Λένε ότι το ανθρώπινο σώμα αποτελείται κατά 75% από νερό. Κι εγώ ρωτάω: Σε ποιες χώρες; Γιατί στις περισσότερες γίνεται σωστή δουλειά, οι άνθρωποι το παλεύουν, ελαττώνουν όσο μπορούν το εξωφρενικό αυτό ποσοστό, πίνοντας υπεύθυνα, ώριμα και συνειδητά τον κώλο τους σε υπέροχα υπόγεια ή έστω ισόγεια μπαρ. Ο μύθος του Έλληνα που είναι καμάκι, μερακλής και πάνω από όλα πότης αυτοαναιρείται από την χυδαία νοοτροπία του απέναντι στα καταστήματα που σερβίρουν αλκοόλ. Αλλά ας το πάρουμε από την αρχή...
Έν αρχή ήν ο χώρος
Έχω στο μυαλό μου μια αυθεντική ιρλανδέζικη πάμπ. Σκέφτομαι την εικόνα του Ευαγγελισμού μόνο που αντί για κρίνο ο αρχάγγελος κουβαλάει στα χέρια του μια τετράδα Beamish Stout, αυτήν την ουράνια ιρλανδική μπύρα με την ελαφριά επίγευση σοκολάτας και καφέ. Και στη θέση της Αειπαρθένου Μαρίας ένας ψηλός, ξερακιανός μπάρμαν φορώντας το λευκό καλοσιδερωμένο πουκάμισό του, με την πάλλευκη πετσέτα κρεμασμένη στον αριστερό του πήχη. Προσκυνά ταπεινά, δείχνοντας πως δέχεται να αναλάβει την δύσκολη αποστολή του: να εξυπηρετεί αγόγγυστα, πρόθυμα και ποιοτικά στρατούς ολόκληρους από αρσενικά που αποκαμωμένα από τις ευθύνες αιώνων και διωγμένα από τα πανίσχυρα θηλυκά των αιώνων μας, βρίσκουν καταφύγιο στα σκοτεινά χαμαιτυπεία για να γλείψουν τις πληγές τους και να αναλάβουν δυνάμεις. Το Μπαρ είναι η προβολή της σπηλιάς του νεάτερνταλ στο αστικό, καταπιεστικό μας περιβάλον.
Πρόγευση Παραδείσου
Ένα βαρύ ξύλινο μπαρ να φωτίζει μέσα στο γενικό ημίφως. Από τα μακρινά τραπέζια το μόνο που μπορείς να διακρίνεις είναι οι φιδωτές κινήσεις του καπνού, που φυσιολογικά θα έπρεπε κάποτε να συναντήσουν το ταβάνι. Όμως όχι εδώ. Εδώ ο καπνός απορροφάται λαίμαργα από τα βαριά έπιπλα και τον ταλαιπωρημένο τοίχο. Η ατμόσφαιρα νοτίζει από τις αναθυμιάσεις του ποτού, τον ιδρώτα και τις κουρασμένες ανάσες του γένους. Στην αρχή ακουμπάς απλά στη μπάρα, αργότερα όμως συνειδητοποιείς πως αυτό είναι το σημείο στο οποίο θα έπρεπε να σταθεί ο Αρχιμήδης για να κινήσει τη γη. Χωρίς πολλές κουβέντες, με νεύματα και χειρονομίες το ποτήρι γεμίζει και ξαναγεμίζει, ο ήχος του πάγου που πεθαίνει μέσα του είναι η μόνη μουσική που χρειάζεται να παίξει για σένα απόψε. Η μουσική του Παραδείσου, το τραγούδι του έλεγαν οι Σειρήνες.
Η τουαλέτα μυρίζει αποκλειστικά κάτουρο. Ούτε αρώματα ούτε τίποτα. Κοιτιέσαι στον καθρέφτη. Ήταν μια καλή μέρα σήμερα τελικά. Θα πληρώσεις ακριβώς όσα ήπιες, κανείς δεν κερνάει τίποτα στην σπηλιά, όλοι ξέρουν πως θα ξανάρθεις γιατί όλοι ξέρουν πως θα συνεχίσεις να ζεις. Μια μασημένη καληνύχτα και η πόρτα ανοίγει. Ο καθαρός αέρας κάνει τα πνευμόνια σου να αντιδράσουν έντονα. Σφαδάζεις από τους πόνους και γυρνάς τρεκλίζοντας στο σπίτι. Την άλλη μέρα δεν θα θυμάσαι τι σου λέει η γυναίκα σου. Έχεις επικεντρωθεί στην φλέβα του λαιμού της που είναι έτοιμη να εκραγεί...
Το μπαράκι που δεν θα γίνει μπαρ
Εγώ φταίω το ξέρω. Είναι ας πούμε ένα δικό μου προσωπικό ζήτημα που θα πρέπει να βρω χρόνο να το λύσω. Δεν μπορώ να ακούω τη λέξη μπαράκι ούτε το ποτάκι που θα πιούμε καμιά φορά έχω όρεξη να το πιω ποτέ. Χάνεται η μαγεία ρε παιδί μου, το συναίσθημα, η ουσία. Δεν έχω όρεξη να ντύνομαι στην πένα για να τα πιω, ούτε να κάνω συνοικέσια σε μαγαζιά που δεν ξέρουν αν είναι μπαρ, καφέ ή λούνα πάρκ. Θέλω να φέρομαι στη σπηλιά μου με σεβασμό.