της Πέρσας Σούκα
«Μέσα στο φάσμα που περικλείει όλους τους Έλληνες τραγουδιστές, υπάρχουν ορισμένα σημεία τα οποία φωτίζουν πάρα πολύ έντονα. Ένα από αυτά τα σημεία είναι ο Στράτος», εξομολογήθηκε κάποτε σε μια συνέντευξή του ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες μας, ο Απόστολος Καλδάρας.
Ο Στράτος Διονυσίου, και αυτό μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα, είναι και θα είναι ένας από τους σπουδαιότερους τραγουδιστές του λαϊκού τραγουδιού. Μπορεί να έφυγε από τη ζωή εδώ και 23 χρόνια, όμως κανένας μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να φτάσει την ερμηνεία του, το στιλ και τη δυναμική του. Η Χαρούλα Αλεξίου, που του έκανε δεύτερες φωνές στα νυχτερινά μαγαζιά στη δεκαετία του ’60, λέει γι’ αυτόν: «Ό,τι και να πω για τον Στράτο είναι λίγο, τον αγαπώ μα πιο πολύ τον θαυμάζω».
O ερμηνευτής γεννήθηκε το 1935 στη Νιγρίτα Σερρών. Παιδί προσφύγων, παιδί της Κατοχής και της φτώχειας, αναγκάστηκε να δουλέψει από μικρός, αφού το 1948 έμεινε ορφανός από πατέρα. Πουλούσε κουλούρια, καραμέλες, φιστίκια, εργάστηκε στην οικοδομή, μέχρι και ράφτης έγινε. Όμως το τραγούδι ήταν αυτό που λαχταρούσε η ψυχή του. Έτσι, τα βράδια τραγουδούσε σε μικρά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Στα είκοσί του ερωτεύεται και παντρεύεται. Το όνειρό του να γίνει «μεγάλος» τραγουδιστής όμως δεν το ξεχνάει. Το παίρνει απόφαση και κατεβαίνει στην Αθήνα.
Στα καλλιτεχνικά καφενεία της οδού Σατωβριάνδου γνωρίζεται με την Καίτη Γκρέυ, η οποία του δίνει την πρώτη του δουλειά στην πρωτεύουσα. Το 1959 γραμμοφωνεί το πρώτο του τραγούδι με τίτλο «Δεν είμαι ένοχος» και λίγο καιρό αργότερα υπογράφει συμβόλαιο με την εταιρεία Columbia.
Όμως η φωνή του δεν έχει αποκτήσει ακόμη δική της ταυτότητα. Έμοιαζε πολύ με του Στέλιου Καζαντζίδη. Όταν την απέκτησε, μπόρεσε να αναμετρηθεί και να κερδίσει με την αξία του μια θέση δίπλα στα τεράστια ονόματα της εποχής, Πάνο Γαβαλά, Γιώτα Λύδια, Γρηγόρη Μπιθικώτση. Το 1967 μπήκε στη ζωή του ο Άκης Πάνου, που έμελλε να αλλάξει την πορεία του ερμηνευτή δίνοντάς του τραγούδια που έγιναν αμέσως επιτυχίες: «Και τι δεν κάνω», «Γιατί, καλέ γειτόνισσα», «Εγώ καλά σού τα ’λεγα», «Ήταν ψεύτικα».
Λίγο καιρό αργότερα, ο Μίμης Πλέσσας του εμπιστεύεται το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», ένα ζεϊμπέκικο που έμελλε να μείνει στην ιστορία. Το 1973, για κακή του τύχη, βρίσκεται μπλεγμένος σε μια υπόθεση ναρκωτικών και φυλακίζεται. Ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά: «Μου την είχαν στημένη». Όμως το παράξενο δεν ήταν αυτό, αλλά το ότι του επέτρεψαν να ηχογραφήσει καινούργιο δίσκο μέσα στη φυλακή. Αποφυλακίζεται πιο σύντομα απ’ ό,τι περίμενε. Πολλοί τραγουδιστές τού έχουν γυρίσει πια την πλάτη, ωστόσο εκείνος καταφέρνει να ορθοποδήσει έχοντας την αγάπη του κόσμου.
