Με καθυστέρηση σχεδόν είκοσι ημερών αντέδρασε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης στα όσα είπε σε συνέντευξή του ο Γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί – και μάλιστα ανήμερα της εθνικής γιορτής της 28ης Οκτωβρίου – μιλώντας περί πλαστών στοιχείων που η Ελλάδα χρησιμοποίησε προκειμένου να εισέλθει στην ΟΝΕ.
Ο κ. Σημίτης – αλλά δυστυχώς και κανένας άλλος – δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει για να υπερασπιστεί την χώρα, υπενθυμίζοντας στον κ. Σαρκοζί την προσφορά της Ελλάδας και ανακαλώντας τον στην τάξη, ζητώντας του να είναι πιο προσεκτικός ανήμερα της επετείου του «Όχι», καθώς ο ίδιος εκπροσωπεί την χώρα του πουρκουά.
Το μόνο για το οποίο ενδιαφέρθηκε και πάλι, είναι η υπεράσπιση του εαυτού του και της δικής του πρωθυπουργικής θητείας.
Η γαλλική εφημερίδα «Λε Μοντ», δημοσίευσε χθες άρθρο του υπό τον τίτλο «Η Ελλάδα δεν εξαπάτησε!», όπου, απαντώντας στον Σαρκοζί, αναφέρθηκε σε σειρά στοιχείων και αυστηρά καθορισμένων κριτηρίων, υποστηρίζοντας πως η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ με βάση τις επιδόσεις της, που αξιολογήθηκαν το 1999.
Ο κ. Σημίτης – αλλά δυστυχώς και κανένας άλλος – δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει για να υπερασπιστεί την χώρα, υπενθυμίζοντας στον κ. Σαρκοζί την προσφορά της Ελλάδας και ανακαλώντας τον στην τάξη, ζητώντας του να είναι πιο προσεκτικός ανήμερα της επετείου του «Όχι», καθώς ο ίδιος εκπροσωπεί την χώρα του πουρκουά.
Το μόνο για το οποίο ενδιαφέρθηκε και πάλι, είναι η υπεράσπιση του εαυτού του και της δικής του πρωθυπουργικής θητείας.
Η γαλλική εφημερίδα «Λε Μοντ», δημοσίευσε χθες άρθρο του υπό τον τίτλο «Η Ελλάδα δεν εξαπάτησε!», όπου, απαντώντας στον Σαρκοζί, αναφέρθηκε σε σειρά στοιχείων και αυστηρά καθορισμένων κριτηρίων, υποστηρίζοντας πως η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ με βάση τις επιδόσεις της, που αξιολογήθηκαν το 1999.
Επομένως, σύμφωνα με τον κ. Σημίτη, όλα πήγαιναν καλά και άγια επί των ημερών του. Και για όλα ευθύνεται η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που ακολούθησε και η οποία αποφάσισε να αλλάξει αναδρομικά τους κανόνες καταγραφής των αμυντικών δαπανών.
Καταγράφηκαν δηλαδή οι δαπάνες στην ημερομηνία παραγγελίας και όχι στην ημερομηνία παράδοσης, με αποτέλεσμα να διογκωθούν τα ελλείμματα της προηγούμενης (της δικής του) περιόδου.
Και επομένως, αυτό ήταν όλο το κακό μας. Γι’ αυτό τα τραβάμε όλα αυτά. Για έναν διαφορετικό τρόπο καταγραφής – που στο κάτω-κάτω της γραφής δεν είναι αυστηρά προσδιορισμένος.
Ας αφήσουμε που τα εξοπλιστικά δεν αποτελούν και το καλύτερο παράδειγμα για τέτοιου είδους συζητήσεις, αφού σχεδόν πάντα προπληρώνονταν – οπότε γιατί να μην καταγραφούν στον χρόνο παραγγελίας;
Φυσικά, όταν ο Σαρκοζί έκανε τις συγκεκριμένες (απαράδεκτες, καθώς ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω) αναφορές, δεν είχε στο νου του ακριβώς αυτό.
Η καταγραφή των εξοπλιστικών ήταν το λιγότερο
Στο νου του είχε το περίφημο swap, που υποτίθεται ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου θα ενέτασσε σε μια έρευνα για το χάλι της οικονομίας.
Ως γνωστόν, ούτε το θέμα του swap ερευνήθηκε, ούτε καμιά εξεταστική για την οικονομία έγινε.
