Το αργότερο σε τρεις μήνες τα έργα στην Εθνική Οδό Κορίνθου - Πάτρας - Πύργου θα σταματήσουν. Αυτό υποστηρίζει η κοινοπραξία Ολυμπία Οδός, εκτιμώντας ότι το χρηματοδοτικό πρόβλημα του έργου είναι τόσο οξύ, που δεν μπορεί να περιμένει την ολοκλήρωση της διαδικασίας επαναδιαπραγμάτευσης των συμβάσεων, αναφέρει δημοσίευμα της "Καθημερινής".
Η κοινοπραξία προτείνει δύο λύσεις για την άρση του αδιεξόδου: να «παγώσουν» τα έργα για μερικούς μήνες, μέχρι να επανέλθει η ροή της δανειοδότησης από τις τράπεζες ή να αναλάβει το Δημόσιο να υποστηρίξει οικονομικά την κατασκευή για το ίδιο διάστημα.
Η κοινοπραξία Ολυμπία Οδός είναι η πρώτη, από τις πέντε που έχουν αναλάβει οδικά έργα με συμβάσεις παραχώρησης, που μιλάει πλέον ανοιχτά για το ενδεχόμενο εγκατάλειψης των έργων. «Δεν είναι απειλή, είναι η φυσική συνέχεια», λέει στην «Κ» ο διευθύνων σύμβουλος της κοινοπραξίας, κ. Ζιλ Γκοντάρ. «Ηδη με τη μείωση της κυκλοφορίας, που αγγίζει το 20% και το γνωστό θέμα των διοδίων, τα έσοδα του έργου έχουν μειωθεί σημαντικά.
Επιπλέον, οι τράπεζες διέκοψαν τη δανειοδότηση του έργου από τον Δεκέμβριο. Εν τω μεταξύ το Δημόσιο χρωστά αυτή τη στιγμή περίπου 51 εκατ. ευρώ από την επιστροφή ΦΠΑ. Χαρακτηριστικά, τον Ιανουάριο η Ολυμπία Οδός έλαβε 5 εκατ. ευρώ από τα διόδια, αλλά διέθεσε 6,8 εκατ. για της διαχείριση του δρόμου και τα λειτουργικά της έξοδα. Ηδη χρωστάμε περίπου 100 εκατ. ευρώ στους εργολάβους για εκτελεσθείσες εργασίες του Νοεμβρίου-Ιανουαρίου. Στο έργο υπάρχουν αυτή τη στιγμή 2.800 εργαζόμενοι, οι οποίοι στο τέλος του μήνα θα είναι δύσκολο να πληρωθούν».
Πρόκειται για έναν ανοιχτό εκβιασμό της κοινοπραξίας, ώστε να πιεστεί το υπουργείο Υποδομών να αναλάβει μεγαλύτερο κομμάτι της ευθύνης; Ή μήπως πρόκειται για την τελευταία προειδοποίηση πριν από την κατάρρευση του έργου; Σε κάθε περίπτωση ο κ. Γκοντάρ υποστηρίζει ότι η οικονομική κατάσταση του έργου είναι τόσο οριακή, που δεν μπορεί να περιμένει τη διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης των συμβάσεων (στην οποία, σημειωτέον, συμμετέχει πλέον και ο Ειδικός Γραμματέας Αποκρατικοποιήσεων κ. Γ. Χριστοδουλάκης).
«Ολοι καταλαβαίνουν την κρισιμότητα της κατάστασης», εκτιμά. «Υπάρχουν δίκαιες λύσεις, αλλά χρειάζονται χρόνο. Αφού συμφωνηθεί ο τρόπος αναθεώρησης της σύμβασης παραχώρησης, υπάρχει μια ολόκληρη διαδικασία που θα ακολουθήσει: από την προετοιμασία της νομοθετικής ρύθμισης, έως τον υπολογισμό του ακριβούς ποσού των αποζημιώσεων που θα καταβάλει το κράτος για τις καθυστερήσεις από τις απαλλοτριώσεις. Ολα αυτά θα διαρκέσουν μήνες, πριν καν κατατεθεί η νέα σύμβαση στη Βουλή, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ. Ως επικεφαλής του έργου βρίσκομαι στον πάτο μιας γεμάτης πισίνας χωρίς να έχω οξυγόνο. Πρέπει να κερδίσουμε χρόνο».
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Ολυμπίας Οδού, οι λύσεις είναι δύο: η πρώτη είναι να αναλάβει το Δημόσιο να αναπληρώσει το χρηματοδοτικό κενό, μέχρι να αρχίσει και πάλι η καταβολή των δανειακών δόσεων από τις τράπεζες. Η λύση αυτή δεν είναι εύκολα υλοποιήσιμη, καθώς δύσκολα το Δημόσιο θα μπορέσει σε αυτή τη φάση να βρει άμεσα τα διαθέσιμα κονδύλια, έστω και αν του επιστραφούν σε μερικούς μήνες (σημειώνεται ότι το κόστος κατασκευής είναι σήμερα περίπου 45 εκατ. ευρώ/μηνιαίως).
