Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την εν γένει υπόσταση αυτού που στην πολιτική πρακτική αποκαλούμε «αντιπολίτευση». Μέσα σε μια πολύ οξυμένη περίοδο γενικευμένης κρίσης – η κρίση δεν είναι μόνο πολιτική όπως πολλοί αρέσκονται να λένε – το να τίθεται θέμα περί «πολιτικής ορθότητας» της αντιπολίτευσης, είναι συζήτηση που γίνεται – κατά τη γνώμη μου – τουλάχιστον εκ του πονηρού και φέρει ελατήρια που βλάπτουν το συμφέρον της χώρας.
Δεν είμαι σίγουρος ότι πράγματι οι εγκέφαλοι, που ένα πρωί διαπίστωσαν ξαφνικά ότι η ρητορική και πρακτική που ακολουθούσαν εδώ και δεκαετίες είναι λανθασμένες, έχουν προβεί σε αυτή την αλλαγή πλεύσης με αγαθά κίνητρα. Δεν με έχουν πείσει για τις προθέσεις τους και κυρίως δεν με έχουν πείσει ότι όλο αυτό δεν το πράττουν απλώς και μόνο για να διατηρηθούν γαντζωμένοι σε θώκους που τους επιτρέπουν να συμπεριφέρονται «φεουδαρχικά» απέναντι σε μια κοινωνία που τους πίστεψε και μέσα σε μερικούς μήνες, ανερυθρίαστα, της επιτέθηκαν καθιστώντας την, λεκτικά, συνυπεύθυνη για τα χάλια που κάποτε αποτελούσαν τα θεμέλια της πολιτικής ρητορικής τους.
Ακόμα περισσότερο, θεωρώ χυδαία τη λογική που λέει ότι αφού φτάσαμε εδώ, θα πρέπει να ακολουθήσουμε πειθήνια και τυφλά εκείνα που εμφανίζονται με ποικίλους τρόπους – σκοτεινούς και φανερούς – ως … ορθολογικά. Πιστεύω όμως, ότι είναι ακόμα περισσότερο εξοργιστικό, εκείνοι που έβαλαν την ελληνική κοινωνία στη λογική της επιδοτούμενης αγροτιάς, του επιδοτούμενου συνδικαλισμού, της επιδοτούμενης επιχειρηματικότητας, των «κινημάτων» των αγροτικών συνεταιρισμών, του επιδοτούμενου κομματισμού, της στείρας αντιπολίτευσης με τα ξεβρακώματα στο κέντρο της Αθήνας, των δακρύων στα λιμάνια, των λυγμών στα ναυπηγεία που στη συνέχεια εξευτελιστικά πούλησαν, φροντίζοντας όμως να διατηρήσουν έμμισθα και στις δύο πλευρές τους δικούς τους ανθρώπους, αυτοί οι ίδιοι σήμερα εμφανίζονται ως τιμητές και αγωνιστές ενάντια σε αυτές τις παθογένειες.
Μπορώ να δεχθώ ότι κάποιος, στο πέρασμα του χρόνου, πιθανώς μπορεί να αλλάξει άποψη και οπτική, μπορεί να αλλάξει θέσεις και γνώμη, δεν θα τον καταστήσω όμως και προνομιακό διαχειριστή της ανάταξης και ανάτασης της ελληνικής πολιτείας ενάντια σε εκείνα που ο ίδιος δημιούργησε και καλλιέργησε. Μπορώ να τον βοηθήσω να βάλει σε τάξη τον «βαθύ» πολιτικό του αποπροσανατολισμό, αλλά δεν θα τον καταστήσω και πυξίδα της πολιτικής μου στάσης.
Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί που σήμερα εγκαλούν τη Νέα Δημοκρατία και τον Αντώνη Σαμαρά για την αντιπολιτευτική της στάση ; Εκείνοι που μέχρι χθες έλεγαν ακριβώς το αντίθετο σε οτιδήποτε πρεσβεύει – με απόλυτη συνέπεια – αυτή η παράταξη τα τελευταία 37 χρόνια ; Εκείνοι οι οποίοι τελικά ξύπνησαν από τον «κρατιστικό» τους λήθαργο και σήμερα ήρθαν να αποκαλέσουν τους πελάτες τους «κοπρίτες» ; Εκείνοι οι οποίοι ξεφτίλισαν την έννοια και το συμβολισμό του «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» ;
Τι επιζητά άραγε να μας πει σήμερα ακόμα και ο κος Μητσοτάκης με τη φράση του «να βοηθήσουν όλοι την Κυβέρνηση» ; Τι θέλει ; Να βγούμε και να λύσουμε το «εσωτερικό» πρόβλημα που έχει το ΠΑΣΟΚ με τη ΓΕΝΟΠ, τον κ. Παναγόπουλο και τον κ. Παπασπύρο ; Ξέχασε φαίνεται ο πρώην πρωθυπουργός τις περιόδους του Κολλά και λοιπών «προοδευτικών» δυνάμεων.
