Η είσοδος του Κυριάκου Μητσοτάκη στο δεύτερο γύρο της εκλογικής διαδικασίας για την ανάδειξη του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας επανέφερε στο προσκήνιο την, υποβόσκουσα εδώ και χρόνια, διαμάχη Καραμανλικών και Μητσοτακικών για τον έλεγχο της κεντροδεξιάς παράταξης. Το πραγματικό διακύβευμα αυτής της διαμάχης δεν είναι βέβαια ποιο πρόσωπο θα εκλεγεί στην προεδρία του κόμματος αλλά αν η Νέα Δημοκρατία θα διατηρήσει ή όχι τις παρακαταθήκες του γενάρχη της Κωνσταντίνου Καραμανλή. Πριν ασχοληθούμε με την παρούσα φάση αυτής της διαμάχης, χρήσιμο είναι να κάνουμε μια μικρή ιστορική ανασκόπηση.
Κων/νος Μητσοτάκης: η πρώτη προσπάθεια αποκαραμανλοποίησης
Η διαμάχη αυτή ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 80 όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επελέγη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας σαν ο «καταλληλότερος» αντι – Ανδρέας Παπανδρέου. Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι λίγο πολύ γνωστά. Ο «καταλληλότερος» κατάφερε τελικά να κερδίσει την εξουσία από τον «πνιγμένο» στα σκάνδαλα Ανδρέα. Κατά την κυβερνητική του θητεία απομακρύνθηκε από τον Καραμανλισμό και πολιτεύτηκε με «θατσερικό» τρόπο χωρίς βέβαια να έχει τα κότσια της Θάτσερ. Έτσι, ενώ επί της ουσίας είχε δίκιο στα περισσότερα σημεία, κατόρθωσε να χάσει τις εκλογές του 1993 από έναν ουσιαστικά ημιθανή Ανδρέα. Η Νέα Δημοκρατία χρειάστηκε έναν Καραμανλή και σχεδόν δέκα χρόνια για να ξανακερδίσει εκλογές.
Κώστας Καραμανλής: η επιστροφή στην ομαλότητα
Ο Κώστας Καραμανλής, με την επάνοδο του Γιώργου Σουφλιά, την σταδιακή ανάδειξη της Ντόρας Μπακογιάννη σε νούμερο δύο του κόμματος, και την ανάκληση από ην αποστρατεία του Αντώνη Σαμαρά, προσπάθησε να δώσει ένα τέλος στις εσωκομματικές έριδες. Από την πλευρά της η Ντόρα Μπακογιάννη εργάστηκε συστηματικά έτσι ώστε να είναι ο κυρίαρχος κομματικός παράγων στη μετα Καραμανλή εποχή. Όμως, έκανε το μοιραίο λάθος να δεχθεί την αλλαγή του τρόπου εκλογής του προέδρου του κόμματος. Έτσι η ευθύνη της ηγεσίας πέρασε στα χέρια των απλών νεοδημοκρατών, οι οποίοι υπακούοντας στο ένστικτο της παραταξιακής αυτοσυντήρησης αρνήθηκαν στην Ντόρα την ηγεσία του κόμματος, εκλέγοντας πρόεδρο τον Αντώνη Σαμαρά. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να θυμίσουμε, μιας και η Ντόρα ανακάλυψε πρόσφατα παρατυπίες στην τότε διαδικασία, ότι η ίδια είχε αναγνωρίσει την ήττα της πολύ πριν την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.
Αντώνης Σαμαράς: η εφιαλτική περίοδος
Περιττό είναι να τονίσουμε ότι ο Α. Σαμαράς αποδείχθηκε ανάξιος της εντολής των Νεοδημοκρατών. Μετέφρασε λάθος το μήνυμα της βάσης και από την πρώτη μέρα της θητείας του άρχισε την προσπάθεια αποκοπής του κόμματος από τις ρίζες του. Το ύφος και το ήθος με το οποίο πολιτεύτηκε, τόσο στη προεδρία του κόμματος όσο και στη διακυβέρνηση της χώρας, έδωσε την αίσθηση ότι η Νέα Δημοκρατία θα είχε την τύχη του ΠΑΣΟΚ. Μέσω του Παπαμιμίκου διέλυσε τον κομματικό μηχανισμό. Μια απλή περιήγηση στους διαδρόμους των γραφείων της Συγγρού αρκεί για καταλάβει κανείς τι άφησε πίσω του αυτός που δεν θα έχανε από τον Τσίπρα. Αυτός, που τελικά όχι μόνο έχασε, αλλά, που με τις πολιτικές του οδήγησε τον λαό να ξαναψηφίσει Τσίπρα ασχέτως του τρίτου μνημονίου. Με άλλους όρους, μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι, ο λαός για να απαλλαγεί από τον Σαμαρά (και τον Βενιζέλο βεβαίως) έφερε στην εξουσία τους συνομιλητές των κουκουλοφόρων και των τρομοκρατών. Όμως, για να μην τον αδικούμε, η «δόξα» αυτή δεν του ανήκει ολοκληρωτικά. Ανήκει και στα εξαπτέρυγά του Γεωργιάδη, Βορίδη, Μητσοτάκη (και άλλους) που οδήγησαν τους απλούς πολίτες στην απόγνωση και το κόμμα στην πλήρη κοινωνική απαξίωση.
