 1625, ΙΙ, κεφ. ΧΧ), η ποινή αποτελεί «malum passionis quod infligitur propter malum actionis». Δηλαδή συνιστά κύρωση, η οποία επιβάλλεται για μια καταδικαστέα πράξη.
3. Κατ’ αποτέλεσμα, λοιπόν, η νομοθετική αρμοδιότητα οριοθετείται από την συνολική έννοια του εγκλήματος, υπό την τυπική και ουσιαστική του έννοια, κατά την οποία: Έγκλημα, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος, συνιστά εκείνη η εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία αφενός είναι ιδιαζόντως αντικοινωνική, με την έννοια ότι χαρακτηρίζεται από ιδιάζουσα κοινωνική απαξία. Και, αφετέρου, μπορεί να καταλογισθεί στο δράστη ύστερα από απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου του οποίου, κατά τις θεμελιώδεις –περί διάκρισης των εξουσιών- διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 3 του Συντάγματος, οι αποφάσεις «εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού», άρα το πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.
IV. Συμπερασματικώς, και κατά το Σύνταγμα, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως έγκλημα ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία:
Α. Δεν ενέχει ιδιαίτερη κοινωνική απαξία.
Β. Και, επιπλέον, δεν μπορεί ν’ αποδοθεί σε υπαιτιότητα του δράστη.
V. Οι σκέψεις που προηγήθηκαν οδηγούν, νομίζω ευχερώς, στις εξής δύο διαπιστώσεις:
Α. Πρώτον, η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία οφείλουν ν’ αποκαταστήσουν αμέσως την συνταγματική τάξη, η οποία έχει καιρίως τρωθεί απ’ αυτήν την προκλητική αλλοίωση της έννοιας του εγκλήματος.
Β. Δεύτερον, και ως τότε, η Δικαιοσύνη, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα των νόμων κατά τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, οφείλει να κρίνει ως αντισυνταγματικές και, άρα, ανεφάρμοστες διατάξεις που καθιερώνουν μια τέτοια οιονεί «αντικειμενική» -ήτοι άνευ υπαιτιότητας- ποινική ευθύνη.
Προς την κατεύθυνση αυτή άκρως διδακτική είναι η εμπειρία της «κλοπής ή υπεξαίρεσης ευτελούς αξίας», που καθιερώνουν οι διατάξεις του άρθρου 377 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, κατά τις οποίες αν η πράξη «τελέστηκε από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου της κλοπής ή υπεξαίρεσης, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη» (κλοπή ή υπεξαίρεση «χρήσεως»). Αν η εμπειρία του Γιάννη Αγιάννη, στους «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκώ, «ενέπνευσε» το ποινικό δίκαιο της εποχής εκείνης, μπορούμε σήμερα να είμαστε «υπερήφανοι» όταν κάνουμε βήματα προς τα πίσω, και μάλιστα εν ονόματι ενός απρόσωπου –αλλά και εντελώς αμφίβολης οικονομικής αποτελεσματικότητας- «δημοσιονομικού δημόσιου συμφέροντος»;
elzoni.gr