Η αντιπολίτευση είναι θεσμικός αγώνας, συνεχής και αδιάλειπτος. Όταν γίνεται και με τρόπο δημιουργικό, με κατάθεση προτάσεων και εναλλακτικών λύσεων, τότε αποκτά προβολή στην πεμπτουσία του. Η αντιπολίτευση είναι προαπαιτούμενο και προϋπόθεση δημοκρατίας όταν βασίζεται σε καθαρά πολιτικοϊδεολογικό πλαίσιο και δεν έχει ως στόχο τον «πατερουλισμό» συνδικάτων, συντεχνιών, συλλόγων και συνεταιρισμών.
Έχουν κάνει ένα μεγάλο λάθος οι τηλεαστέρες της «αντικειμενικής» ενημέρωσης. Όταν η Ελλάδα μπήκε στο Μνημόνιο, δεν είχε μαζί του ο Στρος Καν καμία κολυμβήθρα αναβάπτισης πολιτικών παραγόντων. Δεν εξαγνίστηκαν και δεν επαναπροσδιορίστηκαν. Η σημερινή πολιτική συμπεριφορά του ΠΑΣΟΚ είναι επιφανειακή, αποτελεί απλώς τέχνασμα της ηγεσίας του και των «ευνοημένων» πέριξ αυτής.
Αυτοί λοιπόν, ακολούθησαν τον εύκολο δρόμο της εξαθλίωσης της μεσαίας τάξης της Ελλάδας και προτίμησαν να βυθίσουν έναν λαό στην απόγνωση προκειμένου να μην αναγνωρίσουν τα ιστορικά τους λάθη. Αν η πολιτική είχε ως πυρήνα απλώς το να αναδεικνύει «καλούς διαχειριστές» δεν θα υπήρχε ανάγκη εκλογικών διαδικασιών. Θα ήταν κάτι το οποίο κάποιος θα μπορούσε απλώς να το σπουδάσει σε μια σχολή και μετά να εξειδικευθεί με ένα μεταπτυχιακό.
Η πολιτική απαιτεί πνευματική εγρήγορση, συνέπεια και διορατικότητα. Απαιτεί πάθος για την ιδέα, αγώνα για το αύριο. Βασίζεται στην καθαρή ματιά που κοιτάει ευθεία και δεν χαμηλώνει τη φωνή της στα δύσκολα. Απαιτεί θυσία, χρειάζεται να είναι κανείς έτοιμος να τσαλακωθεί, να γίνει «κακός» με τους «ορθολογικούς», να συγκρουστεί, να εκνευριστεί, να αδικηθεί, να πονηρευτεί απέναντι σε όλα εκείνα που προσπαθούν να του παρουσιάσουν μπροστά του αδιέξοδα. Και αυτό ας το κάνει από όποια πλευρά θέλει, από όποιο κόμμα θέλει, από όποια θέση επιλέξει. Δικαίωμά του.
Έτσι λοιπόν και η αντιπολίτευση είναι θεσμικός αγώνας και δικαίωμα της ίδιας της κοινωνίας που έχει την ανάγκη να ακούει που και που και κάτι άλλο, κάτι άλλο από εκείνο που σχεδόν όλοι προσπαθούν να την πείσουν ότι είναι μονόδρομος. Τιμητές όμως των συνεπώς ιδεών μας δεν θα επιτρέψουμε να αποκτήσουμε. Θα λογοδοτήσουν πρώτα αυτοί στην ιστορία και καλά θα κάνει η παράταξη της Νέας Δημοκρατίας να έχει το νου της αυτή τη φορά, η ιστορία να γραφτεί σωστά. Για να μη φτάσει πάλι μετά να προσπαθεί να ανατρέψει μέσα σε 5 χρόνια, νοοτροπίες που διαμορφώθηκαν και εγκαθιδρύθηκαν μέσα σε 30 - 40 χρόνια …
Βασίλειος Μπαλάφας
Πτυχιούχος Τηλεπληροφορικής & Διοίκησης – ΤΕΙ Ηπείρου
MSc in Data Communications – U of Kingston/Τμήμα Αυτοματισμού ΤΕΙ Πειραιά
Μέλος Πολιτικής Επιτροπής Νέας Δημοκρατίας