Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Ελληνικό ελαιόλαδο, ευλογία Θεού

elaiolado
Το ελληνικό ελαιόλαδο ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα, ακόμη και των γειτονικών μας χωρών, κάτι που πιστοποιείται και από τους διεθνείς αρμόδιους οργανισμούς κάθε φορά. Ιδιαίτερα το κρητικό ελαιόλαδο, λόγω των κλιματολογικών συνθηκών και του εδάφους, υπερέχει σε ευεργετικές ιδιότητες, έχει, διαπιστευμένα, μειωμένη οξύτητα και προσφέρει μεγάλα κέρδη στους παραγωγούς. Ωστόσο η χώρα μας φέρεται εφησυχασμένη και δεν κινείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις των καιρών ώστε να εδραιώσει τη θέση της στη διεθνή αγορά.

Στην Κίνα ήδη από τη δεκαετία του ΄60 έχει αρχίσει η καλλιέργεια των ελαιόδεντρων και συνεχώς χρησιμοποιούνται τεχνικές βελτιώσεων. Οι Κινέζοι ενδιαφέρονται για την κερδοφόρα αυτή επένδυση και εισάγωντας ιταλικές και ισπανικές ποικιλίες, αλλά και την ελληνική Κορωνέικη, προσδωκούν να αυξήσουν το μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά. Ωστόσο αυτό αποδεικνύεται αρκετά χρονοβόρο και με μεγάλο κόστος αφού οι τοπικές καιρικές συνθήκες δεν ευνοούν. Το κλίμα όπου καλλιεργείται η ελιά είναι ξηρό με έντονες βροχοπτώσεις το Σεπτέμβριο και έλλειψή τους στα κρίσιμα στάδια για την παραγωγή, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο. Έτσι μια έκταση παρόμοια με τις καλλιεργούμενες εκτάσεις της Κρήτης, αποφέρει 50 φορές λιγότερο λάδι, που ταυτόχρονα υστερεί και στην ποιότητα.

Στην λατινική Αμερική αντίστοιχα Αργεντινή, Περού και Χιλή που έχουν στραφεί στην παραγωγή ελαιόλαδου αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Για να αποδώσει η καλλιέργεια πρέπει ο παραγωγός να ποτίζει με 1000 m3 το στρέμμα ενώ στην Κρήτη για να υπάρχει καλή παραγωγή απαιτούνται στην ίδια έκταση 150 και 200 m3. Επιπλέον κάθε 5-6 χρόνια παγετός καίει τα δέντρα.
Η μόνη αληθινά ανταγωνιστική για την Ελλάδα περιοχή παραμένει η Μεσόγειος. Μιλώντας στοMade in Creta ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών Χανίων Δρ. Κώστας Χαρτζουλάκης ο οποίος πρόσφατα επέστρεψε από την Κίνα (όπου ζητήθηκε η τεχνογνωσία του ελληνικού ινστιτούτου) υποστήριξε: «Εγώ δε φοβάμαι τις ξένες χώρες, φοβάμαι τους Έλληνες που έχουν παραμείνει στο έχουμε …καλό λάδι. Την ίδια ώρα που όλοι οι άλλοι προοδεύουν εμείς παραμένουμε στα ίδια. Δε στηρίξαμε την καλλιέργεια είτε με την κρατική μέριμνα είτε ο κάθε παραγωγός μεμονωμένα. Δεν προσαρμοζόμαστε στις απαιτήσεις της αγοράς. Η αγορά προχωρεί, ζητάει… Για να πάρεις υπεραξία θα πρέπει να πληρώσεις αντίστοιχο προϊόν. Αλλιώς ο αγοραστής θα πάρει λάδι Τυνησίας το οποίο είναι και αυτό έξτρα παρθένο. Πολύ περισσότερο ένας καταναλωτής από τη Ρωσία που δεν έχει στην κουλτούρα του το λάδι ή ένας Γερμανός. Βλέπει …έξτρα παρθένο, ότι βλέπουν και στο ελληνικό λάδι. Γιατί να πάρουν το ελληνικό με 2,5 ευρώ κι όχι το τυνησιακό ή το ισπανικό με 1,80; Όταν μάλιστα ο Ισπανός έχει τη δυνατότητα να κάνει κάθε μήνα επιδείξεις να είναι εκεί και να δείχνει τα πιστοποιητικά του; Απλά ο ξένος καταναλωτής συνηθίζει την ισπανική γεύση και μετά το ελληνικό ελαιόλαδο του φαίνεται πικρό γιατί … δεν ξέρει τι σημαίνει αυτή η πικράδα. Από το 1980 και μετά, εμείς περνάμε στο “ντούκου” αυτά που ζητάει ο καταναλωτής. Έχουμε πολλές δυνατότητες αρκεί να τις εκμεταλλευτούμε». (Πηγή: www.olympia.gr)
Πριν μας προλάβουν, πάλι, οι εξελίξεις ας φροντίσουν από την κυβέρνηση και τα αρμόδια Υπουργεία, αλλά και ο κάθε παραγωγός χωριστά, να ασχοληθούν με το θέμα. Καλές οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, αν υπάρχουν ακόμα, αλλά τα χρήματα πρέπει να επενδυθούν στο χώρο με σκοπό την βελτίωση, την έρευνα και την ανάπτυξη. Ένα προϊόν με συγκριτικό πλεονέκτημα για τη χώρα μας ας μην «θυσιαστεί», κι αυτό, στο βωμό της παγκοσμιοποίησης.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ / ysterografa.gr