Στην τελευταία δεκαετία της ζωής του, η καριέρα του απογειώνεται. Οι «αδυναμίες» του, για τις οποίες μιλάει ανοιχτά (ποτά, ιππόδρομος, έντονη ερωτική ζωή) δεν αποτελούν εμπόδιο κανένα. Κυριαρχεί στο λαϊκό τραγούδι κάνοντας άλμπουμ κάθε χρόνο με τεράστια εμπορική επιτυχία. Συνεργάζεται με συνθέτες και στιχουργούς όπως οι Λευτέρης Παπαδόπουλος, Τάκης Σούκας, Χρήστος Νικολόπουλος, Αλέκος Χρυσοβέργης, Τάκης Μουσαφίρης, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Γιάννης Πάριος. Τα τραγούδια του σηματοδοτούν την εποχή. Τα σιγοψιθυρίζουν και τα χορεύουν όλοι παντού, μικροί και μεγάλοι: «Σαλονικιός», «Ο λαός τραγούδι θέλει», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα», «Άκου, βρε φίλε», «Της γυναίκας η καρδιά», «Υποκρίνεσαι», «Εγώ ο ξένος»...
Το πρωί της 11ης Μαΐου του 1990 αφήνει την τελευταία του πνοή. Χιλιάδες θαυμαστών αποχαιρετούν το λαϊκό είδωλο στην κηδεία του.
Ο Στράτος Διονυσίου ήταν ο τραγουδιστής που εξέφραζε την καθημερινότητα, το αίσθημα, τη λύπη, το παράπονο του απλού ανθρώπου, χωρίς υπερβολές και φωνητικούς μελοδραματισμούς, αλλά με αυτή την αμεσότητα που έβρισκε κατευθείαν στο κέντρο της καρδιάς. Με την επιβλητική βαρύτονη και μελαγχολική του φωνή, που δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης, κατάφερε να κερδίσει όλους αυτούς που αγαπούσαν τα λαϊκά ακούσματα.
Ένας καλλιτέχνης που κρατούσε το λόγο του, που σεβόταν τους συναδέλφους του. Ένας ευγενής άνθρωπος, συνεπής και ειλικρινής, που δεν έκανε κακό σε κανέναν παρά μόνο στον εαυτό του και που υπερασπίστηκε μέχρι τέλους αυτό που εκπροσωπούσε: το λαϊκό τραγούδι.
diastixo.gr
«Μέσα στο φάσμα που περικλείει όλους τους Έλληνες τραγουδιστές, υπάρχουν ορισμένα σημεία τα οποία φωτίζουν πάρα πολύ έντονα. Ένα από αυτά τα σημεία είναι ο Στράτος», εξομολογήθηκε κάποτε σε μια συνέντευξή του ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες μας, ο Απόστολος Καλδάρας.
Ο Στράτος Διονυσίου, και αυτό μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα, είναι και θα είναι ένας από τους σπουδαιότερους τραγουδιστές του λαϊκού τραγουδιού. Μπορεί να έφυγε από τη ζωή εδώ και 23 χρόνια, όμως κανένας μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να φτάσει την ερμηνεία του, το στιλ και τη δυναμική του. Η Χαρούλα Αλεξίου, που του έκανε δεύτερες φωνές στα νυχτερινά μαγαζιά στη δεκαετία του ’60, λέει γι’ αυτόν: «Ό,τι και να πω για τον Στράτο είναι λίγο, τον αγαπώ μα πιο πολύ τον θαυμάζω».
O ερμηνευτής γεννήθηκε το 1935 στη Νιγρίτα Σερρών. Παιδί προσφύγων, παιδί της Κατοχής και της φτώχειας, αναγκάστηκε να δουλέψει από μικρός, αφού το 1948 έμεινε ορφανός από πατέρα. Πουλούσε κουλούρια, καραμέλες, φιστίκια, εργάστηκε στην οικοδομή, μέχρι και ράφτης έγινε. Όμως το τραγούδι ήταν αυτό που λαχταρούσε η ψυχή του. Έτσι, τα βράδια τραγουδούσε σε μικρά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Στα είκοσί του ερωτεύεται και παντρεύεται. Το όνειρό του να γίνει «μεγάλος» τραγουδιστής όμως δεν το ξεχνάει. Το παίρνει απόφαση και κατεβαίνει στην Αθήνα.
