'Αρθρο του Γιάννη Χατζή
Την επομένη, της εκλογής νέου Προέδρου, χρειαζόμαστε… τέσσερις επί τέσσερα! Χρειαζόμαστε και τους τρεις άλλους διεκδικητές της ηγεσίας, συν τον συμπράξαντα, ενωμένους και συγχρονισμένους με τη βάση, την κοινωνία, το ιδεολογικό στίγμα, τον αγώνα.
Όλα αυτά πρέπει να αποτελέσουν συνείδηση, έμπρακτα επαληθευόμενη αφενός -και αφετέρου, μία διαρκή μάχη στη συνέχεια, για την επίτευξή τους.
Και αυτό, διότι, σήμερα όλοι βιώνουμε μια κατάσταση πολέμου «όλων, εναντίον του ενός», όπου ο καθένας από τους τρεις (3) προσπαθεί να διεκδικήσει όσα θεωρεί δικαιωματικά δικά του.
Μάχονται, με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, εναντίον του ενός. Εκείνου που κράτησε όρθια τη Νέα Δημοκρατία και αποτελεί διαχρονικά τη «συνείδηση της παράταξης».
Ενός πιστού στρατιώτη της, που μέσα από τους αγώνες του γι’ αυτήν, ανήλθε όλα τα στάδια της κομματικής ιεραρχίας, έχοντας κερδίσει την εκτίμηση φίλων, αντιπάλων αλλά και της ίδιας της κοινωνίας.
Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης ήταν πάντα μαζί και δίπλα στη μαχόμενη μάχη της παράταξης. Σε καιρούς εύκολους, αλλά και χαλεπούς. Τίμησε τη Νέα Δημοκρατία και τον τίμησε.
Σήμερα, λοιπόν, όλοι πρέπει να στοιχηθούμε δίπλα του και να συστρατευθούμε μαζί του. Για να αλλάξει η Νέα Δημοκρατία και ο τρόπος λειτουργίας της, να ανασυγκροτηθεί και να γίνει ξανά η συλλογική παράταξη, που θα συγκινεί το σύνολο των Ελλήνων πολιτών. Για να πετύχουμε τις δομικές ανατροπές προς όφελος του Έλληνα και της Ελληνίδας. Και πάνω απ’ όλα χρειάζεται να απορρίψουμε παλαιοκομματικές πρακτικές με το προσωπείο του «νέου», που οδηγούν στην πολιτική αυτοπαγίδευση και εν τέλει σε αδράνεια και τέλμα.
Γι΄αυτό λοιπόν, δεν είναι ούτε κοινότυπο, ούτε τετριμμένο να υπογραμμίσει κανείς την επείγουσα ανάγκη μιας δυναμικής ηγεσίας και ενός -επιτέλους- αξιοκρατικού κόμματος από το οποίο θα πρέπει να εκλείψει κάθε είδος κομματικού μανιχαϊσμού. Αξιοκρατικού, όμως, όχι διακηρυκτικά αλλά με αντίκρισμα στην καθημερινή του ζωή και παρουσία. Οι ψευδαισθήσεις είναι επικίνδυνες. Το τετριμμένο αυτό φαίνεται να αγνοείται από τους άλλους υποψηφίους τόσο, όσο και από εκείνον που επιθυμεί να εισέλθει, με αφετηρία το… πάρκο και με βηματισμό τζόκινγκ, στον στίβο της υπεύθυνης πολιτικής.
Στα χρόνια που προηγήθηκαν (τελευταία 5ετία), η ιδεολογική σύγχυση ήταν παρούσα. Και επιπλέον, επιβαρύνθηκε ακόμα περισσότερο από την έλλειψη συνοχής ανάμεσα στον τακτοποιημένο λόγο που επιβαλλόταν να εκφέρουν βουλευτές και κομματικά στελέχη και την καθημερινή εμπειρία που, συχνά, τον διέψευδε. Έτσι ώστε, στελέχη, μέλη και ψηφοφόροι, να υποχρεώνονται σε διπλές σκέψεις, καθώς εξωθούντο στο να πιστέψουν τα πάντα και τα αντίθετά τους.
Όταν, δηλαδή, διαπίστωναν ότι ανάμεσα στην καθημερινή πολιτική πραγματικότητα και την περιρρέουσα παραταξιακή ιδεολογία, εμφώλευε ο διχασμός. Το ίδιο περίπου σκηνικό παρατηρείται και σήμερα. Οι υποψήφιοι επιλέγουν την δραματοποίηση. Κάποιων ο λόγος στοχεύει, κατά βάση, στις δυο από τις πέντε αισθήσεις. Την ακοή και την όραση. Σε καμιά όμως περίπτωση, το «τηλεοπτικό μπούκωμα» με εικόνες που εκστομούν τσιτάτα και ιδεολογήματα, δεν συνιστά συμμετοχή στα πράγματα, ούτε λύση στο πρόβλημα της φιλελεύθερης παράταξης. Πολύ περισσότερο, όταν ο λόγος τους είναι, λόγος παραγεμισμένος με λέξεις δίχως νόημα. Τότε, ο λόγος αυτός, είναι μετατοπισμένος, συγκρουσιακός, αποδομημένος.
