Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

«Οι ασπίδες των ηρώων» της Ελένης Λαδιά

«Οι ασπίδες των ηρώων» της Ελένης Λαδιά

κείμενο: Ελένη Λαδιά
Στην μνήμη της μητέρας μου, Ευδοξίας Λαδιά

Προτού περιγράψω τις ασπίδες των δύο μεγάλων ηρώων, του Αχιλλέως και του Ηρακλέους, θα αναφερθώ στην μελαγχολική ιστορία του Ευφόρβου, τρωικού ήρωα, ο οποίος σκοτώθηκε στην μάχη από τον Μενέλαο. Ο Πυθαγόρας πίστευε πως σε προηγούμενη ζωή του ήταν ο Εύφορβος, ο γιος του Πάνθου, αυτός που είχε νικήσει τον Πάτροκλο. Λέγεται πως η ασπίδα του Ευφόρβου αφιερώθηκε στη Αργεία Ήρα. Με «αναμφιλέκτοις τεκμηρίοις», με αδιαφιλονίκητα στοιχεία ο Πυθαγόρας απέδειξε πως ήταν ο Εύφορβος και έπαιζε μάλιστα στην λύρα του και τραγουδούσε μελωδικά τους ομηρικούς στίχους που αφορούσαν τον σκοτωμένο ήρωα.[1]
Η κόμη του, η όμοια με των Χαρίτων, βρεχόταν από αίμα/ καθώς και οι πλόκαμοι που ήταν δεμένοι με χρυσάφι και χαλκό σε σχήμα σφήκας. Κι όπως αυτός που καλλιεργεί βλαστάρι ευθαλούς ελιάς, σε τόπο ερημικό, όπου αναβρύζει άφθονο ύδωρ/ ωραίο και ανθηρό, βλαστάρι που το δονούν πνοές/ παντοίων ανέμων, κι ως είναι γεμάτο με άνθη λευκά/ έρχεται αιφνιδίως άνεμος με θύελλα μεγάλη/ το ξερριζώνει από τον χώρο του και το πετάει στη γη·/ έτσι τον γιο του Πάνθου, τον έμπειρο στο ακόντιο Εύφορβο αφού ο Ατρείδης Μενέλαος τον σκότωσε, του σύλησε τα όπλα.[2]
Η ασπίς του Αχιλλέως αναφέρεται στο Σ της Ιλιάδος (στ.468-617). Για την σωτηρία του γιου της, η θαλασσοθέα Θέτις παρακάλεσε τον Ήφαιστο να του φτιάξει τα όπλα. Ο σιδηρουργός θεός χρησιμοποίησε τα στοιχεία: χαλκό, κασσίτερο, χρυσό, ασήμι. Η επιφάνειά της ήταν χωρισμένη σε ομόκεντρους κύκλους ή δακτυλίους. «Η ασπίς ήταν μεγάλη και περίτεχνη, ενώ γύρω της υπήρχε λαμπρή τριπλή στεφάνη, από όπου κρεμόταν ένα ασημένιο λουρί. Η εικονογράφηση στην επιφάνειά της έχει σκηνές κυρίως της καθημερινότητας. Κάθε σκηνή εισάγεται με ένα νέο ρήμα δράσης.»[3] Στον πρώτο δακτύλιο, η σκηνή εισάγεται με το ρήμα έτευξε (στ.483), στον δεύτερο με το ρήμα ποίησε (στ.490), στον τρίτο με το ρήμα ετίθει (στ.541), στον τέταρτο με το ρήμα ποίησε (στ.573), στον πέμπτο με το ρήμα ποίκιλλε (στ.590) και τέλος, στην στεφάνη, με το ρήμα τίθει (στ.606).
