Άρθρο του Χρήστου Α. Κατσαρού (Chris Sintiki)
Οι μέρες που θα ακολουθήσουν είθισται να λέγεται πως είναι μέρες αγάπης και βοήθειας προς τους αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη χωρίς να γίνεται διάκριση σε χρώμα, φύλο, γένος, πατρίδα ή θρησκεία. Το πανανθρώπινο μήνυμα «αγαπάτε αλλήλους» δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο από αυτή τη συγκυρία, αφού τώρα έχουμε όλοι την μοναδική ευκαιρία να υπερβούμε τον εαυτό μας και παρά την οικονομική κρίση και τα προβλήματα που αυτή δημιούργησε να δείξουμε το ανθρώπινο πρόσωπο της κοινωνίας. Ωστόσο είμαστε πραγματικά έτοιμοι για κάτι τέτοιο;
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία
έρχεται αντιμέτωπη με φαινόμενα ξενοφοβίας και φυλετικού εθνικισμού που τη
γυρίζουν πίσω σε άλλες πιο σκοτεινές εποχές της Ιστορίας και σε πρακτικές που
μόνο περήφανο δεν θα μπορούσαν να κάνουν το ανθρώπινο γένος.
Είναι αλήθεια ότι τα φαινόμενα αυτά δεν
εμφανίστηκαν αιφνιδιαστικά εν μία νυκτί, αλλά οι γενεσιουργές αιτίες τους
προϋπήρχαν, ενώ το φαινόμενο του ρατσισμού εκκολαπτόταν λάθρα στους κόλπους της
κοινωνίας.
Αν
αναλύσουμε μία - μία αυτές τις αιτίες θα
διαπιστώσουμε ότι είναι πολύ βαθύτερες από την προφανή δυσαρέσκεια για την
προτίμηση αλλοδαπών στην αγορά εργασίας ή την έκρηξη της εγκληματικότητας λόγω της λαθρομετανάστευσης. Αυτά στάθηκαν
απλώς η Κερκόπορτα μέσα από την οποία κατάφεραν να εισχωρήσουν και να διακινηθούν επικίνδυνες ιδέες
που βρήκαν πρόσφορο έδαφος σε οργισμένους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου ή σε
αφελείς οπαδούς μιας πολιτιστικής και φυλετικής ανωτερότητας. Όμως, όπως
παραδέχεται η επιστήμη, προσδιορίζει` κανείς τον άλλο ανάλογα με το πώς
αυτοπροσδιορίζεται ο ίδιος ∙ οι έννοιες λοιπόν της ανωτερότητας ή της κατωτερότητας
μιας ομάδας ανθρώπων είναι σχετικές και έχουν να κάνουν με τις επικρατούσες
αξίες και παραδοχές της κάθε κοινωνίας και της κάθε εποχής. Η ρήση «πας μη Έλλην βάρβαρος» αποδεικνύει πως
η ετερότητα προσδιορίζεται μέσα από την ιδιοσυστασία του καθενός.
Έτσι
λοιπόν επειδή ουσιαστικά οι ‘‘άλλοι’’ είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας και των
κοινωνικών αξιών κάθε τι ξένο ή διαφορετικό προξενεί φόβο, είτε απέναντι στο
άγνωστο είτε απέναντι σε αυτό που αρνούμαστε να παραδεχτούμε. Οι κοινότητες
Ρομά και Αθιγγάνων ήταν οι πρώτες που ‘‘τραυματίστηκαν’’ κατά την κατακρήμνισή
τους από τις κοινωνικές συμπεριφορές ενός
κοινωνικοπολιτικού αλλά και οικονομικού Καιάδα πάνω στις οποίες επικάθισε και
το μένος εναντίον των οικονομικών μεταναστών από τρίτες χώρες. Εξάλλου, η
Ελληνική κοινωνία δεν είναι άμοιρη των ευθυνών της για ό,τι έχει συμβεί.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα ήταν αυτή που επέτρεψε άκριτα όλο αυτό το
μεταναστευτικό κύμα στην επικράτειά της και ότι οι ιδιώτες προσελάμβαναν
εργατικό προσωπικό από την αλλοδαπή με σκοπό την
οικονομική του εκμετάλλευση και την μείωση του κόστους, όταν μάλιστα οι ίδιοι
οι Έλληνες δεν καταδέχονταν να εργαστούν σε συγκεκριμένα επαγγέλματα, κατώτερα
των προσδοκιών και των φιλοδοξιών τους. Από την άλλη, η οικονομική εξαθλίωση
γεννά πάντα φαινόμενα εγκληματικότητας. Δημιουργήθηκε έτσι μία νοσηρή κατάσταση
φαύλου κύκλου της οποίας απότοκο είναι τα σημερινά φαινόμενα της ξενοφοβίας και
του ρατσισμού.