Το ζητούμενο, άλλωστε, δεν είναι η εξουσία αυτή καθ’αυτή . Ο στόχος ή ο σκοπός, δεν είναι ο θώκος. Η εξουσία είναι το μέσον. Αυτό το τόσο κοινότυπο, έχει απόλυτα αγνοηθεί, γιατί το μέσον αντιμετωπίζεται από τους υποψήφιους για την ηγεσία, ως αυτοσκοπός και προσωποπαγής δικαίωση.
Πολλές φορές ξεπέρασαν τα όρια ανταλλάσσοντας μέχρι και μειωτικούς μεταξύ τους χαρακτηρισμούς και όλοι μαζί εναντίον του νυν και αυριανού Προέδρου, συνοδεύοντας μάλιστα τους υπαινιγμούς τους από υποκριτικές φιλοφρονήσεις!
Απέναντι στην ιστορία, τη διαχρονική, συνεπή πορεία και προσφορά του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, οι συνδιεκδικητές του απαντούν στο νηφάλιο και ενωτικό του λόγο με κοινοτυπίες – κενολογίες, που βρίθουν από υπερ-αυτάρεσκα, τετριμμένα και ασαφή αναμασήματα.
Επίσης, το γεγονός ότι και οι τρεις επιρρίπτουν κατά ριπάς, ευθύνες και κατηγορίες προς αλλήλους και όλοι μαζί προς τον νυν Πρόεδρο, αποδεικνύει τη σύγχυσή τους και, κυρίως, ανικανότητα προς αυτοσυγκράτηση, κατ’ εξοχήν γνώρισμα πολιτικής καχεξίας και ανωριμότητας.
Εκείνος όμως που έχει υπερβεί όλα τα γνωστά όρια, είναι ο αμετροεπής νεοσσός της ασυνέπειας. Τι μας λέει; «Τολμάμε, Αλλάζουμε, Κερδίζουμε»… Έτσι, απλά και αφηρημένα!
Άλλο όμως τόλμη και άλλο αυθάδεια. Άλλο τόλμη και άλλο αριβισμός. Κι αντί πολιτικών επιχειρημάτων, λάσπη, χυδαιότητα και άθλια προπαγάνδα. Γκρίζα και δαπανηρή προπαγάνδα, σαν την πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
Μήπως, έπρεπε, πρώτα να αλλάξει ο ίδιος συμπεριφορά; Γιατί, αν κάτι τόλμησε αυτό ήταν τα ψεύδη τα οποία εκστομίζει για να δώσει υπόσταση στις άκαιρες φιλοδοξίες του.
Εγκρίνει και προβάλλει ένα άθλιο spot, στο οποίο εμφανίζεται ένας νεαρός, προφανώς αντίστοιχου ήθους, έλλειψης σεβασμού και ευφυΐας με τη δική του, να ξεφορτώνεται έναν μεγαλύτερο, δηλαδή το «παλιό», κατά το αφήγημα Τσίπρα.
Να ξεμπερδέψουμε – γκρεμίζοντάς το – με το παλιό, δηλώνει ο άκαπνος νάρκισσος. Επιχειρεί, ψαλιδίζοντας το ανάστημα εκείνων, που έχουν θητεία αγωνιστικότητας, συνέπειας και προσφοράς, να τους φέρει στα μέτρα του. Τόσο «Δημοκράτης», τόσο «νέος», παλιός είναι. Τόσο «νεόγερος»…
Περισσότερα σχόλια, μάλλον είναι περιττά. Άλλωστε, τα spots μιλούν από μόνα τους…
Εν κατακλείδι, το ήθος και η ευπρέπεια απέναντι σε ανθυποψηφίους, δεν εκφράζεται από μεγαλόστομα, χορηγούμενα τσιτάτα, αλλά με το γεγονός ότι σ’ αυτή την παράταξη μας δίδαξαν να βλέπουμε πρωτίστως και να κρίνουμε, όλους τους ανθρώπους, με σεβασμό.
Η «αφασία» που προβάλλει και προωθεί, συμβάλλει στον κοινωνικό παχυδερμισμό και πολιτικό αγριανθρωπισμό.
Συνεπώς, η καθαρότητα του αγώνα είναι επείγουσα, πρωτεύουσα, ανυπέρβλητη και με αντίκρισμα, άμα τη εμφανίσει.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η Νέα Δημοκρατία δεν χρειάζεται έναν “ηγέτη Λεβιάθαν”, όχι για να μην δικαιώσει τον Χόμπς ,αλλά γιατί δεν της αξίζει.