Περιλαμβάνονται ακόμη και ηχητικές εντυπώσεις: οι άνδρες και οι γυναίκες τραγουδούν (στ.493, 520-2), τα βοοειδή μουκρίζουν, το ρέμα κελάρυζε (στ.575-6, 580). Στον πρώτο δακτύλιο ο Ήφαιστος έτευξε σκηνή κοσμολογική: την γη, τον ουρανό, την θάλασσα, τον ακούραστο ήλιο, την πανσέληνο, τους αστερισμούς Πούλια, Ωρίωνα, Ταύρο και Άρκτο. Στον δεύτερο δακτύλιο απεικονίζονται δύο πόλεις: η πόλη της ειρήνης με τα νυφιάτικα τραγούδια και τους χορούς, τις νύφες να βγαίνουν από τα σπίτια με αναμμένες λαμπάδες και να περιφέρονται στους δρόμους, τους νέους να χορεύουν στον αέρα και τις γυναίκες στημένες μπροστά στην θύρα τους να παρατηρούν το γλέντι. Σε άλλη σκηνή, στην αγορά, γίνεται δίκη και καυγάς δύο ανδρών για το φονικό ενός ανθρώπου. Οι γέροντες καθισμένοι σε πέτρινα πεζούλια στον ιερό περίβολο, κρατώντας τα ραβδιά τους, έβγαζαν την απόφασή τους. Στη μέση αφημένα δύο τάλαντα χρυσού, αμοιβή για τον πιο δίκαιο αγορευτή. Στην δεύτερη πόλη, πολεμική σε αντίθεση με την πρώτη, εικονίζονται δύο στρατοί με λάμπουσες αρματωσιές. Δεν έχουν ξεκαθαρίσει όμως αν θέλουν να καταστρέψουν την πόλη η απλώς να την συλήσουν. Πάνω στα τείχη για να προστατευθούν έστεκαν γυναικόπαιδα και γέροντες. Οι στρατοί όμως προχωρούσαν, κι ανάμεσά τους πανύψηλοι (όπως απεικονίζονται οι θεοί και οι αφηρωισμένοι νεκροί) βρίσκονταν ο Άρης και η Αθηνά Παλλάς, ολόχρυσοι και στα χρυσά ενδεδυμένοι. Οι στρατιώτες στήνοντας ενέδρα στο ποτάμι, χύμηξαν πάνω στα κοπάδια με τα βόδια και τα όμορφα αρνιά και σκότωσαν τους βοσκούς. Στο μεταξύ, η άλλη στρατιά ακούγοντας την ταραχή από τα ζώα, όρμησε και έγινε μια παραποτάμια μάχη, με πρωτοστάτες την Έριν, τον Κύδοιμον (δαίμονα της ταραχής) και την μοίρα του θανάτου (Κηρ) να σέρνει άλλον τραυματισμένο, άλλον αλώβητο ή ακόμη και νεκρό.
Στον τρίτο δακτύλιο απεικονίζεται ένα χωράφι νέο, καλά οργωμένο, και γεωργοί που δούλευαν. Όταν έφταναν στην άκρη του χωραφιού, κάποιος τους πλησίαζε και τους πρόσφερε μια κούπα κρασί. Το έπιναν και ξαναγυρνούσαν στην δουλειά τους. Η οργωμένη γη φαινόταν μαύρη, κι ας ήταν χρυσή. Ο Ήφαιστος έφτιαξε εκεί κι ένα βασιλικό κτήμα, όπου αμίλητος ο βασιλεύς και με την ράβδο στο χέρι επιτηρούσε ευχαριστημένος τους θεριστές. Πιο εκεί οι κήρυκες κάτω από μια βαλανιδιά έψηναν ένα σφαγμένο βόδι, ενώ οι γυναίκες ζύμωναν λευκό ψωμί να φάνε οι θεριστές. Υπήρχε ακόμη ένα μεγάλο αμπέλι, φορτωμένο με σταφύλια, όμορφο και χρυσό, όπου ζωηροί νέοι και παρθένες μετέφεραν τον μελιηδή καρπό μέσα σε πλεκτά κοφίνια, ενώ στο μέσον ένα αγόρι με συνοδεία της κιθάρας του τραγουδούσε τον Λίνο, πανέμορφο άσμα.
