Το τραγούδι της Ζάχολης
Στο τραγούδι ο Παναγιώτης Λάλεζας , στο κλαρίνο ο Κώστας Γιαννακόπουλος
Κάποια δημοτικά Κάποια είναι ντόπια κάποια παραλλαγές άλλων.
Γιά τον ξεσηκωμό στη Ζάχολη στις 14 Μαρτίου 1821
Ο ΓΟΥΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ
Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν τ’ αηδόνια,
κρυφά το λέει ο Γερμανός από τον Προφήτη Ηλίια.
"Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξομολογηθήτε,
δεν ειν’ ο περσινός καιρός κι' ο φετινός χειμώνας.
Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Να διώξουμ' όλη την Τουρκιά η να χαθούμε ούλοι".
---------------------------------------------------------------
Το παρακάτω αναφέρεται στη μάχη των Μαυραλιθαρίων , την νίλα του στρατού του Δράμαλη και στον Καπετάνιο της Ζάχολης Παναγιωτάκη Γεραρή
Τι αχλοβόι γίνεται
στης Εχτενής τα πλάγια
στη Κουρια, στις Ψωροσπηλιές
και στα Μαυραλιθάρια
Πολλά τουφέκια αφογκρώ
αντιλαλάν οι ράχες.
βροχή τα βόλια πέφτουνε
τους Τούρκους ξολοθράνε.
Γεραρή Παναγιωτάκη
τον λέν τον καπετάνιο
βάρα βάρα καπετάνιο
βαρα κι ας πεθάνω
Του Δράμαλη τ΄απομεινάρια
λείωνουνε στα Μαύρα Λιθάρια
Άντε καημένη Ζάχουλη
που έγινες βιργιάνη
ο καπετάνιος να΄ναι καλά
πάλι σε ξαναφτιάνει
----------------------------
Ήρθαν παράρθαν οι καιροι
παράρθαν και τα χρόνια
φυλά κι ο Σπύρος Βυζάς
την καπετανοπουλα
-----------------------------
Κλέφτικο της εποχής :
Τρεις περδικούλες κάθουνται ψηλά στη Ντουρντουβάνα
Η μια τηράει του Φονιά, γη άλλη κατ' τη Λάστα,
και η τρίτη, νη καλύτερη, μοιριολογάει και λέει.
- Αλέξη κάτσε φρόνιμα, κάτσε να προσκυνήσεις!
Πέντε πασάδες έρχονται μες του Φονιά τον κάμπο
και κυνηγάν την Κλεφτουργιά και τους καπεταναίους
και τότε πούθε θα κρυφτείς και που θα ξεχειμάσεις;
- Εγώ σας τόειπα μια βολά, σας τόειπα τρεις και πέντε,
Τούρκους εγώ δε σκιάζουμαι, πασάδες δε φοβάμαι.
Πασά μου έχω το σπαθί, βεζύρη το ντουφέκι...
Τα βόλια μου του ντουφεκιού στέλνω να προσκυνήσουν
να προσκυνήσουν τον πασά και Τούρκους να φιλήσουν.
Κι αν τύχει και να σκοτωθώ, στο νου μου δεν το βάνω
Και συ μάνα μ' μη λυπηθείς και μη μαυροφορέσεις.
Το γιό σου κι αν σκοτώσουνε ήτανε παλικάρι.
Τα παλικάρια δεν τα κλαιν, δεν τα μοιριολογάνε!
Κι ένα αφιερωμένο στον Παπανίκα (Γεώργιος Νίκας - παπάς και καπετάνιος της Καστανιάς)
Πολλοί μαζί Παπανίκα μου
πολλοί μαζί δεν κάνουμε
τρία καπετανάτα.
Ελάτε να Παπανίκα μου
ελάτε να χωρίσουμε
να γίνουμε μπουλούκια
Το 'να να πάει Παπανίκα μου
το 'να να πάει στη Ζάχολη
τ' άλλο να πάει στου Γκούρα.
Το τρίτο με Παπανίκα μου
το τρίτο με τον αρχηγό
στην Καστανιά να κάτσει.
Η Κορινθιακή παραλλαγή του τραγουδιού των Κολοκοτρωναίων :
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ' αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
που 'χουν τ' ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα πάν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν' αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
"Χριστέ μας, 'βλόγα τα σπαθιά, 'βλόγα μας και τα χέρια".
Κι ό Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
"Τούτ' οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργη μ', στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λιοντάρι,
εγώ πάω στην Καρύταινα, πάω στους εδικούς μου,
ν' αφήσω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου,
'τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω".