Βαγγέλης Μεϊμαράκης: η επάνοδος και πάλι στην ομαλότητα
Κάπως έτσι φθάσαμε στην πρόσφατη διαδικασία εκλογής του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν ότι οι τρεις από τους τέσσερις διεκδικητές της ηγεσίας αμφισβητούσαν ανοικτά τις καραμανλικές παρακαταθήκες του κόμματος.
Αυτή η αμφισβήτηση αφύπνισε, για μια ακόμα φορά, το ένστικτο της παραταξιακής αυτοσυντήρησης. Οι απλοί Nεοδημοκράτες, πέρα από κάθε προσδοκία, προσήλθαν μαζικά στις κάλπες για να δώσουν την ηχηρή, όπως αποδείχθηκε, απάντησή τους. Αρχικά, λόγω του πλήθους των υποψηφιοτήτων, εξουδετέρωσαν τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο, τον Απόστολο Τζιτζικώστα. Πιο επικίνδυνο, γιατί εκτός από την οικονομική και όχι μόνο στήριξη που διέθετε από εξωθεσμικά κέντρα, βρισκόταν εν μέρει και «εντός των τειχών».
Ακόμα πιο ηχηρή απάντηση θα δοθεί από τη βάση της Παράταξης στις 10 Ιανουαρίου. Αποδέκτης αυτή τη φορά θα είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης (και οι συν αυτώ) που λόγω του διακυβεύματος του πρώτου γύρου κατά την προεκλογική περίοδο πέρασε περίπου απαρατήρητος. Οι απλοί Nεοδημοκράτες και αυτή τη φορά θα εκτιμήσουν τι ακριβώς σηματοδοτεί για την χώρα αλλά και για την παράταξη η εκλογή στην ηγεσία του ενός ή του άλλου.
Με την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη θα συνεχιστεί η φθίνουσα πορεία της παράταξης αλλά και της χώρας αφού αυτό που ουσιαστικά υπόσχεται είναι ότι θα συνεχίσει τις πολιτική που εφάρμοσε ή θα εφάρμοζε σαν υπουργός υπό τον Α. Σαμαρά και οι οποίες βέβαια έχουν καταδικαστεί εμφατικά από τον ελληνικό λαό.
Από την άλλη η εκλογή του Βαγγέλη Μεϊμαράκη θα σηματοδοτήσει την επάνοδο της παράταξης στην ομαλότητα. Μια επάνοδο που όπως έδειξαν τα αποτελέσματα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών έχει ήδη ξεκινήσει και θα ολοκληρωθεί με την επαναβεβαίωση των καραμανλικών παρακαταθηκών σε όλα τα επίπεδα σύμφωνα με το πρόγραμμα που ευαγγελίζεται ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης.
Η θέση των ηττημένων
Η ιστορία μας διδάσκει ότι όποτε η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας πολιτεύτηκε εκτός των πλαισίων του καραμανλισμού, η παράταξη, αλλά, και η χώρα μπήκαν σε περιπέτειες. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό απ’ όλους είναι ότι Νέα Δημοκρατία χωρίς τις Καραμανλικές παρακαταθήκες δεν μπορεί να υπάρξει. Πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό ότι η Νέα Δημοκρατία είναι κόμμα εξουσίας. Σαν τέτοιο κόμμα χρειάζεται μαζί της σχεδόν όλες τις μικρότερες συγγενείς πολιτικές δυνάμεις. Αρκεί βέβαια αυτές να αποδεχθούν το πραγματικό τους ρόλο και όχι να εξυπηρετούν προσωπικές στρατηγικές υπονομεύοντας συνολικά την παράταξη και τη χώρα.
Τάνια Πέλερη
www.tokentro.com