Η δεύτερη λύση είναι να σταματήσουν για μερικούς μήνες τα έργα και η Ολυμπία Οδός να συνεχίσει μόνο τη διαχείριση/λειτουργία του άξονα, χρησιμοποιώντας τα έσοδα από τα διόδια. Ομως αυτή θα συνεπάγεται την απόλυση του προσωπικού που απασχολείται στο κατασκευαστικό έργο, ενώ ενδεχομένως να προκαλέσει μεγαλύτερες κοινωνικές αντιδράσεις σε σχέση με τα διόδια.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτή την οριακή εξέλιξη είναι πολλά. Γιατί η κοινοπραξία δεν προχώρησε από την πρώτη στιγμή στη διεκδίκηση αποζημιώσεων από το Δημόσιο, εφόσον υπήρχε συγκεκριμένος μηχανισμός διαιτησίας; Γιατί δεν ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή τη διεκδίκηση των απολεσθέντων εσόδων της από τα διόδια; Γιατί η κοινοπραξία επικαλείται την πτώση της κυκλοφορίας, εφόσον από τη σύμβαση έχει αναλάβει τον κίνδυνο; Και εν τέλει, γιατί οι τράπεζες διακόπτουν τη χρηματοδότηση των έργων, όταν από τα stress tests τους έχουν προβλέψει πολύ δυσμενέστερα σενάρια από τα σημερινά (στη συγκεκριμένη περίπτωση 27% πτώση της κυκλοφορίας);
«Αρχικά εκτιμήσαμε ότι η κατάσταση ήταν διαχειρίσιμη, όμως τελικά ξέφυγε από τον έλεγχο», λέει ο κ. Γκοντάρ. «Κανείς δεν είχε προβλέψει την οξύτητα της οικονομικής κρίσης, ούτε καν το ελληνικό Δημόσιο. Οσο για τις αποζημιώσεις, δεν μπήκαμε στη διαδικασία, γιατί έχουμε σχέση συνεργάτη με το κράτος, εξάλλου δεν συμφέρει κανέναν». Το θέμα πλέον είναι ποια απάντηση θα δώσει το υπουργείο Υποδομών και αν οι εργολάβοι, υλοποιώντας την απειλή (ή αν θέλετε, προειδοποίησή τους) θα προχωρήσουν σε μαζικές απολύσεις. Ολα δείχνουν ότι το επόμενο διάστημα οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες.
Η κοινοπραξία προτείνει δύο λύσεις για την άρση του αδιεξόδου: να «παγώσουν» τα έργα για μερικούς μήνες, μέχρι να επανέλθει η ροή της δανειοδότησης από τις τράπεζες ή να αναλάβει το Δημόσιο να υποστηρίξει οικονομικά την κατασκευή για το ίδιο διάστημα.
Η κοινοπραξία Ολυμπία Οδός είναι η πρώτη, από τις πέντε που έχουν αναλάβει οδικά έργα με συμβάσεις παραχώρησης, που μιλάει πλέον ανοιχτά για το ενδεχόμενο εγκατάλειψης των έργων. «Δεν είναι απειλή, είναι η φυσική συνέχεια», λέει στην «Κ» ο διευθύνων σύμβουλος της κοινοπραξίας, κ. Ζιλ Γκοντάρ. «Ηδη με τη μείωση της κυκλοφορίας, που αγγίζει το 20% και το γνωστό θέμα των διοδίων, τα έσοδα του έργου έχουν μειωθεί σημαντικά.
Επιπλέον, οι τράπεζες διέκοψαν τη δανειοδότηση του έργου από τον Δεκέμβριο. Εν τω μεταξύ το Δημόσιο χρωστά αυτή τη στιγμή περίπου 51 εκατ. ευρώ από την επιστροφή ΦΠΑ. Χαρακτηριστικά, τον Ιανουάριο η Ολυμπία Οδός έλαβε 5 εκατ. ευρώ από τα διόδια, αλλά διέθεσε 6,8 εκατ. για της διαχείριση του δρόμου και τα λειτουργικά της έξοδα. Ηδη χρωστάμε περίπου 100 εκατ. ευρώ στους εργολάβους για εκτελεσθείσες εργασίες του Νοεμβρίου-Ιανουαρίου. Στο έργο υπάρχουν αυτή τη στιγμή 2.800 εργαζόμενοι, οι οποίοι στο τέλος του μήνα θα είναι δύσκολο να πληρωθούν».