Στον τέταρτο δακτύλιο φτιάχνει ο θεός μια αγέλη ορθοκεράτων βοδιών· τα ζώα ήταν φτιαγμένα από χρυσό και κασσίτερο, κι έβγαιναν γρήγορα με μυκηθμό από την κοπριά, για να βοσκήσουν πλάι στο κελαρυστό ποτάμι, κοντά στον ευλύγιστο καλαμιώνα. Χρυσοί ήταν οι τέσσερις βοσκοί που τα συνόδευαν και εννέα τα ταχύποδα σκυλιά. Όμως δεν πρόλαβαν να τα σώσουν από τα άγρια λιοντάρια, που ξέσχισαν κι έναν ταύρο, του ήπιαν το αίμα και τον καταβρόχθισαν. Σε αντίθεση με την άγρια σκηνή, έφτιαξε ο Ήφαιστος έναν μεγάλο βοσκότοπο για τα λευκά πρόβατα και δίπλα στάνες, ποιμενικές καλύβες και μαντριά.
Στον πέμπτο δακτύλιο τεχνούργησε ο ένδοξος χωλός ένα χοροστάσιο, ίδιο με εκείνο που στην ευρύχωρη Κνωσσό έφτιαξε ο Δαίδαλος για την καλλιπλόκαμη Αριάδνη. Εκεί άγαμοι νέοι και πολύφερνες παρθένες χόρευαν, πιασμένοι από το χέρι. Αυτές φορούσαν λινά ενδύματα κι εκείνοι καλοΰφαντους χιτώνες. Οι κόρες έφεραν πλεγμένα στεφάνια στο κεφάλι, ενώ οι νέοι κρατούσαν χρυσά μαχαίρια με ασημένια λουριά. Εκτός από τον κυκλικό χορό τους υπήρχε κι ο αντικριστός. Ο κόσμος γύρω τους ήταν πολύς και θαύμαζε τον όμορφο χορό τους. Κοντά ήταν κι ο θείος αοιδός με την κιθάρα του, ενώ δύο κυβιστήρες (σχοινόβατες) περιστρέφονταν κάνοντας άλματα.
Στο τέλος, χάραξε στην άκρη της στεφάνης την ακατάπαυστη ροή του Ωκεανού. Έτσι, με τα κοσμογονικά στοιχεία αρχίζει και τελειώνει ο διάκοσμος της ομηρικής ασπίδος του Αχιλλέως.
Η ασπίς του Ηρακλέους, έργο που αποδίδεται μάλλον στον Ησίοδο, είναι γραμμένη τον έκτο προχριστιανικό αιώνα· πολύ νεότερη από την ομηρική του Αχιλλέως (9ος-8ος αι.) Ο ομβριμόθυμος (γενναιόψυχος) ήρωας ετοιμάζει τα όπλα του: φόρεσε τις περικνημίδες, τις φτιαγμένες από λαμπρό ορείχαλκο, δώρο του Ηφαίστου. Μετά τοποθέτησε στο στήθος του τον χρυσό και πολυποίκιλτο θώρακα, δώρο της Αθηνάς, όταν επρόκειτο να αρχίσει τους σκληρούς του άθλους. Γύρω στους ώμους του είχε το σιδερένιο ξίφος, ενώ στην πλάτη του την κοίλη φαρέτρα με τα πολλά βέλη. Πήρε κοντάρι με αιχμή από αστραφτερό χαλκό και στερέωσε στο κεφάλι του την ωραία, πλουμιστή και αδαμάντινη περικεφαλαία. Στο τέλος έλαβε την πολυποίκιλτη ασπίδα, την δυνατή τόσο, ώστε κανείς δεν την έσχισε ούτε την τρύπησε. Ήταν θαυμάσια στην όραση, θαύμα ιδέσθαι.
Γύρω-γύρω ολόκληρη με τίτανο, άσπρο ελεφαντόδοντο, Με ήλεκτρο κρυφόλαμπε και με λαμπρό χρυσό/ {άστραφτε, και ζώνες από κύανο τη διατρέχανε.}[4]
Κατόπιν, αρχίζει ο εικονογραφικός πλούτος της επιφάνειάς της. Στο κέντρο υπήρχε η απεικόνιση του Φόβου με τα λαμπερά μάτια και τα κάτασπρα δόντια, ενώ στο βλοσυρό του πρόσωπο (επί δε βλοσυροίο μετώπω) πετούσε η Έρις, που ξεσήκωνε τους άνδρες για την μάχη. Απεικονιζόταν επίσης η Προΐωξις και η Παλίωξις[5] και στην σειρά μία προσωποποιημένη απεικόνιση εννοιών, η Βοή, ο Φόνος, η Ανδροκτονία, η Έρις, ο Κύδοιμος (ο αλαλαγμός) και η ολέθρια Κηρ (η μοίρα του θανάτου) με ματωμένο το ένδυμα στους ώμους της από το αίμα των ανδρών, γιατί άλλον έσερνε τραυματισμένο, άλλον ζωντανό κι άλλον νεκρό. Εικονίζονταν και δώδεκα κεφάλια φοβερών φιδιών, που τρόμαζαν τα πλήθη των ανθρώπων. Επίσης, αγέλες κάπρων και λεόντων ορμούσαν οργισμένες. Υπήρχε και παράσταση των Λαπιθών γύρω από τον βασιλέα τους, Καινέα, και τους άλλους αρχηγούς κι απέναντί τους συγκεντρωμένοι οι Κένταυροι γύρω από τους δικούς τους ήρωες. Ήταν εκεί τα ταχύποδα άλογα του Άρεως, καθώς και ο ίδιος ο θεός του πολέμου. Κοντά και η Τριτογένεια, η θυγατέρα του Διός, δορυφόρος, με χρυσή περικεφαλαία και την αιγίδα γύρω στους ώμους της. Σε αντίθεση με αυτές τις φοβερές σκηνές είναι ο χορός των αθανάτων με τον Απόλλωνα στο μέσον να παίζει την χρυσή του φόρμιγγα και τις Πιερίδες Μούσες να τραγουδούν γλυκά.
Στην επιφάνεια της ασπίδος, ο Ήφαιστος έφτιαξε έναν κυκλικό λιμένα από καθαρό κασσίτερο και εντός του ήταν δελφίνια, που έτρεχαν να πιάσουν τα χάλκινα ψάρια. Απεικονιζόταν και ο γιος της Δανάης, ο Περσεύς, ολόχρυσος κι έφερε στα πόδια του φτερωτά πέδιλα. Δεν στηριζόταν πουθενά και πετούσε όπως η σκέψη (ο δ’ώς τε νόημα αποτάτο). Στην πλάτη του κρεμόταν ένας κροσσωτός σάκος, όπου ήταν το κεφάλι της τρομερής Γοργούς. Πίσω του έτρεχαν οι αδελφές της, Γοργόνες, για να τον πιάσουν. Πιο πέρα, στην μια μεριά εικονίζονταν πάνοπλοι άνδρες, που υπερασπίζονταν την πόλη και τους γονείς τους, ενώ από την άλλη ένοπλοι ήθελαν να την κυριεύσουν. Πολλοί ήταν πεσμένοι καταγής, αλλά οι περισσότεροι έδιναν μάχη. Οι γυναίκες που ήταν ανεβασμένες σε χάλκινους πύργους ούρλιαζαν δυνατά γδέρνοντας τις παρειές τους. Όλοι τους στο περίφημο έργο του Ηφαίστου έμοιαζαν σαν ζωντανοί. Μέσα στον αλαλαγμό βρίσκονταν και οι άγριες Κήρες του θανάτου, που λογομαχούσαν μεταξύ τους, διότι ήθελαν να πιουν το μαύρο αίμα των φονευθέντων. Δίπλα τους εικονίζονταν οι Μοίρες Κλωθώ και Λάχεσις, ενώ η Άτροπος, μολονότι ήταν μικρόσωμη και δεν έμοιαζε με μεγάλη θεά, ήταν πιο ηλικιωμένη και σοφότερη. Κοντά στεκόταν η Αχλύς, εξαθλιωμένη και φοβερή, ωχρή κι εξαντλημένη από την πείνα αλλά με γόνατα παχιά. Είχε μακριά νύχια, μύξες στην μύτη ενώ από τις παρειές της έτρεχε αίμα.
