Γράφει ο Γεώργιος Εμ.
Δημητράκης
Όσο
περισσότερο πλησιάζει η ημερομηνία των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου
2015 τόσο περισσότερο οξύνονται οι διαξιφισμοί των πολιτικών κομμάτων. Βέβαια
αυτό είναι ένα φαινόμενο το οποίο συμβαίνει σε κάθε εκλογική διαδικασία εις την
χώρα μας. Με την διαφορά όμως ότι τώρα οι οξύτατοι και ανελέητοι αυτοί
διαπληκτισμοί μεταξύ των κομμάτων και η προπαγάνδα-τρομοκρατία που ασκείται
αποπροσανατολίζει τους χειμαζόμενους από την κρίση Έλληνες πολίτες από τις
πραγματικές αιτίες του προβλήματος για το οποίο εκλήθη ο Λαός να αποφασίσει δια
της ετυμηγορίας του.
Δεν υπάρχει
καμία αμφιβολία ότι ο Λαός μας βιώνει την χείριστη περίοδο της ιστορίας του.
Φαίνεται όμως ότι το πολιτικό σύστημα εξουσίας δεν αντιλαμβάνεται την
κρισιμότητα των περιστάσεων ούτε και τις ευθύνες εκείνες που του αναλογούν για την κατάρρευση της Πατρίδας μας. Αλλά ούτε
και την συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης απέναντι του Έθνους, ώστε τώρα με
κοινή συναίνεση και ενότητα όλων των πολιτικών δυνάμεων να αναλάβουν την
σωτηρία της χώρας μας και την έξοδο από την κρίση.
Η οξύτητα της
αντιπαράθεσης έχει παράλληλα ως οδυνηρή συνέπεια να μη αντιλαμβάνεται το
πολιτικό σύστημα τα μηνύματα που έρχονται καθημερινώς από την Ευρώπη, αλλά παράλληλα
αδυνατεί να ερμηνεύσει αυτά, τις προειδοποιήσεις και τους κινδύνους που
εμπεριέχουν. Ο Ελληνικός Λαός επιθυμεί την παραμονή του εις την Ευρώπη, αλλά
και η Ευρώπη επιθυμεί την παραμονή της χώρας μας εις τους κόλπους της, εξαιτίας
της συγγένειάς της με την Ελλάδα. Η Ευρώπη γνωρίζει το πρόβλημα της Ελλάδος,
αλλά και τις οδυνηρές συνέπειες της πολιτικής των Μνημονίων, και θέλει πάση θυσία να
αποκαταστήσει τις αδικίες απέναντι του Λαού μας, και κυρίως εκείνες οι οποίες
προέρχονται από λάθη και προηγούμενες
μακροχρόνιες αποτυχίες και ατασθαλίες του πολιτικού συστήματος. Όμως είναι
εμφανές ότι η ηγεσία της χώρας μας, αυτό το πολιτικό σύστημα δεν
ανταποκρίνεται, δεν αποδέχεται τις παραινέσεις της Ευρώπης οι οποίες
συνίστανται σε 489 διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις οι οποίες εκκρεμούν
από την δεκαετία του 70, και οι οποίες ευθύνονται για την κατάντια της χώρας
μας, αλλά και οι οποίες από το 1981 εις την πραγματικότητα κρατούσαν την Ελλάδα
«έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση». Αυτή η υστέρηση της χώρας μας έφερε τα Μνημόνια,
εις τα οποία αναφέρονται ρητά και με λεπτομέρειες όλα αυτά τα 489 σημεία του
Προγράμματος, που πρέπει να εκπληρώσει η χώρα μας, ώστε να γίνει ισότιμο και
πλήρες μέλος της Ευρώπης. Όμως το πολιτικό σύστημα για την επιβίωση και
σωτηρία του και μόνον, αντί την εκπλήρωση του Προγράμματος, επέλεξε εδώ και 6
χρόνια, ως γνωστόν, την πολιτική λιτότητας με την οικονομική εξόντωση και κοινωνική
εξαθλίωση του Λαού μας.
Για να
εξηγήσουμε με σαφήνεια την απομάκρυνση της Πατρίδας μας από την Ευρώπη και τις
αιτίες που ευθύνονται για αυτό, οφείλουμε να κάνουμε μία ιστορική αναφορά. Οι
πρωταγωνιστές της Ευρωπαϊκής Ιδέας και της Συνθήκης της Ρώμης γνώριζαν από
νωρίς τις κοινωνικοπολιτικές αδυναμίες και τις ασθένειες της Δημοκρατίας μας.
Ευθύς αμέσως μετά την μεταπολίτευση (1974), όταν η Γερμανία άρχισε να παίρνει
εις τας χείρας της τα ηνία της Ευρώπης, συνεπικουρούμενη από την Γαλλία, εν
γνώσει των αδυναμιών της χώρας μας, η οποία πάση θυσία ήθελε να ενταχθεί εις
την Ε.Ε., ανέλαβε μία πρωτοβουλία.