Όλα αυτά πρέπει να αποτελέσουν συνείδηση, έμπρακτα επαληθευόμενη αφενός -και αφετέρου, μία διαρκή μάχη στη συνέχεια, για την επίτευξή τους.
Και αυτό, διότι, σήμερα όλοι βιώνουμε μια κατάσταση πολέμου «όλων, εναντίον του ενός», όπου ο καθένας από τους τρεις (3) προσπαθεί να διεκδικήσει όσα θεωρεί δικαιωματικά δικά του.
Μάχονται, με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, εναντίον του ενός. Εκείνου που κράτησε όρθια τη Νέα Δημοκρατία και αποτελεί διαχρονικά τη «συνείδηση της παράταξης».
Ενός πιστού στρατιώτη της, που μέσα από τους αγώνες του γι’ αυτήν, ανήλθε όλα τα στάδια της κομματικής ιεραρχίας, έχοντας κερδίσει την εκτίμηση φίλων, αντιπάλων αλλά και της ίδιας της κοινωνίας.
Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης ήταν πάντα μαζί και δίπλα στη μαχόμενη μάχη της παράταξης. Σε καιρούς εύκολους, αλλά και χαλεπούς. Τίμησε τη Νέα Δημοκρατία και τον τίμησε.
Σήμερα, λοιπόν, όλοι πρέπει να στοιχηθούμε δίπλα του και να συστρατευθούμε μαζί του. Για να αλλάξει η Νέα Δημοκρατία και ο τρόπος λειτουργίας της, να ανασυγκροτηθεί και να γίνει ξανά η συλλογική παράταξη, που θα συγκινεί το σύνολο των Ελλήνων πολιτών. Για να πετύχουμε τις δομικές ανατροπές προς όφελος του Έλληνα και της Ελληνίδας. Και πάνω απ’ όλα χρειάζεται να απορρίψουμε παλαιοκομματικές πρακτικές με το προσωπείο του «νέου», που οδηγούν στην πολιτική αυτοπαγίδευση και εν τέλει σε αδράνεια και τέλμα.
Γι΄αυτό λοιπόν, δεν είναι ούτε κοινότυπο, ούτε τετριμμένο να υπογραμμίσει κανείς την επείγουσα ανάγκη μιας δυναμικής ηγεσίας και ενός -επιτέλους- αξιοκρατικού κόμματος από το οποίο θα πρέπει να εκλείψει κάθε είδος κομματικού μανιχαϊσμού. Αξιοκρατικού, όμως, όχι διακηρυκτικά αλλά με αντίκρισμα στην καθημερινή του ζωή και παρουσία. Οι ψευδαισθήσεις είναι επικίνδυνες. Το τετριμμένο αυτό φαίνεται να αγνοείται από τους άλλους υποψηφίους τόσο, όσο και από εκείνον που επιθυμεί να εισέλθει, με αφετηρία το… πάρκο και με βηματισμό τζόκινγκ, στον στίβο της υπεύθυνης πολιτικής.
Στα χρόνια που προηγήθηκαν (τελευταία 5ετία), η ιδεολογική σύγχυση ήταν παρούσα. Και επιπλέον, επιβαρύνθηκε ακόμα περισσότερο από την έλλειψη συνοχής ανάμεσα στον τακτοποιημένο λόγο που επιβαλλόταν να εκφέρουν βουλευτές και κομματικά στελέχη και την καθημερινή εμπειρία που, συχνά, τον διέψευδε. Έτσι ώστε, στελέχη, μέλη και ψηφοφόροι, να υποχρεώνονται σε διπλές σκέψεις, καθώς εξωθούντο στο να πιστέψουν τα πάντα και τα αντίθετά τους.
Όταν, δηλαδή, διαπίστωναν ότι ανάμεσα στην καθημερινή πολιτική πραγματικότητα και την περιρρέουσα παραταξιακή ιδεολογία, εμφώλευε ο διχασμός. Το ίδιο περίπου σκηνικό παρατηρείται και σήμερα. Οι υποψήφιοι επιλέγουν την δραματοποίηση. Κάποιων ο λόγος στοχεύει, κατά βάση, στις δυο από τις πέντε αισθήσεις. Την ακοή και την όραση. Σε καμιά όμως περίπτωση, το «τηλεοπτικό μπούκωμα» με εικόνες που εκστομούν τσιτάτα και ιδεολογήματα, δεν συνιστά συμμετοχή στα πράγματα, ούτε λύση στο πρόβλημα της φιλελεύθερης παράταξης. Πολύ περισσότερο, όταν ο λόγος τους είναι, λόγος παραγεμισμένος με λέξεις δίχως νόημα. Τότε, ο λόγος αυτός, είναι μετατοπισμένος, συγκρουσιακός, αποδομημένος.
