Με αφορμή την επικείμενη αναστολή λειτουργίας του γραφείου συναλλαγών της Εθνικής Τράπεζας στο Δερβένι Κορινθίας, θα ήθελα να αναφερθώ σε μια σειρά από ζητήματα που σχετίζονται με τις επικείμενες αλλαγές στην τραπεζική αγορά και τον αντίκτυπό τους στις τοπικές κοινωνίες.
Σύσσωμος ο τραπεζικός κλάδος της χώρας έχει προχωρήσει σε μια γενικότερη αναδιάρθρωση του τρόπου λειτουργίας του. Η κίνηση αυτή είναι αυτονόητη αν συνυπολογίσουμε, ότι αναφερόμαστε σε μια τραπεζική αγορά κατακερματισμένη, σε πολλές και μικρές επιχειρήσεις (για τα δεδομένα τουλάχιστον της υπόλοιπης Ευρώπης), οι οποίες είναι δύσκολο να ανταποκριθούν στα υφιστάμενα οικονομικά δεδομένα. Παράλληλα δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι ένα μεγάλο κομμάτι της συγκεκριμένης αγοράς εξαρτάται ιδιοκτησιακά από το κράτος, παρουσιάζοντας αντίστοιχα χαρακτηριστικά μ’ αυτά τα οποία αναπτύχθηκαν στον ελληνικό δημόσιο τομέα τις τελευταίες δεκαετίες.
Είναι δεδομένο άλλωστε, ότι η οικονομική κρίση επηρεάζει άμεσα τον τραπεζικό τομέα της χώρας μας. Οι αλλαγές που δρομολογούνται –ή και που έχουν ήδη δρομολογηθεί- δεν εμπίπτουν αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια των τραπεζικών επιχειρήσεων. Αντίθετα συνιστούν μέρος ενός ευρύτερου πλέγματος πολιτικών που καλούνται να εφαρμόσουν υπό το καθεστώς της δανειοδότησής τους και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η στοχοθεσία εν προκειμένω είναι να διαμορφωθεί ένας τραπεζικός τομέας, ο οποίος θα είναι υγιής και ικανός να συμβάλλει στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας, μέσω της υποστήριξης των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Ήδη οι περισσότερες εμπορικές τράπεζες έχουν προχωρήσει στην εφαρμογή συγκεκριμένων σχεδίων για τη μείωση του κόστους τους. Μεταξύ άλλων έχουν υιοθετηθεί μέτρα, όπως η μετεγκατάσταση καταστημάτων σε άλλα κτίρια με χαμηλότερο λειτουργικό κόστος, η αναδιαπραγμάτευση ενοικίων και προμηθειών, αλλά και η μείωση των δαπανών για την προώθηση τραπεζικών προϊόντων. Παρ’ όλα αυτά το μέτρο εκείνο, το οποίο έχει συζητηθεί περισσότερο είναι το κλείσιμο υποκαταστημάτων σε διάφορες περιοχές, υπό το πρίσμα και των επερχόμενων συγχωνεύσεων. Στην περίπτωση του γραφείου συναλλαγών στο Δερβένι, έχουν αναφερθεί διάφορες αιτίες για τη συγκεκριμένη επιλογή, όπως ο μικρός αριθμός συναλλαγών και το υψηλό λειτουργικό κόστος της τράπεζας. Επιπρόσθετα, ως αιτία προβάλλει το γεγονός ότι στο Δερβένι δεν υπάρχουν επαρκείς συνθήκες προστασίας του καταστήματος, λόγω και του ότι δεν υπάρχει αστυνομικό τμήμα στην περιοχή. Ο παράγοντας αυτός λαμβάνεται υπόψη επειδή έχουν σημειωθεί ληστείες σε υποκαταστήματα περιοχών όπου δεν υπάρχει επαρκής αστυνομική φύλαξη, όπως συνέβη το τελευταίο διάστημα στα υποκαταστήματα του Διακοπτού και της Αιγείρας, διακινδυνεύοντας την ασφάλεια υπαλλήλων και συναλλασσόμενων.
Παρ’ όλα αυτά, είναι ανάγκη οι αποφάσεις αυτές να λαμβάνονται και με ορισμένα πρόσθετα κριτήρια, λόγω και της σημασίας που οι τράπεζες διαδραματίζουν για μια τοπική κοινωνία. Αποτελεί γεγονός ότι η χώρα μας έχει δύσβατη μορφολογία, χωρίς αναπτυγμένες κρατικές υποδομές. Η αποκοπή μέρους του πληθυσμού από χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες είναι πιθανό να αποτελέσει έναν επιπλέον ανασταλτικό αναπτυξιακό παράγοντα. Παράλληλα, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε και το γεγονός, ότι η ελληνική οικονομία στηρίζεται σε ποσοστό που ξεπερνάει το 98% σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες δρουν σε τοπικό επίπεδο. Η έλλειψη προσφοράς τραπεζικών υπηρεσιών, μπορεί να δημιουργήσει για τις επιχειρήσεις αυτές πρόσθετα προβλήματα τόσο ως προς τις εναλλακτικές δυνατότητες που τους προσφέρονται όσο και ως προς την δυνατότητα άμεσης διεκπεραίωσης των υποθέσεων που τους αφορούν.
Θα ήταν σκόπιμο υπό το πρίσμα των επερχόμενων εξελίξεων στον τραπεζικό κλάδο, παρόμοια ζητήματα να ληφθούν σοβαρά υπόψη, προκειμένου οι εξελίξεις ενός τόσο σημαντικού τομέα της οικονομίας να μην επιφέρουν αλυσιδωτές αντιδράσεις και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στις μικρές κοινωνίες. Ίσως η πιο δόκιμη λύση να ήταν ο τραπεζικός τομέας με τη συμμετοχή και του κράτους πριν τις όποιες αποφάσεις να λάβει σοβαρά υπόψη του τις συγκεκριμένες παραμέτρους.
Κατερίνα Φαρμάκη – Γκέκη
Βουλευτής ΠΑΣΟΚ Ν.Κορινθίας