Το Ίδρυμα Konrad Adenauer με έδρα την Βόννη, εις την
χρονική περίοδο 23.02.-02.03.1975, προσκάλεσε
εις την Γερμανία 5 Υπουργούς της τότε Κυβέρνησης Καραμανλή, υπό την ηγεσία του
Υπουργού Εξωτερικών και Αντιπροέδρου Γ. Ράλλη. Σκοπός της 8-ημερης εκείνης πρόσκλησης ήταν η παρουσίαση του
κοινωνικοπολιτικού συστήματος και της Δημοκρατίας της Γερμανίας και της
επιτυχίας της για την ανόρθωση και ανάδειξη της χώρας αυτής εις την Ευρώπη. Το
ενδιαφέρον της Γερμανίας, η οποία μιλούσε τώρα εκ μέρους της Ευρώπης, συνίστατο
εις την δημιουργία και εμπέδωση μίας Δημοκρατίας της Πυραμίδας εις την Ελλάδα,
η οποία θα εξασφάλιζε την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας επί
στερεών βάσεων και με ευρωπαϊκές δημοκρατικές προδιαγραφές, και εκ του λόγου
αυτού θα απέτρεπε μελλοντικώς μία νέα
διολίσθηση της χώρας η οποία μόλις 8 χρόνια πριν είχε καταλήξει εις το 1967.
Το
διερευνητικό και ενημερωτικό εκείνο πρόγραμμα περιείχε συναντήσεις και
συζητήσεις με εξέχοντες πολιτικούς της Γερμανίας, τον Αντικαγκελάριο και
Υπουργό Εξωτερικών Hans-Dietrich Genscher, πρωθυπουργούς κρατιδίων Helmut Kohl und Alfons Goppel, υπουργούς, αρχηγούς κομμάτων, κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους,
βουλευτές, προσωπικότητες οι οποίες λίγο αργότερο ανεδείχθησαν σε Προέδρους της
Γερμανίας, Καγκελάριους και Πρωθυπουργούς π.χ. Weizsäcker, Carstens, Kohl, Strauss, αλλά και με οικονομικούς παράγοντες. Δυστυχώς όμως, ο
συντάκτης αυτού του άρθρου, ο οποίος κατά εντολή του Ιδρύματος Konrad Adenauer συνόδευε την Ελληνική
Αντιπροσωπεία ως διερμηνέας, επί 24-ώρου βάσεως σε όλη την Γερμανία, διαπίστωσε
κατά τις συναντήσεις και συζητήσεις μία
«αδιαφορία» των Ελλήνων πολιτικών για το περιεχόμενο και την ουσία των
συζητήσεων π.χ. λειτουργία μίας κυβέρνησης, θέση των κομμάτων εις την κοινωνία,
κοινωνική και οικονομική πολιτική, ανάπτυξη, δημόσια διοίκηση κ.α. Η πλήρης
«αδιαφορία» αυτή σε γενικά και συγκεκριμένα θέματα Δημοκρατίας, άκρως επίκαιρα
και ουσιαστικά για την λειτουργία μίας Πολιτείας, δυστυχώς, από την πρώτη στιγμή έγινε αντιληπτή από την
γερμανική πλευρά. Η οποία με το
ειρωνικό, συγκρατημένο χαμόγελο και την κυνική ευγένεια που την χαρακτηρίζει
απέκρυβε την μεγάλη απογοήτευσή της.
Ανεξαρτήτως
της επιτυχίας του Κων/νου Καραμανλή, ο οποίος λίγο αργότερα κατά την επίσκεψη
του εις την Βόννη το 1978 έπεισε τον
Καγκελάριο Helmut Schmidt, για
την ένταξη της χώρας μας εις την Ε.Ε., προβάλλοντας ως γνωστόν την συνεισφορά
της Ελλάδος και του Παρθενώνα εις την Ευρώπη, η γερμανική πολιτική γνώριζε ότι
το εγχείρημα αυτό ήταν από την πρώτη στιγμή καταδικασμένο σε αποτυχία. Διότι αν
και τότε ο Έλληνας Πρωθυπουργός είχε υποσχεθεί εις τους Ευρωπαίους τις
διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, η Γερμανία και οι Βρυξέλλες
παρακολουθούσαν τις αθετήσεις των υποσχέσεων του ελληνικού πολιτικού
συστήματος, οι οποίες ως ήταν αναμενόμενο,
έβλαπταν τον ίδιο τον Ελληνικό Λαό.
Σήμερα η Ε.Ε.,
εις την οποία κυριαρχεί και ομιλεί η Γερμανία, επιθυμεί να κρατήσει την Ελλάδα
εντός αυτής, και να βοηθήσει την χώρα μας,
ακόμη και με το ενδεχόμενο της διαγραφής του χρέους, για το οποίο γίνονται ήδη πολλές
παρασκηνιακές συζητήσεις. Όμως μόνον υπό την προϋπόθεση της ολοκλήρωσης των
διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων και την πιστή εφαρμογή αυτών, σε όλα τα
489 σημεία του Προγράμματος. Διότι η μη εφαρμογή αυτών καθιστά ανέφικτη την
διαγραφή του χρέους, και θεωρείται ως άκρως επικίνδυνη η εντός ολίγου χρόνου
διολίσθηση της χώρας εις την προ-μνημονιακή κατάσταση.
Γεώργιος Εμ.
Δημητράκης
Υποσημείωση: Ο αρθρογράφος διαμένει εις την Ξάνθη.
Σπούδασε Πολιτικές-Οικονομικές Επιστήμες και Κοινωνιολογία στη Βόννη και
Ιστορία και Πολιτιστική κληρονομιά στην Αθήνα. Διετέλεσε επί 5 χρόνια υπάλληλος
της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας.