Ερώτηση προς το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης κατέθεσε ο Βουλευτής Κορινθίας κ. Κώστας Κόλλιας, σχετικά με τον αποκλεισμό των Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών Κιάτου και Ξυλοκάστρου από το πρόγραμμα επιδότησης οργανώσεων ελαιουργικών φορέων για αγορά εξοπλισμού και άλλες δράσεις εκσυγχρονισμού της ελαιοπαραγωγής. Σχετικά με το θέμα ο κ. Κόλλιας δήλωσε:
«Στις αρχές Φεβρουαρίου υπεγράφη από τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Σκανδαλίδη απόφαση, σύμφωνα με την οποία τροποποιούνται οι όροι έγκρισης των Οργανώσεων Ελαιουργικών Φορέων για τη συμμετοχή τους σε επιδοτούμενα προγράμματα για την τριετία 2012-2015. Σύμφωνα με αυτήν την απόφαση, για να πάρει μία οργάνωση την έγκριση, πρέπει η παραγωγή της σε ελαιόλαδο ή ελιές να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 5% της μέσης παραγωγής της περιφέρειας – όπου ως μέση παραγωγή είναι ο μέσος όρος της τελευταίας τετραετίας.
Στο προηγούμενο πρόγραμμα το κριτήριο αυτό ήταν 2%. Το αποτέλεσμα αυτής της τροποποίησης είναι μεγάλες Ενώσεις, όπως του Κιάτου και του Ξυλοκάστρου, αλλά και της Αρκαδίας, να απορριφθούν από τα προγράμματα. Για να γίνει κατανοητό τι σημαίνει αυτή η απόρριψη, αναφέρω ότι ενδεικτικές δραστηριότητες οι οποίες επιδοτούνται από το εν λόγω πρόγραμμα είναι: συλλογικές προμήθειες πάγιου εξοπλισμού, κατάρτιση παραγωγών στη συλλογική διαχείριση, τη βιολογική γεωργία, ελέγχους ιχνηλασιμότητας, διαχείριση αποβλήτων ελαιοτριβείων και αξιοποίηση υποπροϊόντων ελαιοκαλλιέργειας, προγράμματα προώθησης. Με άλλα λόγια, οι Ενώσεις Κιάτου και Ξυλοκάστρου «κόβονται» από τον εκσυγχρονισμό, την «πράσινη» γεωργία, τη δυνατότητα βελτίωσης της παραγωγής, τόσο ως προς την ποσότητα, όσο και ως προς την ποιότητα.
Σύμφωνα με όσα καταγγέλλουν οι Ενώσεις, η προβλεπόμενη από μέρους τους διαδικασία τηρήθηκε στο ακέραιο, τόσο ως προς τα τυπικά προαπαιτούμενα, τις μελέτες και τις εγγυητικές επιστολές, όσο και ως προς το χρονοδιάγραμμα. Κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, ίσχυε το κριτήριο του 2% και όχι του 5%, το οποίο βεβαίως και πληρούνταν. Στη συνέχεια, εντελώς αιφνιδιαστικά και λίγο πριν τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, εκδόθηκε η ΚΥΑ που ανέβασε το ποσοστό παραγωγής στο 5% της περιφέρειας.
Ποιοι λόγοι οδήγησαν το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να εκδώσει την εν λόγω απόφαση αύξησης του ποσοστού από 2 σε 5% παραμένει μυστήριο. Εξ όσων γνωρίζω, ο Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2008, ο οποίος τροποποιήθηκε το 2011, σε κανένα σημείο δεν αναφέρει κάποια ποσόστωση ως προϋπόθεση για την επιλεξιμότητα των οργανώσεων που θα συμμετάσχουν σε αυτό το πρόγραμμα. Βεβαίως δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος υπογράφων την Κοινή Υπουργική Απόφαση του 5% είναι ο Υπουργός Οικονομικών. Και είναι γνωστό ότι όπου μπήκε η υπογραφή του κ. Βενιζέλου ακολούθησε ακρωτηριασμός.
Πολλές καταγγελίες υπάρχουν τόσο για την αιφνιδιαστική απόφαση, όσο και για την απόρριψη των Ενώσεων Κιάτου και Ξυλοκάστρου – καταγγελίες ανοιχτές ή με υπονοούμενα για ευνοημένους. Δεν θα μπω στη διαδικασία να λύσω αυτόν τον γρίφο, παρά θα ζητήσω εξηγήσεις απευθείας από τα συναρμόδια υπουργεία. Δεν κατανοώ πώς, αντί να μπουν κριτήρια επιτυχίας στο αντίστοιχο πρόγραμμα της προηγούμενης πενταετίας, αντί να μπουν κριτήρια οικονομικής ευρωστίας και διαφάνειας, μπαίνουν αυθαίρετα ποσοτικά κριτήρια που δημιουργούν αδικίες και ανισότητες στις αναπτυξιακές προοπτικές των περιφερειών.»
«Στις αρχές Φεβρουαρίου υπεγράφη από τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Σκανδαλίδη απόφαση, σύμφωνα με την οποία τροποποιούνται οι όροι έγκρισης των Οργανώσεων Ελαιουργικών Φορέων για τη συμμετοχή τους σε επιδοτούμενα προγράμματα για την τριετία 2012-2015. Σύμφωνα με αυτήν την απόφαση, για να πάρει μία οργάνωση την έγκριση, πρέπει η παραγωγή της σε ελαιόλαδο ή ελιές να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 5% της μέσης παραγωγής της περιφέρειας – όπου ως μέση παραγωγή είναι ο μέσος όρος της τελευταίας τετραετίας.
Στο προηγούμενο πρόγραμμα το κριτήριο αυτό ήταν 2%. Το αποτέλεσμα αυτής της τροποποίησης είναι μεγάλες Ενώσεις, όπως του Κιάτου και του Ξυλοκάστρου, αλλά και της Αρκαδίας, να απορριφθούν από τα προγράμματα. Για να γίνει κατανοητό τι σημαίνει αυτή η απόρριψη, αναφέρω ότι ενδεικτικές δραστηριότητες οι οποίες επιδοτούνται από το εν λόγω πρόγραμμα είναι: συλλογικές προμήθειες πάγιου εξοπλισμού, κατάρτιση παραγωγών στη συλλογική διαχείριση, τη βιολογική γεωργία, ελέγχους ιχνηλασιμότητας, διαχείριση αποβλήτων ελαιοτριβείων και αξιοποίηση υποπροϊόντων ελαιοκαλλιέργειας, προγράμματα προώθησης. Με άλλα λόγια, οι Ενώσεις Κιάτου και Ξυλοκάστρου «κόβονται» από τον εκσυγχρονισμό, την «πράσινη» γεωργία, τη δυνατότητα βελτίωσης της παραγωγής, τόσο ως προς την ποσότητα, όσο και ως προς την ποιότητα.
Σύμφωνα με όσα καταγγέλλουν οι Ενώσεις, η προβλεπόμενη από μέρους τους διαδικασία τηρήθηκε στο ακέραιο, τόσο ως προς τα τυπικά προαπαιτούμενα, τις μελέτες και τις εγγυητικές επιστολές, όσο και ως προς το χρονοδιάγραμμα. Κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, ίσχυε το κριτήριο του 2% και όχι του 5%, το οποίο βεβαίως και πληρούνταν. Στη συνέχεια, εντελώς αιφνιδιαστικά και λίγο πριν τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, εκδόθηκε η ΚΥΑ που ανέβασε το ποσοστό παραγωγής στο 5% της περιφέρειας.
Ποιοι λόγοι οδήγησαν το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να εκδώσει την εν λόγω απόφαση αύξησης του ποσοστού από 2 σε 5% παραμένει μυστήριο. Εξ όσων γνωρίζω, ο Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2008, ο οποίος τροποποιήθηκε το 2011, σε κανένα σημείο δεν αναφέρει κάποια ποσόστωση ως προϋπόθεση για την επιλεξιμότητα των οργανώσεων που θα συμμετάσχουν σε αυτό το πρόγραμμα. Βεβαίως δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος υπογράφων την Κοινή Υπουργική Απόφαση του 5% είναι ο Υπουργός Οικονομικών. Και είναι γνωστό ότι όπου μπήκε η υπογραφή του κ. Βενιζέλου ακολούθησε ακρωτηριασμός.
Πολλές καταγγελίες υπάρχουν τόσο για την αιφνιδιαστική απόφαση, όσο και για την απόρριψη των Ενώσεων Κιάτου και Ξυλοκάστρου – καταγγελίες ανοιχτές ή με υπονοούμενα για ευνοημένους. Δεν θα μπω στη διαδικασία να λύσω αυτόν τον γρίφο, παρά θα ζητήσω εξηγήσεις απευθείας από τα συναρμόδια υπουργεία. Δεν κατανοώ πώς, αντί να μπουν κριτήρια επιτυχίας στο αντίστοιχο πρόγραμμα της προηγούμενης πενταετίας, αντί να μπουν κριτήρια οικονομικής ευρωστίας και διαφάνειας, μπαίνουν αυθαίρετα ποσοτικά κριτήρια που δημιουργούν αδικίες και ανισότητες στις αναπτυξιακές προοπτικές των περιφερειών.»