Ωστόσο, ούτε και οι λεγόμενοι οικονομικοί
μετανάστες είναι ανεύθυνοι για όσα έχει ζήσει η ελληνική κοινωνία: τα μπαράζ ληστειών και οι δολοφονίες με
ειδεχθή τρόπο πολλές φορές δίχως σοβαρό οικονομικό αντίκρισμα έχουν εξοργίσει
την ελληνική κοινωνία που ζητά εξυγίανση. Εντούτοις, αν και κανένας δεν
διαφωνεί σε κάτι τέτοιο, αυτό πρέπει να γίνει μέσα στα όρια του νόμου και της
συντεταγμένης πολιτείας. Οι πρακτικές
ξυλοδαρμών και διώξεων από πολίτες που δεν έχουν καμιά δικαιοδοσία μάλλον
αμαυρώνουν την εικόνα της χώρας και γίνονται πρόξενοι αντιδράσεων παρά ωφελούν.
Αν η ελληνική κοινωνία σταθεί αδρανής
μπροστά σε τέτοια φαινόμενα έκνομης βίας και παραβατικότητας από οπουδήποτε κι
αν αυτά προέρχονται, τότε θα κινδυνεύσει η κοινωνική σταθερότητα και η πολιτική
ζωή της χώρας θα βρεθεί απέναντι σε δυσάρεστες καταστάσεις που ήδη
προεικονίζονται αν τεθούν εκτός νόμου πολιτικοί σχηματισμοί που νόμιμα και
δημοκρατικά έχουν ψηφιστεί από ικανή μερίδα του εκλογικού σώματος και έχουν
καταλάβει μία θέση στο κοινοβούλιο. Η λήψη μιας τέτοιας απόφασης εν θερμώ θα
μπορούσε να καταστεί εξίσου επικίνδυνη με την αδράνεια. Εξάλλου, παρόμοια
ιδεολογήματα δεν αντιπαλεύονται με μέτρα καταστολής αλλά με πολιτικά
επιχειρήματα και πρακτικές που αναστρέφουν το κλίμα αβεβαιότητας. Η κατά κοινή ομολογία αποσύνθεση του πολιτικού
συστήματος, η διαφθορά και το ψεύδος, η οικονομική ανασφάλεια λόγω της κρίσης
και η εγκληματικότητα που έμοιαζε να μην
είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά
,
αφήνοντας τον πολίτη έκθετο και απροστάτευτο, ήταν αυτές που
δημιούργησαν τέτοιου
είδους κοινωνικές αντιδράσεις. Απαιτείται λοιπόν αλλαγή πλεύσης: πρέπει
χωρίς
αμφιβολία να απαλειφθούν πρώτα αυτά τα φαινόμενα κοινωνικής χαλάρωσης,
ώστε να
μην υπάρχει ούτε ίχνος υποψίας ανάπτυξης τέτοιων ιδεών. Βέβαια,
καθοριστικό
ρόλο στην διαμόρφωση της κατάστασης παίζει η παιδεία, με τη στενότερη
αλλά και
την ευρύτερη έννοια του όρου, αφού τα φαινόμενα μισαλλοδοξίας
διαμορφώνουν όχι μόνο πρακτικές, αλλά και συνειδήσεις. Πέραν λοιπόν
της ανθρωπιστικής πλευράς του
ζητήματος και την εκούσια ή ακούσια καταστρατήγηση των αξιών των οποίων
υπέρμαχος
εμφανίζεται μια ξενοφοβική μερίδα του ελληνικού λαού, το ζήτημα
παραμένει βαθιά
κοινωνικό και καθαρά πολιτικό.