Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803, ύστερα από πολυετείς και αιματηρές μάχες, το ηρωικό Σούλι έπεσε στα χέρια του Αλή πασά. Όσοι δεν άντεξαν, εξαντλημένοι από την πείνα και τις κακουχίες, παραδόθηκαν με τον όρο να αποσυρθούν με τα όπλα τους ελεύθεροι εκεί όπου θα επιθυμούσαν. Την ίδια ημέρα, ο καλόγερος Σαμουήλ, αρνούμενος να εγκαταλείψει τον τόπο, του έβαλε φωτιά και ανατίναξε την αποθήκη τροφίμων και πολεμοφοδίων στο Κούγκι. Ο πασάς θεωρώντας από το γεγονός αυτό αποδεσμευμένο τον εαυτό του από τους όρους της συνθήκης, διέταξε να κυκλωθούν τα μέρη απ’ όπου θα περνούσαν οι οικογένειες των Σουλιωτών.
Η πρώτη ομάδα που κατευθυνόταν προς την Πάργα υπό τις οδηγίες του Φώτη Τζαβέλα και του Δήμου Δράκου, κάπου 2.000 άτομα, κατάφερε πολεμώντας σκληρά να φθάσει στον προορισμό της. Όμως, οι εκατό και πλέον οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο αντιμετώπισαν και πάλι τη μανία των Αλβανών. Ένα σώμα 160 ανδρών από τον Κίτσο Μπότσαρη πέτυχε να διασπάσει τις γραμμές των πολιορκητών, οι υπόλοιποι όμως βρήκαν τον θάνατο ή αιχμαλωτίστηκαν.
Στις 18 Δεκεμβρίου του 1866, 57 γυναίκες με τα παιδιά τους προτίμησαν να γκρεμιστούν στο βάραθρο από το υψηλότερο μέρος του Ζαλόγγου παρά να χάσουν την ελευθερία τους. Ο Χορός του Ζαλόγγου, παραμονές Χριστουγέννων του 1803, αποτελεί αιώνιο σύμβολο για τη γυναίκα που προτίμησε τον θάνατο από την ατίμωση και τη δυστυχία, δίνοντας νέα ώθηση στους αγώνες των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Οι εικόνες των γυναικών με τα βρέφη στην αγκαλιά και οι ηρωικές στιγμές τους έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα στις μνήμες κάθε Έλληνα κι έχουν εμπνεύσει τη δημοτική μας ποίηση:
«Στη στεριά δε ζει το ψάρι / ούτ’ ανθός στην αμμουδιά / κ’ οι Σουλιώτισσες δε ζούνε / μέσ’ τη μαύρη τη σκλαβιά».
Προς τιμήν τους, στο σημείο όπου έπεσαν, ανεγέρθηκε μνημείο ύστερα από Πανελλήνιο έρανο.