Το ζητούμενο, άλλωστε, δεν είναι η εξουσία αυτή καθ’αυτή . Ο στόχος ή ο σκοπός, δεν είναι ο θώκος. Η εξουσία είναι το μέσον. Αυτό το τόσο κοινότυπο, έχει απόλυτα αγνοηθεί, γιατί το μέσον αντιμετωπίζεται από τους υποψήφιους για την ηγεσία, ως αυτοσκοπός και προσωποπαγής δικαίωση.
Πολλές φορές ξεπέρασαν τα όρια ανταλλάσσοντας μέχρι και μειωτικούς μεταξύ τους χαρακτηρισμούς και όλοι μαζί εναντίον του νυν και αυριανού Προέδρου, συνοδεύοντας μάλιστα τους υπαινιγμούς τους από υποκριτικές φιλοφρονήσεις!
Απέναντι στην ιστορία, τη διαχρονική, συνεπή πορεία και προσφορά του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, οι συνδιεκδικητές του απαντούν στο νηφάλιο και ενωτικό του λόγο με κοινοτυπίες – κενολογίες, που βρίθουν από υπερ-αυτάρεσκα, τετριμμένα και ασαφή αναμασήματα.
Επίσης, το γεγονός ότι και οι τρεις επιρρίπτουν κατά ριπάς, ευθύνες και κατηγορίες προς αλλήλους και όλοι μαζί προς τον νυν Πρόεδρο, αποδεικνύει τη σύγχυσή τους και, κυρίως, ανικανότητα προς αυτοσυγκράτηση, κατ’ εξοχήν γνώρισμα πολιτικής καχεξίας και ανωριμότητας.
Εκείνος όμως που έχει υπερβεί όλα τα γνωστά όρια, είναι ο αμετροεπής νεοσσός της ασυνέπειας. Τι μας λέει; «Τολμάμε, Αλλάζουμε, Κερδίζουμε»… Έτσι, απλά και αφηρημένα!
Άλλο όμως τόλμη και άλλο αυθάδεια. Άλλο τόλμη και άλλο αριβισμός. Κι αντί πολιτικών επιχειρημάτων, λάσπη, χυδαιότητα και άθλια προπαγάνδα. Γκρίζα και δαπανηρή προπαγάνδα, σαν την πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
Μήπως, έπρεπε, πρώτα να αλλάξει ο ίδιος συμπεριφορά; Γιατί, αν κάτι τόλμησε αυτό ήταν τα ψεύδη τα οποία εκστομίζει για να δώσει υπόσταση στις άκαιρες φιλοδοξίες του.
Εγκρίνει και προβάλλει ένα άθλιο spot, στο οποίο εμφανίζεται ένας νεαρός, προφανώς αντίστοιχου ήθους, έλλειψης σεβασμού και ευφυΐας με τη δική του, να ξεφορτώνεται έναν μεγαλύτερο, δηλαδή το «παλιό», κατά το αφήγημα Τσίπρα.
Να ξεμπερδέψουμε – γκρεμίζοντάς το – με το παλιό, δηλώνει ο άκαπνος νάρκισσος. Επιχειρεί, ψαλιδίζοντας το ανάστημα εκείνων, που έχουν θητεία αγωνιστικότητας, συνέπειας και προσφοράς, να τους φέρει στα μέτρα του. Τόσο «Δημοκράτης», τόσο «νέος», παλιός είναι. Τόσο «νεόγερος»…
Περισσότερα σχόλια, μάλλον είναι περιττά. Άλλωστε, τα spots μιλούν από μόνα τους…
Εν κατακλείδι, το ήθος και η ευπρέπεια απέναντι σε ανθυποψηφίους, δεν εκφράζεται από μεγαλόστομα, χορηγούμενα τσιτάτα, αλλά με το γεγονός ότι σ’ αυτή την παράταξη μας δίδαξαν να βλέπουμε πρωτίστως και να κρίνουμε, όλους τους ανθρώπους, με σεβασμό.
Η «αφασία» που προβάλλει και προωθεί, συμβάλλει στον κοινωνικό παχυδερμισμό και πολιτικό αγριανθρωπισμό.
Συνεπώς, η καθαρότητα του αγώνα είναι επείγουσα, πρωτεύουσα, ανυπέρβλητη και με αντίκρισμα, άμα τη εμφανίσει.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η Νέα Δημοκρατία δεν χρειάζεται έναν “ηγέτη Λεβιάθαν”, όχι για να μην δικαιώσει τον Χόμπς ,αλλά γιατί δεν της αξίζει.
(*) Ο Γιάννης Χατζής είναι πολιτικός Αναλυτής και πρώην Αναπληρωτής Γραμματέας Πολιτικού Σχεδιασμού της Ν.Δ.