Κι ένα ακόμα για τις προετοιμασίες και την αρχή του ξεσηκωμού :
Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν τ’ αηδόνια,
κρυφά το λέει ο γούμενος από την Άγια Λαύρα.
"Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξομολογηθήτε,
δεν ειν’ ο περσινός καιρός κι' ο φετινός χειμώνας.
Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Να διώξουμ' όλη την Τουρκιά η να χαθούμε ούλοι".
Το παρακάτω, που τραγουδιόταν στην Κορινθία. μάλλον εννοεί τα τρίκορφα πάνω από τον Αγιο Σώστη και όχι αυτά της Τρίπολης. Δείχνει πόσο εντυπωσιακός ήταν ο Κολοκοτρώνης οταν διοικούσε και πόσο άφοβος ήταν ο Νικηταράς :
Στα Τρίκορφα μέσ' στην κορφή, Κολοκοτρώνης πολεμεί
Μέσ' στα Τρίκορφα στη ράχη, πάει το αίμα σαν αυλάκι.
Κολοκοτρώνης φώναξε, κι όλη η Τουρκιά ετρόμαξε.
Γιέ μ' ο Θοδωρής φωνάζει και το στράτευμα προστάζει.
Που είσαι ,μωρέ Νικηταρά, πόχουν τα πόδια σου φτερά;
Πάς στους κάμπους και κοιμάσαι και τους Τούρκους δε φοβάσαι.
Για την πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς :
Ήταν ημέρα βροχερή και νύχτα χιονισμένη,
όταν για την Τριπολιτσά νεκίνησ’ ο Κιαμίλης.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει
και εις το δρόμο το Θεό παρακαλεί και λέει:
Κάνε Θεέ μ’ τους προεστούς, κάνε τους δεσποτάδες
να εύρω, στο κεφάλι τους να πάρουν τους ραγιάδες,
να μην σηκώσουν άρματα και πάνε με τους κλέφτες.
Σαν έφτασε, και οι Ρωμιοί επλάκωσαν το κάστρο,
τους Τούρκους έκλεισαν στενά, βαριά τους πολεμούσαν.
Κολοκοτρώνης φώναξεν από το μετερίζι:
- Προσκύνησε, Κιαμίλμπεη, στους Κολοκοτρωναίους,
να σου χαρίσω τη ζωή εσέ και τα παιδιά σου,
εσέ και τα χαρέμια σου κι’ όλην τη γενιά σου.
- Μετά χαράς σας, Έλληνες, κι’ εσείς καπεταναίοι,
ευθύς να προσκυνήσωμε στους Κολοκοτρωναίους.
Μπουλούκπασης εφώναξε ν’ απάν’ από την τάμπια:
- Δεν προσκυνούμε, ν’ άπιστοι, σ’ εσάς βρωμοραγιάδες!
Έχουμε κάστρα δυνατά και βασιλιά στην Πόλη,
έχουμε στράτεμα τρανό και Τούρκους παλικάρια,
που τρώνε πέντε στο σπαθί και δέκα στο τουφέκι,
και δεκαπέντε στ’άλογο, διπλούς στο μετερίζι.
- Τώρα να ιδήτε, φώναξε τότ’ ο Κολοκοτρώνης,
να ιδήτ’ ελληνικά σπαθιά και κλέφτικα τουφέκια,
πώς πολεμούν οι Έλληνες και πελεκούν τους Τούρκους!
Τρίτη,Τετράδη, θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε –ποτέ να μη ’χε φέξει–
έβαλαν οι Ρωμιοί βουλή το Κάστρο να πατήσουν.
Σαν αετοί πηδήξανε, εμπήκαν σαν πετρίτες
κι’ άδειασαν τα τουφέκια τους, τη λιανομπαταρία.
Κολοκοτρώνης φώναξεν απ’ τ’ Αηγιωργιού την πόρτα:
- Μολάτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,
Βάλετε την Τουρκιάν εμπρός, σαν πρόβατα στη μάντρα.
Τους πήγαν και τους έκλεισαν εις τη μεγάλη ντάπια.
Απολογάτ’ο Κεχαγιάς, λέει του Κολοκοτρώνη:
Κάμε νισάφι στην Τουρκιά, κόψε μον' άσε κιόλας!
- Τι μολογάς, βρωμότουρκε, Τι λες παλιομουρτάτη,
Νισάφι έκαμες εσύ εις την πικρή Βοστίτσα,
όπ’ έσφαξες τ’ αδέλφια μας και όλους τους εδικούς μας;