Ούτε μας είπε ποτέ για ποιο λόγο στα τέλη του Ιουνίου 2004 κλιμάκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εγκαταστάθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να αντιληφθεί τι συμβαίνει και εμφανίζεται το αντιφατικό γεγονός να παρουσιάζει από τη μια υψηλή ανάπτυξη (4%) και από την άλλη μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Ούτε πώς έγινε και η έρευνα της Eurostat αποκάλυψε εκείνη την περίοδο ότι η απελθούσα κυβέρνηση είχε δαπανήσει για αμυντικές δαπάνες 1,5 δις για εξοπλισμούς χωρίς να εμφανίζει το ποσό στο έλλειμμα και στο δημόσιο χρέος της χώρας.
Το γεγονός είχε αποκαλυφθεί και μέσω της έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το 2002, αλλά τέτοιες εκθέσεις ήσαν πάντοτε διακοσμητικές.
«Με ένα μίγμα θρασύτητας και βλακείας έβγαζαν μέρος των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό του ελλείμματος», είχαν γράψει τότε οι Financial Times.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, τον Απρίλιο του 2006, μετά από ερώτηση των (τότε) ευρωβουλευτών του Πασόκ Κ. Μπατζελή και Ν. Σηφουνάκη σχετικά με τον τρόπο καταγραφής των αμυντικών δαπανών, σε γραπτή απάντησή της η Κομισιόν ανέφερε: «Υπήρχε μια μεγάλης κλίμακας υποεκτίμηση των δημοσίων δαπανών που οφειλόταν στο γεγονός ότι από το 1997 δεν είχαν δοθεί στοιχεία στο υπουργείο Οικονομίας και οικονομικών και στην ΕΣΥΕ της Ελλάδος για τις παραδόσεις εξοπλισμού. Η απόφαση για την καταγραφή του ελλείμματος με την ταμειακή μέθοδο (από ΝΔ) έγινε δεκτή από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία λόγω της αδυναμίας να εφαρμοστεί σωστά κατά το παρελθόν η μέθοδος της παράδοσης».
Για να μην μιλήσουμε για τις κεφαλαιοποιήσεις τόκων με σκοπό τον εξωραϊσμό της εικόνας του δημόσιου χρέους και τη συγκράτηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού. Μόνο την περίοδο 1995-2000 το σύνολο των τόκων που δεν εξόφλησε το Δημόσιο αλλά τακτοποίησε λογιστικώς με την παραπάνω διαδικασία έφθασε τα 5,2 δις ευρώ.
Ούτε για την έκθεση-βόμβα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τα διπλά βιβλία, όταν, τον Απρίλιο του 2006, αποκαλύφθηκε ότι το υπουργείο Οικονομικών με μυστικό, κρυφό λογαριασμό έκρυβε από το 1997 πως με τα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων μείωνε το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Ούτε δόθηκε ποτέ εξήγηση για το γεγονός (το αποκάλυψε τον Μάιο του 2004 ο ίδιος ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος) ότι έγινε προσπάθεια να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα του 2003 με «μη προσήκοντα τρόπο» και αντίθετο στην κείμενη νομοθεσία.
Κατά τον κ. Γκαργκάνα, ένα από τα τρυκ που χρησιμοποιήθηκαν για να μειωθεί το έλλειμμα ήταν η παράτυπη εγγραφή στα τακτικά έσοδα του προϋπολογισμού ποσό 450 εκ ευρώ από τα διαθέσιμα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Τα έσοδα εκείνα, μείωσαν προσωρινά το έλλειμμα, μέχρι την έλευση της Eurostat, που αναγνώρισε ως εκτός νομοθεσίας τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε η αποκλιμάκωση του ελλείμματος το 2003.
Αρθρογραφία με προϊστορία
Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Σημίτης αρθρογραφεί για να υπερασπιστεί εαυτόν. Το είχε πράξει και τον Δεκέμβριο του 2004, στους Financial Times, για να λάβει σκληρή απάντηση από τον ανώτατο αξιωματούχο της Eurostat Γκίντερ Χανράιχ.