Στην επιφάνεια της ασπίδος εικονιζόταν και μία πόλη με ωραίους πύργους και επτά χρυσές πύλες. Εδώ εκτυλίσσονταν σκηνές ευδαιμονίας: άνθρωποι χαρούμενοι χόρευαν, άλλοι οδηγούσαν την νύφη στο σπίτι του ανδρός της πάνω σε καλλίτροχη άμαξα, λέγοντας νυφιάτικο τραγούδι, ενώ η ηχώ σκορπούσε τις γλυκόφωνες μελωδίες. Νεαροί κωμαστές χόρευαν και τραγουδούσαν με ευθυμία, οι γεωργοί όργωναν την θεία γη, οι θεριστές έκοβαν με τα δρεπάνια τους τις βαριές από στάχυα καλαμιές, σαν τον καρπό της Δήμητρος, άλλοι τρυγούσαν τα αμπέλια κι άλλοι κουβαλούσαν στα κοφίνια τους μαύρα και λευκά σταφύλια. Άλλοι κυνηγούσαν λαγούς κι άλλοι αγωνίζονταν σε αρματοδρομίες. Όλες ειρηνικές σκηνές, γεμάτες κάλλος και δεξιοτεχνία. Στον κύκλο της ασπίδος έρρεε ο μέγας Ωκεανός, όπου εντός πετούσαν και κολυμπούσαν κύκνοι, καθώς και παιγνιδιάρικα ψάρια. Ήταν ένα θαυμάσιο έργο, ακόμη και να το βλέπει ο Ζευς, ο οποίος έδωσε την εντολή στον Ήφαιστο να το κατασκευάσει για τον άλκιμο γιο του. Ο Ηρακλής πήρε την ασπίδα και την έσειε.
Στους τελευταίους αλλά αρκετούς στίχους του έργου, περιγράφεται η μονομαχία του Ηρακλέους και του Κύκνου. Για την ιστορία, αυτός ο Κύκνος ήταν γιος του Άρεως και της Πελοπίας. Σκοτώθηκε σχεδόν αμέσως στην μονομαχία με τον Ηρακλέα. Ήταν άνθρωπος αιμοβόρος και έκλεβε τα προσκυνήματα από τους πιστούς επισκέπτες των Δελφών. Τους σκότωνε και τους λεηλατούσε. Όταν πέθανε ο Κύκνος, συνέχισε την μονομαχία ο Άρης του πολέμου. Η προστάτρια όμως του ήρωα, κατά την ησιόδεια εκδοχή, έκανε να αστοχήσει το ακόντιό του, ενώ ο Ηρακλής χτύπησε τον θεό στον μηρό εξαναγκάζοντάς τον να αποσυρθεί στον Όλυμπο. Αυτή η τρομερή μονομαχία περιγράφεται στην ασπίδα του Ηρακλέους.
Είναι οφθαλμοφανή τα κοινά σημεία των δύο ασπίδων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ιαμβλίχου, Περί του πυθαγορικού βίου, μτφρ. Α. Πέτρου, εκδ. Ζήτρος 2001. Επίσης, Πορφυρίου, Η ζωή του Πυθαγόρα, μτφρ. Σταυρούλας Λαμπροπούλου, Αθήνα 1978.
[2] Ομήρου, Ιλιάς Ρ στ.50-60, η μτφρ. είναι της συγγραφέως.
[3] Για μία εμπεριστατωμένη περιγραφή και σχόλια για την ασπίδα του Αχιλλέως, βλ. Ομήρου Ιλιάδα, κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα υπό M.W. Edwards, τόμος Ε, ραψωδίες Ρ και Υ, μτφρ. Μαρία Καίσαρ, επιμέλεια Αντώνης Ρεγκάκος, εκδ. University Studio Press 2003.
[4] Ησιόδου, Έργα και ημέρες. Θεογονία. Η ασπίδα του Ηρακλή, μτφρ. Σταύρου Γκιργκένη, πρόλογος Δανιήλ, Ι. Ιακώβ, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, παράρτημα, Σταύρος Γκιργκένης, εκδ. Ζήτρος 2001
[5] Προΐωξις, η προδίωξις, η καταδίωξις· αντίθετο είναι η Παλίωξις, η προς τα πίσω καταδίωξις των διωκόντων. 


diastixo.gr