Γράφει ο Βασίλης Μπαλάφας *
Διάφοροι από αυτούς που αποκαλύπτονται τον τελευταίο καιρό, έκαναν ακόμα και μοιρασιές στους τόπους τους. Μοίραζαν επιδόματα, συνταξούλες, πέρναγαν στα κουφά και καμιά επιδοτησούλα από την οποία έπαιρναν βέβαια το ποσοστό τους, κανονικοί νταραβεριτζήδες και νταβατζήδες ενός «συστήματος» που για πολλά χρόνια έβγαζε και βγάζει «βουλευτές, δημάρχους, διευθυντές» και ό,τι άλλο βάζει ο νους. Μερικοί άλλοι την είχαν πάει ακόμα πιο πέρα τη μπίζνα και είχαν μετατραπεί σε κανονική «Μαφία», βλαχοκορλεόνηδες που εκβίαζαν, μιζάριζαν και οδηγούσαν ανθρώπους στην απόγνωση ή ακόμα και σε αυτοκτονίες.
Άλλοι χρησιμοποίησαν την οικονομική «ευρωστία» που τους παρείχε όλο αυτό το πολυεπίπεδο και πολύμορφο σύστημα, που μάλλον είχε εξελιχθεί σε μέθοδο, για να αναρριχηθούν σε συνδικαλιστικά ή κομματικά πόστα και από εκεί να μεταπηδήσουν σε κομβικά, νευραλγικά σημεία της κρατικής μηχανής, αποκτώντας κάλυψη, εξουσία, δύναμη και να μπορούν να διαμορφώνουν με αυτό τον τρόπο εξελίξεις, απόψεις, νοοτροπίες, να κατευθύνουν επαγγελματίες και επιχειρηματίες, να επιβάλουν τις επιδιώξεις και τις απαιτήσεις τους, να κατεδαφίζουν και να συκοφαντούν κάθε άνθρωπο που θα μπορούσε να είναι «επικίνδυνος» για τους ίδιους, για όσα πρεσβεύουν, για όσα εκπροσωπούν, για όσους στους οποίους πουλούσαν εκδούλευση και κυρίως για τη νοοτροπία που εμφύσησαν στην ελληνική κοινωνία.
*(απόσπασμα από την αυριανή "σελίδα με το 7" στην εφημερίδα "ΣΗΜΕΡΑ")
Υπήρχαν και υπάρχουν άνθρωποι που σιτίζονταν πλουσιοπάροχα από αυτές τις «φάμπρικες» καταλήστευσης του δημόσιου κορβανά, που πήγαιναν στα χωριά τους με τα υπερπολυτελή τους αυτοκίνητα και παρίσταναν τους μεγαλοπαράγοντες που είχαν τα «κονέ» και κατάφερναν να τα παίρνουν από παντού και να βγαίνουν λάδι. Αυτοί οι άνθρωποι έμπαιναν «με τον παρά τους» μέσα στα σπίτια του χωριού, ήλεγχαν οικογένειες ολόκληρες και κατηύθυναν ακόμα και την ψήφο τους, την οποία βέβαια οι ίδιοι παζάρευαν για δικό τους όφελος. Το χωριό τους θαύμαζε και τους κολάκευε στα φανερά, όλοι όμως ήξεραν και ξέρουν σιωπηλά τι συνέβαινε, ποιοι ενδεχομένως τους κάλυπταν και έβαζαν πλάτες, με ποιους συνομιλούσαν σε τακτική βάση. Δεν μίλαγε όμως κανείς ανοιχτά για όσα είχε μέσα στο μυαλό του γιατί «ποτέ δεν ξέρεις πότε θα μας χρειαστεί ο κυρ – Μέντιος, ο παράγοντας, ο κολλητός του έτσι και ο γνωστός του εκείνου».
Διάφοροι από αυτούς που αποκαλύπτονται τον τελευταίο καιρό, έκαναν ακόμα και μοιρασιές στους τόπους τους. Μοίραζαν επιδόματα, συνταξούλες, πέρναγαν στα κουφά και καμιά επιδοτησούλα από την οποία έπαιρναν βέβαια το ποσοστό τους, κανονικοί νταραβεριτζήδες και νταβατζήδες ενός «συστήματος» που για πολλά χρόνια έβγαζε και βγάζει «βουλευτές, δημάρχους, διευθυντές» και ό,τι άλλο βάζει ο νους. Μερικοί άλλοι την είχαν πάει ακόμα πιο πέρα τη μπίζνα και είχαν μετατραπεί σε κανονική «Μαφία», βλαχοκορλεόνηδες που εκβίαζαν, μιζάριζαν και οδηγούσαν ανθρώπους στην απόγνωση ή ακόμα και σε αυτοκτονίες.
Άλλοι χρησιμοποίησαν την οικονομική «ευρωστία» που τους παρείχε όλο αυτό το πολυεπίπεδο και πολύμορφο σύστημα, που μάλλον είχε εξελιχθεί σε μέθοδο, για να αναρριχηθούν σε συνδικαλιστικά ή κομματικά πόστα και από εκεί να μεταπηδήσουν σε κομβικά, νευραλγικά σημεία της κρατικής μηχανής, αποκτώντας κάλυψη, εξουσία, δύναμη και να μπορούν να διαμορφώνουν με αυτό τον τρόπο εξελίξεις, απόψεις, νοοτροπίες, να κατευθύνουν επαγγελματίες και επιχειρηματίες, να επιβάλουν τις επιδιώξεις και τις απαιτήσεις τους, να κατεδαφίζουν και να συκοφαντούν κάθε άνθρωπο που θα μπορούσε να είναι «επικίνδυνος» για τους ίδιους, για όσα πρεσβεύουν, για όσα εκπροσωπούν, για όσους στους οποίους πουλούσαν εκδούλευση και κυρίως για τη νοοτροπία που εμφύσησαν στην ελληνική κοινωνία.
*(απόσπασμα από την αυριανή "σελίδα με το 7" στην εφημερίδα "ΣΗΜΕΡΑ")