Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Στο Ξανθοχώρι, του Λουκά Ψαράκη


Αφιερωμένο στον Χριστόφορο Κάσδαγλη και τον Γιάννη Μακριδάκη, που στο διαδίκτυο ενώθηκαν τα βουνά και η θάλασσα μας...
Ολόκληρη τη νύχτα ο μαΐστρος λυσσομανούσε. Ξημέρωσε η μέρα με έναν ήλιο λαμπρό. Ο σκύλος μου γαβγίζοντας, κυνηγούσε ότι κουνιόταν από τον αέρα, τρέχοντας γύρω από το σπίτι και σκαρφαλώνοντας στα κεραμίδια, που του αρέσει να κάθεται και να αγναντεύει.
Πήρα να ανηφορίζω για Ξανθοχώρι ακούγοντας την έσω φωνή, που μου ψιθύριζε ότι έπρεπε σήμερα να πάω στο χωριό. Αφού ξεμπέρδεψα λοιπόν με κάτι άρθρα για τη νέα εφημερίδα, πήρα λίγο φαΐ, θρονιάστηκε και ο σκύλος πίσω και φύγαμε.
Λίγη κίνηση στον δρόμο. Οι αγρότες συλλέγουν τον ελαιόκαρπο αγωνιζόμενοι να προλάβουν τα χιόνια και τα κρύα. Ένα γεράκι τρόμαξε και πέταξε, αφήνοντας με να το θαυμάζω στην φτερωτή του απλωσιά.
Φθάνοντας, με πυρπολεί ένας ήλιος που στραφταλίζει στα γυμνά κλαδιά των δένδρων. Απέναντι η Ζήρεια προβάρει τα ασπροσέντονα. Από την άλλη πλευρά ο Παρνασσός τα φόρεσε κιόλας. Ο μαΐστρος έχει κάνει την ατμόσφαιρα κρύσταλλο και η διαύγεια είναι εξαιρετική. Κόρινθος, Λουτράκι, Αλκυονίδες, τα χωριά απέναντι, όλα στο πιάτο. Άσπροι καπνοί απ τα λιόκλαρα αιωρούνται στο βάθος σκαρφαλώνοντας.
Η γη στρωμένη με τα χρώματα των πεσμένων φύλλων. Κίτρινο, καφέ και φρεσκο-πράσινο χορτάρι. Πανδαισία.
Μαζεύω καρύδια, μύγδαλα, χόρτα, ρόδια, λίγα σταφύλια από την κληματαριά του Σπύρου που τα άφησε και ετοιμάζω την σόμπα για την επόμενη επίσκεψη.
Μια υπέροχη ησυχία και γαλήνη σε μεταφέρει δίπλα στο θείο πρόσωπο της γης και το γαλάζιο του αψεγάδιαστου Ελληνικού ουρανού. Το απαράμιλλο φως της Ελλάδας.
Αγναντεύοντας της Ζήρειας τις λεπτο-ασπροστολισμένες καμπύλες με τον ήλιο κόντρα να με μισοτυφλώνει, αλλά και να με ζεσταίνει με αυτή την υπέροχη χειμωνιάτικη ηλιοζεστασιά, σκέφτομαι πόσο έχουμε χάση την επαφή με την ομορφιά και την αληθινή ζωή δίπλα στην φύση.
Τρεχολογώντας αγχωμένοι, ανασφαλείς και τρομαγμένοι, περνάει δίπλα μας ο χρόνος, μαζί και η ομορφιά που μας περιτριγυρίζει, ανίκανοι να την γευτούμε μια και το χρήμα κυνηγούμε.
Πήρε να σουρουπώνει. Φάνηκαν κάποιοι φίλοι που επιστρέφουν από τις ελιές.
Τι κάνεις εδώ πάνω μόνος με ρωτούν; Τι να απαντήσω; Κοιτώ γύρω την ομορφιά νιώθοντας αμήχανα.
Σουρουπώνει και ο σκύλος ανήσυχος με παρατηρεί περιμένοντας το σύνθημα της αναχώρησης.
Ταΐζω καναδυό γάτες του χειμωνιάτικου χωριού, αφήνω λίγη τροφή και για άλλες, φορτώνω τα αγαθά της μάνας γης και τον ανήσυχο και κατηφορίζω βλέποντας τον ορίζοντα πίσω από την Ζήρεια να αλλάζει χρώματα.
Γαλάζιο, γκρι, ροζέ με το βουνό να σκουροχάνεται στην κόντρα του φωτός.
Ανέβηκα με 15 βαθμούς και έφυγα με πέντε αφήνοντας τη νύχτα και την ξάστερη παγωνιά να γλιστρούν αθόρυβα πίσω και πάνω.