«Δεν θα συμφωνήσουμε με τον κ. Σημίτη», έγραφε. «Αυτά τα ζητήματα έχουν καλυφθεί λεπτομερώς σε μια αναφορά της Eurostat στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την 1η Δεκεμβρίου 2004 και στο Εκοφίν στις 7 Δεκεμβρίου 2004. Εκεί αναφέρεται ότι υπήρξε μια ξεκάθαρη υποεκτίμηση από τις ελληνικές αρχές των αμυντικών δαπανών ανεξαρτήτως λογιστικής μεθοδολογίας, μια υπερεκτίμηση των εσόδων από τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης και εσφαλμένη μεταχείριση ενός σημαντικού ποσού κεφαλαιοποιημένων τόκων των κρατικών ομολόγων.Σύμφωμα με την αναφορά, παρά τις επαναλαμβανόμενες επιφυλάξεις που δημόσια εξέφρασε η Eurostat, οι πληροφορίες που παρείχαν οι ελληνικές αρχές δεν επέτρεπαν στην ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία να εκτιμά ορθά το μέγεθος του ελλείμματος για την Ελλάδα».
Προς τι, λοιπόν, αυτή η συνεχιζόμενη συζήτηση; Γιατί πρέπει να ξύνουμε πληγές τέτοιες ώρες; Τι πρέπει να γίνει, δηλαδή; Να θυμηθούν και τα παλιά και ν' αρχίσουν να κατεβάζουν αναφορές και εκθέσεις από τις ντουλάπες με τους σκελετους;
Όχι πως δεν χρειαζόταν απάντηση στον Σαρκοζί. Ούτε πως δεν χρειάζεται να απαντάμε στους σημερινούς άτεγκτους κριτές της Ελλάδας.
Αλλά αυτή η ιστορία να εμφανίζουν όλοι τα έργα τους εξαιρετικά, σπάνια και πατριωτικά – ακούσαμε ξανά χθες και τον κ. Παπανδρέου – πρέπει να γίνει αντιληπτό πως και γελοία έχει καταντήσει και δεν βοηθά κανέναν.
Διότι αν ο κ. Παπανδρέου τα είχε φτιάξει όλα τέλεια, τότε κακώς παραιτήθηκε.
Ανταλλάσσουν χάρες;
Όσο για τον κ. Σημίτη, η αναρρίχηση στον πρωθυπουργικό θώκο ενός ανθρώπου της εποχής του, της εποχής της «Ισχυρής Ελλάδας», σίγουρα αποτέλεσε το έναυσμα, αλλά και την δικαιολογητική βάση για τον νέο του αρθρογραφικό οίστρο…
Ήταν χωρίς αμφιβολία άλλη μια ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τους σωματοφύλακές του. Αλλά και ένα είδος δικαίωσης.
Σα να επέστρεφε μεταλλαγμένος στην εξουσία...
Δεν αντέχω στον πειρασμό να μην υπενθυμίσω ότι ο κ. Λουκάς Παπαδήμος, τον Σεπτέμβριο του 2004, ως αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είχε υπερασπιστεί τον κ. Σημίτη: «Οι Ευρωπαίοι γνώριζαν την αλήθεια για την ελληνική οικονομία», είπε. «Είναι γνωστές και απολύτως αποδεκτές από τη Eurostat οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια από την Ελλάδα για τον υπολογισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, καμιά πληροφορία δεν αποκρύφτηκε, όλα τα στοιχεία ήσαν διαθέσιμα προς κάθε ενδιαφερόμενο»!
Να υποθέσουμε πως ο κ. Σημίτης καθυστερούσε επί είκοσι ημέρες την απάντησή του στον Σαρκοζί, περιμένοντας να ανταποδώσει εκείνη την βοήθεια;
Υ.Γ. 1. Και επιτέλους, έλεος. Δεν μπορούμε να ακούμε άλλο για την ηλεκτρονική συνταγογράφηση – ούτε από τον υπουργό υγείας, ούτε από τον πρώην, ούτε από τον νυν πρωθυπουργό.
Καταγράφηκαν δηλαδή οι δαπάνες στην ημερομηνία παραγγελίας και όχι στην ημερομηνία παράδοσης, με αποτέλεσμα να διογκωθούν τα ελλείμματα της προηγούμενης (της δικής του) περιόδου.
Και επομένως, αυτό ήταν όλο το κακό μας. Γι’ αυτό τα τραβάμε όλα αυτά. Για έναν διαφορετικό τρόπο καταγραφής – που στο κάτω-κάτω της γραφής δεν είναι αυστηρά προσδιορισμένος.
Ας αφήσουμε που τα εξοπλιστικά δεν αποτελούν και το καλύτερο παράδειγμα για τέτοιου είδους συζητήσεις, αφού σχεδόν πάντα προπληρώνονταν – οπότε γιατί να μην καταγραφούν στον χρόνο παραγγελίας;
Φυσικά, όταν ο Σαρκοζί έκανε τις συγκεκριμένες (απαράδεκτες, καθώς ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω) αναφορές, δεν είχε στο νου του ακριβώς αυτό.
Η καταγραφή των εξοπλιστικών ήταν το λιγότερο
Στο νου του είχε το περίφημο swap, που υποτίθεται ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου θα ενέτασσε σε μια έρευνα για το χάλι της οικονομίας.
Ως γνωστόν, ούτε το θέμα του swap ερευνήθηκε, ούτε καμιά εξεταστική για την οικονομία έγινε.
Ούτε μας είπε ποτέ για ποιο λόγο στα τέλη του Ιουνίου 2004 κλιμάκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εγκαταστάθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να αντιληφθεί τι συμβαίνει και εμφανίζεται το αντιφατικό γεγονός να παρουσιάζει από τη μια υψηλή ανάπτυξη (4%) και από την άλλη μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Ούτε πώς έγινε και η έρευνα της Eurostat αποκάλυψε εκείνη την περίοδο ότι η απελθούσα κυβέρνηση είχε δαπανήσει για αμυντικές δαπάνες 1,5 δις για εξοπλισμούς χωρίς να εμφανίζει το ποσό στο έλλειμμα και στο δημόσιο χρέος της χώρας.
Το γεγονός είχε αποκαλυφθεί και μέσω της έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το 2002, αλλά τέτοιες εκθέσεις ήσαν πάντοτε διακοσμητικές.
«Με ένα μίγμα θρασύτητας και βλακείας έβγαζαν μέρος των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό του ελλείμματος», είχαν γράψει τότε οι Financial Times.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, τον Απρίλιο του 2006, μετά από ερώτηση των (τότε) ευρωβουλευτών του Πασόκ Κ. Μπατζελή και Ν. Σηφουνάκη σχετικά με τον τρόπο καταγραφής των αμυντικών δαπανών, σε γραπτή απάντησή της η Κομισιόν ανέφερε: «Υπήρχε μια μεγάλης κλίμακας υποεκτίμηση των δημοσίων δαπανών που οφειλόταν στο γεγονός ότι από το 1997 δεν είχαν δοθεί στοιχεία στο υπουργείο Οικονομίας και οικονομικών και στην ΕΣΥΕ της Ελλάδος για τις παραδόσεις εξοπλισμού. Η απόφαση για την καταγραφή του ελλείμματος με την ταμειακή μέθοδο (από ΝΔ) έγινε δεκτή από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία λόγω της αδυναμίας να εφαρμοστεί σωστά κατά το παρελθόν η μέθοδος της παράδοσης».
Για να μην μιλήσουμε για τις κεφαλαιοποιήσεις τόκων με σκοπό τον εξωραϊσμό της εικόνας του δημόσιου χρέους και τη συγκράτηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού. Μόνο την περίοδο 1995-2000 το σύνολο των τόκων που δεν εξόφλησε το Δημόσιο αλλά τακτοποίησε λογιστικώς με την παραπάνω διαδικασία έφθασε τα 5,2 δις ευρώ.
Ούτε για την έκθεση-βόμβα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τα διπλά βιβλία, όταν, τον Απρίλιο του 2006, αποκαλύφθηκε ότι το υπουργείο Οικονομικών με μυστικό, κρυφό λογαριασμό έκρυβε από το 1997 πως με τα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων μείωνε το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Ούτε δόθηκε ποτέ εξήγηση για το γεγονός (το αποκάλυψε τον Μάιο του 2004 ο ίδιος ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος) ότι έγινε προσπάθεια να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα του 2003 με «μη προσήκοντα τρόπο» και αντίθετο στην κείμενη νομοθεσία.
Κατά τον κ. Γκαργκάνα, ένα από τα τρυκ που χρησιμοποιήθηκαν για να μειωθεί το έλλειμμα ήταν η παράτυπη εγγραφή στα τακτικά έσοδα του προϋπολογισμού ποσό 450 εκ ευρώ από τα διαθέσιμα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Τα έσοδα εκείνα, μείωσαν προσωρινά το έλλειμμα, μέχρι την έλευση της Eurostat, που αναγνώρισε ως εκτός νομοθεσίας τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε η αποκλιμάκωση του ελλείμματος το 2003.
Αρθρογραφία με προϊστορία
Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Σημίτης αρθρογραφεί για να υπερασπιστεί εαυτόν. Το είχε πράξει και τον Δεκέμβριο του 2004, στους Financial Times, για να λάβει σκληρή απάντηση από τον ανώτατο αξιωματούχο της Eurostat Γκίντερ Χανράιχ.
«Δεν θα συμφωνήσουμε με τον κ. Σημίτη», έγραφε. «Αυτά τα ζητήματα έχουν καλυφθεί λεπτομερώς σε μια αναφορά της Eurostat στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την 1η Δεκεμβρίου 2004 και στο Εκοφίν στις 7 Δεκεμβρίου 2004. Εκεί αναφέρεται ότι υπήρξε μια ξεκάθαρη υποεκτίμηση από τις ελληνικές αρχές των αμυντικών δαπανών ανεξαρτήτως λογιστικής μεθοδολογίας, μια υπερεκτίμηση των εσόδων από τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης και εσφαλμένη μεταχείριση ενός σημαντικού ποσού κεφαλαιοποιημένων τόκων των κρατικών ομολόγων.Σύμφωμα με την αναφορά, παρά τις επαναλαμβανόμενες επιφυλάξεις που δημόσια εξέφρασε η Eurostat, οι πληροφορίες που παρείχαν οι ελληνικές αρχές δεν επέτρεπαν στην ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία να εκτιμά ορθά το μέγεθος του ελλείμματος για την Ελλάδα».
Προς τι, λοιπόν, αυτή η συνεχιζόμενη συζήτηση; Γιατί πρέπει να ξύνουμε πληγές τέτοιες ώρες; Τι πρέπει να γίνει, δηλαδή; Να θυμηθούν και τα παλιά και ν' αρχίσουν να κατεβάζουν αναφορές και εκθέσεις από τις ντουλάπες με τους σκελετους;
Όχι πως δεν χρειαζόταν απάντηση στον Σαρκοζί. Ούτε πως δεν χρειάζεται να απαντάμε στους σημερινούς άτεγκτους κριτές της Ελλάδας.
Αλλά αυτή η ιστορία να εμφανίζουν όλοι τα έργα τους εξαιρετικά, σπάνια και πατριωτικά – ακούσαμε ξανά χθες και τον κ. Παπανδρέου – πρέπει να γίνει αντιληπτό πως και γελοία έχει καταντήσει και δεν βοηθά κανέναν.
Διότι αν ο κ. Παπανδρέου τα είχε φτιάξει όλα τέλεια, τότε κακώς παραιτήθηκε.
Ανταλλάσσουν χάρες;
Όσο για τον κ. Σημίτη, η αναρρίχηση στον πρωθυπουργικό θώκο ενός ανθρώπου της εποχής του, της εποχής της «Ισχυρής Ελλάδας», σίγουρα αποτέλεσε το έναυσμα, αλλά και την δικαιολογητική βάση για τον νέο του αρθρογραφικό οίστρο…
Ήταν χωρίς αμφιβολία άλλη μια ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τους σωματοφύλακές του. Αλλά και ένα είδος δικαίωσης.
Σα να επέστρεφε μεταλλαγμένος στην εξουσία...
Δεν αντέχω στον πειρασμό να μην υπενθυμίσω ότι ο κ. Λουκάς Παπαδήμος, τον Σεπτέμβριο του 2004, ως αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είχε υπερασπιστεί τον κ. Σημίτη: «Οι Ευρωπαίοι γνώριζαν την αλήθεια για την ελληνική οικονομία», είπε. «Είναι γνωστές και απολύτως αποδεκτές από τη Eurostat οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια από την Ελλάδα για τον υπολογισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, καμιά πληροφορία δεν αποκρύφτηκε, όλα τα στοιχεία ήσαν διαθέσιμα προς κάθε ενδιαφερόμενο»!
Να υποθέσουμε πως ο κ. Σημίτης καθυστερούσε επί είκοσι ημέρες την απάντησή του στον Σαρκοζί, περιμένοντας να ανταποδώσει εκείνη την βοήθεια;
Υ.Γ. 1. Και επιτέλους, έλεος. Δεν μπορούμε να ακούμε άλλο για την ηλεκτρονική συνταγογράφηση – ούτε από τον υπουργό υγείας, ούτε από τον πρώην, ούτε από τον νυν πρωθυπουργό.
elzoni.gr