Στα καλλιτεχνικά καφενεία της οδού Σατωβριάνδου γνωρίζεται με την Καίτη Γκρέυ, η οποία του δίνει την πρώτη του δουλειά στην πρωτεύουσα. Το 1959 γραμμοφωνεί το πρώτο του τραγούδι με τίτλο «Δεν είμαι ένοχος» και λίγο καιρό αργότερα υπογράφει συμβόλαιο με την εταιρεία Columbia.
Όμως η φωνή του δεν έχει αποκτήσει ακόμη δική της ταυτότητα. Έμοιαζε πολύ με του Στέλιου Καζαντζίδη. Όταν την απέκτησε, μπόρεσε να αναμετρηθεί και να κερδίσει με την αξία του μια θέση δίπλα στα τεράστια ονόματα της εποχής, Πάνο Γαβαλά, Γιώτα Λύδια, Γρηγόρη Μπιθικώτση. Το 1967 μπήκε στη ζωή του ο Άκης Πάνου, που έμελλε να αλλάξει την πορεία του ερμηνευτή δίνοντάς του τραγούδια που έγιναν αμέσως επιτυχίες: «Και τι δεν κάνω», «Γιατί, καλέ γειτόνισσα», «Εγώ καλά σού τα ’λεγα», «Ήταν ψεύτικα».
Λίγο καιρό αργότερα, ο Μίμης Πλέσσας του εμπιστεύεται το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», ένα ζεϊμπέκικο που έμελλε να μείνει στην ιστορία. Το 1973, για κακή του τύχη, βρίσκεται μπλεγμένος σε μια υπόθεση ναρκωτικών και φυλακίζεται. Ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά: «Μου την είχαν στημένη». Όμως το παράξενο δεν ήταν αυτό, αλλά το ότι του επέτρεψαν να ηχογραφήσει καινούργιο δίσκο μέσα στη φυλακή. Αποφυλακίζεται πιο σύντομα απ’ ό,τι περίμενε. Πολλοί τραγουδιστές τού έχουν γυρίσει πια την πλάτη, ωστόσο εκείνος καταφέρνει να ορθοποδήσει έχοντας την αγάπη του κόσμου.
Στην τελευταία δεκαετία της ζωής του, η καριέρα του απογειώνεται. Οι «αδυναμίες» του, για τις οποίες μιλάει ανοιχτά (ποτά, ιππόδρομος, έντονη ερωτική ζωή) δεν αποτελούν εμπόδιο κανένα. Κυριαρχεί στο λαϊκό τραγούδι κάνοντας άλμπουμ κάθε χρόνο με τεράστια εμπορική επιτυχία. Συνεργάζεται με συνθέτες και στιχουργούς όπως οι Λευτέρης Παπαδόπουλος, Τάκης Σούκας, Χρήστος Νικολόπουλος, Αλέκος Χρυσοβέργης, Τάκης Μουσαφίρης, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Γιάννης Πάριος. Τα τραγούδια του σηματοδοτούν την εποχή. Τα σιγοψιθυρίζουν και τα χορεύουν όλοι παντού, μικροί και μεγάλοι: «Σαλονικιός», «Ο λαός τραγούδι θέλει», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα», «Άκου, βρε φίλε», «Της γυναίκας η καρδιά», «Υποκρίνεσαι», «Εγώ ο ξένος»...
Το πρωί της 11ης Μαΐου του 1990 αφήνει την τελευταία του πνοή. Χιλιάδες θαυμαστών αποχαιρετούν το λαϊκό είδωλο στην κηδεία του.
Ο Στράτος Διονυσίου ήταν ο τραγουδιστής που εξέφραζε την καθημερινότητα, το αίσθημα, τη λύπη, το παράπονο του απλού ανθρώπου, χωρίς υπερβολές και φωνητικούς μελοδραματισμούς, αλλά με αυτή την αμεσότητα που έβρισκε κατευθείαν στο κέντρο της καρδιάς. Με την επιβλητική βαρύτονη και μελαγχολική του φωνή, που δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης, κατάφερε να κερδίσει όλους αυτούς που αγαπούσαν τα λαϊκά ακούσματα.
Ένας καλλιτέχνης που κρατούσε το λόγο του, που σεβόταν τους συναδέλφους του. Ένας ευγενής άνθρωπος, συνεπής και ειλικρινής, που δεν έκανε κακό σε κανέναν παρά μόνο στον εαυτό του και που υπερασπίστηκε μέχρι τέλους αυτό που εκπροσωπούσε: το λαϊκό τραγούδι.
diastixo.gr