Πρόκειται για έναν ανοιχτό εκβιασμό της κοινοπραξίας, ώστε να πιεστεί το υπουργείο Υποδομών να αναλάβει μεγαλύτερο κομμάτι της ευθύνης; Ή μήπως πρόκειται για την τελευταία προειδοποίηση πριν από την κατάρρευση του έργου; Σε κάθε περίπτωση ο κ. Γκοντάρ υποστηρίζει ότι η οικονομική κατάσταση του έργου είναι τόσο οριακή, που δεν μπορεί να περιμένει τη διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης των συμβάσεων (στην οποία, σημειωτέον, συμμετέχει πλέον και ο Ειδικός Γραμματέας Αποκρατικοποιήσεων κ. Γ. Χριστοδουλάκης).
«Ολοι καταλαβαίνουν την κρισιμότητα της κατάστασης», εκτιμά. «Υπάρχουν δίκαιες λύσεις, αλλά χρειάζονται χρόνο. Αφού συμφωνηθεί ο τρόπος αναθεώρησης της σύμβασης παραχώρησης, υπάρχει μια ολόκληρη διαδικασία που θα ακολουθήσει: από την προετοιμασία της νομοθετικής ρύθμισης, έως τον υπολογισμό του ακριβούς ποσού των αποζημιώσεων που θα καταβάλει το κράτος για τις καθυστερήσεις από τις απαλλοτριώσεις. Ολα αυτά θα διαρκέσουν μήνες, πριν καν κατατεθεί η νέα σύμβαση στη Βουλή, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ. Ως επικεφαλής του έργου βρίσκομαι στον πάτο μιας γεμάτης πισίνας χωρίς να έχω οξυγόνο. Πρέπει να κερδίσουμε χρόνο».
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Ολυμπίας Οδού, οι λύσεις είναι δύο: η πρώτη είναι να αναλάβει το Δημόσιο να αναπληρώσει το χρηματοδοτικό κενό, μέχρι να αρχίσει και πάλι η καταβολή των δανειακών δόσεων από τις τράπεζες. Η λύση αυτή δεν είναι εύκολα υλοποιήσιμη, καθώς δύσκολα το Δημόσιο θα μπορέσει σε αυτή τη φάση να βρει άμεσα τα διαθέσιμα κονδύλια, έστω και αν του επιστραφούν σε μερικούς μήνες (σημειώνεται ότι το κόστος κατασκευής είναι σήμερα περίπου 45 εκατ. ευρώ/μηνιαίως).
Η δεύτερη λύση είναι να σταματήσουν για μερικούς μήνες τα έργα και η Ολυμπία Οδός να συνεχίσει μόνο τη διαχείριση/λειτουργία του άξονα, χρησιμοποιώντας τα έσοδα από τα διόδια. Ομως αυτή θα συνεπάγεται την απόλυση του προσωπικού που απασχολείται στο κατασκευαστικό έργο, ενώ ενδεχομένως να προκαλέσει μεγαλύτερες κοινωνικές αντιδράσεις σε σχέση με τα διόδια.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτή την οριακή εξέλιξη είναι πολλά. Γιατί η κοινοπραξία δεν προχώρησε από την πρώτη στιγμή στη διεκδίκηση αποζημιώσεων από το Δημόσιο, εφόσον υπήρχε συγκεκριμένος μηχανισμός διαιτησίας; Γιατί δεν ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή τη διεκδίκηση των απολεσθέντων εσόδων της από τα διόδια; Γιατί η κοινοπραξία επικαλείται την πτώση της κυκλοφορίας, εφόσον από τη σύμβαση έχει αναλάβει τον κίνδυνο; Και εν τέλει, γιατί οι τράπεζες διακόπτουν τη χρηματοδότηση των έργων, όταν από τα stress tests τους έχουν προβλέψει πολύ δυσμενέστερα σενάρια από τα σημερινά (στη συγκεκριμένη περίπτωση 27% πτώση της κυκλοφορίας);
«Αρχικά εκτιμήσαμε ότι η κατάσταση ήταν διαχειρίσιμη, όμως τελικά ξέφυγε από τον έλεγχο», λέει ο κ. Γκοντάρ. «Κανείς δεν είχε προβλέψει την οξύτητα της οικονομικής κρίσης, ούτε καν το ελληνικό Δημόσιο. Οσο για τις αποζημιώσεις, δεν μπήκαμε στη διαδικασία, γιατί έχουμε σχέση συνεργάτη με το κράτος, εξάλλου δεν συμφέρει κανέναν». Το θέμα πλέον είναι ποια απάντηση θα δώσει το υπουργείο Υποδομών και αν οι εργολάβοι, υλοποιώντας την απειλή (ή αν θέλετε, προειδοποίησή τους) θα προχωρήσουν σε μαζικές απολύσεις. Ολα δείχνουν ότι το επόμενο διάστημα οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες.