Η Ντόρα Μπακογιάννη, κατα την ομιλία της στην Κ.Ο , κάλεσε τον Αντώνη Σαμαρά να παραιτηθεί και ζήτησε
να γίνει έκτακτο συνέδριο, όπως αναμενόταν. "Όλοι οι πρόεδροι της ΝΔ
όταν έχαναν, παραιτούνταν", είπε και τόνισε ότι η Νέα Δημοκρατία πρέπει
να οδηγηθεί σε έκτακτο συνέδριο και επανεκκίνηση του κόμματος. Ακόμη
άσκησε κριτική στον ανασχηματισμό του περασμένου Ιουνίου.
Η Ντόρα Μπακογιάννη, μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ, τόνισε τα ακόλουθα:
Άκουσα με προσοχή τον κ. Σαμαρά στην περιγραφή του για την κατάσταση της χώρας. Και συμφωνώ απολύτως με τα περισσότερα απ’ όσα είπε. Η Ελλάδα βρίσκεται ξανά μετά το 2010 στην κόψη του ξυραφιού. Η σημερινή κυβέρνηση αθροίζοντας ιδεοληψίες και άγνοια, και παίζοντας με ισχυρές δόσεις επικοινωνιακής πολιτικής, έβαλε τη χώρα σε πολύ δυσμενέστερη θέση από εκείνη στην οποία βρισκόταν πριν από τις εκλογές.
Η Ελλάδα δυστυχώς στα μάτια εταίρων και συμμάχων είναι μια χώρα που δεν τηρεί το λόγο της, που δεν εφαρμόζει τα συμφωνηθέντα. Εν ολίγοις, είναι μια χώρα την οποία δεν εμπιστεύεται κανείς. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον θα πορευθούμε τους επόμενους μήνες. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους 4 επόμενους μήνες που θα αποτελέσουν ορόσημο για τη νέα συμφωνία-μνημόνιο αλλά και στους επόμενους.
Σ’ αυτό το κλίμα γίνεται η συνεδρίασή μας. Δυστυχώς είναι η πρώτη συνεδρίαση μετά από 3 χρόνια, στην οποία δίνεται ο λόγος στους βουλευτές. Πρέπει λοιπόν πολύ άμεσα να κάνουμε την ανάλυση για το πού βρισκόμαστε σήμερα, ποιος είναι ο στόχος της Νέας Δημοκρατίας και πώς θα τον πετύχουμε.
Τηλεγραφικά θα αναφερθώ στους λόγους που μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Το πρόβλημα της Νέας Δημοκρατίας ξεκίνησε το Μάιο του 2010. Και τότε, χωρίς να ερωτηθεί η Κοινοβουλευτική Ομάδα, η Νέα Δημοκρατία αποφάσισε «να αρνηθεί εαυτόν». Σήκωσε το λάβαρο του αντιμνημονιακού αγώνα και ακολούθησε μια πολιτική ξένη προς τις αρχές και τις αξίες της.
Μετά απ’ όλα όσα συνέβησαν στη χώρα, θα ήθελα να αναρωτηθούμε:
Τι θα γινόταν, αν τότε η ηγεσία του κόμματος είχε τηρήσει μια πιο υπεύθυνη στάση; Αν είχε κάνει δεκτή την πρόταση να υπερψηφίσουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές και να καταψηφίσουμε τις πολιτικές λιτότητας;
Τι θα γινόταν, αν δεν είχε προτείνει ανεδαφικές λύσεις και δεν είχε καλλιεργήσει στην κοινωνία το αίσθημα ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος σωτηρίας;
Τι θα γινόταν, αν ασκούσε υπεύθυνη αντιπολίτευση και προέτρεπε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να διαπραγματευθεί με ευνοϊκότερους όρους;
Τι θα συνέβαινε, αν στήριζε από τότε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις; Μήπως η χώρα δεν θα είχε φτάσει εδώ όπου βρίσκεται σήμερα;
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Το λάβαρο του αντιμνημονιακού αγώνα εγκαταλείφθηκε, όταν προσαρμοστήκαμε απότομα στην πραγματικότητα κατά τη διάρκεια της στήριξης της κυβέρνησης Παπαδήμου. Το κακό όμως είχε γίνει. Το αρνητικό αποτέλεσμα ήταν διπλό: Από τη μια, ενδυναμώθηκαν δύο λαϊκιστικά κόμματα στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.
Από την άλλη, μεγάλο τμήμα της κοινωνίας ανέπτυξε σταδιακά αντιευρωπαϊκά αισθήματα. Ακολούθησε η ήττα του 18,8% στις εκλογές του Μαΐου του 2012, με το ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό, για την οποία βεβαίως ουδέποτε έγινε συζήτηση. Μετά από αυτήν, επικράτησε ο ρεαλισμός και η σωφροσύνη και συγκροτήθηκε η πανστρατιά του Ιουνίου του 2012, όταν πολλές δυνάμεις δώσαμε τη μάχη για να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ.
Οι εκλογές οδήγησαν στη συγκυβέρνηση των τριών κομμάτων, που στην πορεία έγιναν δύο. Από εκείνο το σημείο, η Νέα Δημοκρατία έκανε μια μεγάλη προσπάθεια να διατηρηθεί η χώρα στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να διασφαλιστεί η παραμονή της στην ευρωζώνη. Μπήκε τάξη στα δημοσιονομικά, προχώρησαν αρκετές μεταρρυθμίσεις, επιτεύχθηκαν πρωτογενή πλεονάσματα και η χώρα άρχισε να παίρνει κεφάλι.
Κύριε Πρόεδρε, την προσπάθειά σας αυτή, την αναγνωρίζω και την επικροτώ. Άλλωστε τη στήριξα με όλες μου τις δυνάμεις εντός και εκτός Ελλάδας. Όμως, η ροπή προς το λαϊκισμό και ο φόβος του πολιτικού κόστους αποδείχθηκαν ισχυρότερα από την επιλογή να μείνουμε πιστοί στη μεταρρυθμιστική ατζέντα.
Έτσι, λίγες εβδομάδες πριν τις ευρωεκλογές αλλάξαμε πάλι ρότα. Σκίζαμε μνημόνια, προκαλώντας σύγχυση στο εκλογικό σώμα. Στη συνέχεια, με τον ανασχηματισμό του Ιουνίου του 2014 και την υιοθέτηση της ρητορικής του κ. Τσίπραστείλαμε λάθος μηνύματα εντός και εκτός Ελλάδας.
Αργότερα, με τις σπασμωδικές κινήσεις έναντι του ΔΝΤ,με την έλλειψη σοβαρής στρατηγικής στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, και με την προεκλογική εκστρατεία του φόβου φτάσαμε τον Ιανουάριο να ηττηθούμε από το ΣΥΡΙΖΑ με τη μεγάλη διαφορά των 8,5 μονάδων.
Στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα θέλω να θέσω τρία καίρια ερωτήματα:
Πρώτον: Χρειάζεται η Ελλάδα ένα ισχυρό ευρωπαϊκό κόμμα της κεντροδεξιάς;
Η απάντηση είναι αναμφίβολα ναι.
Δεύτερον: Σε μια ώρα κρίσης, με συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, μπορεί η Νέα Δημοκρατία ως αξιωματική αντιπολίτευση να συμβάλει στη σταθερότητα της χώρας και στην αποτροπή ενός πιθανού εκτροχιασμού;
Η απάντηση είναι και πάλι ναι. Όχι μόνο μπορεί, αλλά πρέπει να το κάνει. Η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να παρακολουθεί τη χώρα να πηγαίνει στα βράχια για να δικαιωθεί, αλλά να πράξει ό,τι μπορεί για να το αποτρέψει.
Τρίτον: Για να ανταποκριθούμε σε όλα αυτά, τώρα που η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη φάση, είναι η ώρα κατάλληλη για να συζητήσουμε εσωτερικά στα όργανα του κόμματος, τα κρίσιμα θέματα που θα καθορίσουν την μελλοντική πορεία της Νέας Δημοκρατίας; Μήπως ο εσωκομματικός διάλογος μεταφραστεί σε εσωστρέφεια, άρα θα εμποδίσει το κόμμα να εκπληρώσει τον αντιπολιτευτικό του ρόλο;
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Εδώ θέλω να είμαι σαφής. Η σημερινή Νέα Δημοκρατία δεν είναι πια συνομιλητής μεγάλων ομάδων της κοινωνίας, τις οποίες παραδοσιακά εξέφραζε. Έπαψε να είναι συνομιλητής της νεολαίας. Έπαψε να είναι συνομιλητής των επιστημονικών κλάδων, των ελευθέρων επαγγελματιών, των αγροτών. Έπαψε να είναι συνομιλητής του επιχειρηματικού κόσμου και των μισθωτών. Στην ουσία, έπαψε να συνομιλεί με τους δημιουργικούς Έλληνες, με εκείνους που αισθάνονται ισότιμοι Ευρωπαίοι.
Η σημερινή Νέα Δημοκρατία δεν έχει στίγμα. Δεν είναι το κόμμα που εκφράζει τη μεγάλη παράταξη της κεντροδεξιάς. Επιπλέον, η Νέα Δημοκρατία του σήμερα δεν είναι ούτε θεσμικός συνομιλητής. Κι αυτό με φοβίζει περισσότερο από καθετί. Δεν είναι θεσμικός συνομιλητής της κυβέρνησης, ούτε και των άλλων πολιτικών δυνάμεων, όπως πρόσφατα απεδείχθη. Κι αυτό, σε περίοδο κρίσης, είναι το πιο ανησυχητικό.
Αν θέλουμε, λοιπόν, το κόμμα να είναι εθνικά χρήσιμο, πρέπει να είμαστε ταχύτατα έτοιμοι για κάθε πιθανή εξέλιξη στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε απάντηση στα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, η οποία ταλαιπωρείται τα τελευταία χρόνια. Για να γίνει αυτό, πρέπει όλα να αλλάξουν.
Θα είμαι συγκεκριμένη για το διαταύτα από εδώ και στο εξής:
Πρώτον: Να αποκατασταθεί η εσωκομματική δημοκρατία. Για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, οι έννοιες εσωκομματική δημοκρατία, συλλογικότητα και αξιοκρατία εθεωρούντο ταυτόσημες με την υπονόμευση. Αλλά αν υπήρχε εσωκομματική δημοκρατία όλο αυτό το διάστημα, πολλά από τα λάθη θα είχαν αποφευχθεί. Σ’ αυτή την Κοινοβουλευτική Ομάδα – όπως και στην προηγούμενη – υπάρχουν βουλευτές που ξέρουν τα φορολογικά ζητήματα καλύτερα από τους συμβούλους που μας οδήγησαν στο φιάσκο του ΕΝΦΙΑ. Και δυστυχώς αυτοί δεν εισακούστηκαν ποτέ. Προσωπικά, αρνούμαι να μπω στη λογική ότι οι βουλευτές που έχουν κριθεί απ’ το λαό είναι χαμηλότερου επιπέδου στις ειδικότητές τους από τους οποιουσδήποτε παρατρεχάμενους υπουργών. Η Νέα Δημοκρατία, στην πιο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα, κράτησε τις πόρτες κλειστές. Λειτούργησε με τη λογική της κλειστής ομάδας, χάνοντας αξιόλογα μυαλά από τις τάξεις της.
Δεύτερον: Να επαναπροσδιορίσουμε τον πολιτικό προσανατολισμό μας, το ιδεολογικό μας στίγμα και τη στρατηγική μας. Η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να είναι ένα εκκρεμές, στο οποίο τα στελέχη της δεν γνωρίζουν σε ποιο σημείο βρίσκονται τη συγκεκριμένη μέρα. Δεν μπορεί να πηγαίνει από τη μία άκρη του αντιμνημονιακού αγώνα στην πλήρη αποδοχή των μνημονιακών εντολών, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν τις διαπραγματευθήκαμε. Από το 2010, αλλάξαμε 4 φορές την πολιτική μας ρητορική, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Δεν είχαμε ένα ξεκάθαρο σχέδιο για την ανόρθωση της χώρας. Αναλόγως των περιστάσεων, ενδυθήκαμε διαφορετικούς χιτώνες: πότε το χιτώνα της υπευθυνότητας και πότε το χιτώνα του λαϊκισμού. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι τα χρόνια που πέρασαν μας κόστισε ότι για πολύ καιρό αλληθωρίζαμε προς την ακροδεξιά. Νομιμοποιήσαμε επιλογές και συμπεριφορές αναζητώντας διεξόδους και λύσεις σε αντιλήψεις και πρόσωπα του ακροδεξιού και εθνικιστικού χώρου. Εγκαταλείψαμε το μεσαίο χώρο. Ξεχάσαμε την κεντροδεξιά μας παράδοση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η Νέα Δημοκρατία πρέπει να είναι και να δρα ως μεγάλο κόμμα εξουσίας, ως η ισχυρή πολυσυλλεκτική ευρωπαϊκή κεντροδεξιά παράταξη. Να εκφράζουμε και να εκπροσωπούμε τους πολίτες της δημοκρατικής δεξιάς και του σύγχρονου κέντρου, αποκηρύσσοντας κάθε δημαγωγική και λαϊκιστική πρακτική. Άλλωστε, η ιστορία έχει αποδείξει ότι μόνον όταν ήμασταν στραμμένοι και στο μεσαίο χώρο δημιουργούσαμε πλειοψηφικό ρεύμα.
Πρέπει, λοιπόν, οριστικά να ξεκαθαρίσουμε αν πραγματικά βάζουμε το συμφέρον της χώρας και του λαού πάνω από ο,τιδήποτε άλλο. Πρέπει να καθορίσουμε το δρόμο που θα εξασφαλίσει το συμφέρον αυτό και να τον ακολουθήσουμε όλοι, χωρίς παλινωδίες. Να προωθήσουμε πολιτικές που στηρίζονται στις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της ανοικτής κοινωνίας, της ελεύθερης οικονομίας, της κοινωνικής συνοχής και της προστασίας των αδύναμων συμπολιτών μας. Να προτείνουμε ένα ανταγωνιστικό αναπτυξιακό παραγωγικό μοντέλο, με κοινωνικό πρόσωπο, που θα απαντά στις νέες κοινωνικές, οικονομικές και εθνικές ανάγκες.
Δεν θα επεκταθώ στα της στρατηγικής της προεκλογικής περιόδου και στα όσα ακολούθησαν μετά την ήττα. Άλλωστε, είναι πολύ μικρά και σε ορισμένες περιπτώσεις μειωτικά μπροστά σε όσα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Όμως, θα αναφερθώ σ’ αυτό που πρέπει να κάνουμε σήμερα. Κι αυτό δεν είναι ένα λίφτινγκ της σημερινής πρόσοψης του κόμματος. Διότι αν κάνουμε κάτι τέτοιο, απλά θα έχουμε στρουθοκαμηλίσει. Αν αυτή είναι η επιλογή μας, ας γνωρίζουμε ότι η πορεία του κόμματος θα είναι μια πορεία σαν εκείνη που χάραξε το ΠΑΣΟΚ. Διότι όταν ένα κόμμα δεν έχει συνομιλητές στην κοινωνία, δεν μπορεί να εκπροσωπήσει και να εκφράσει τις ελπίδες, τους στόχους και τα οράματα των πολιτών.
Αν θέλουμε να ξαναδημιουργήσουμε αυτή τη μεγάλη παράταξη, αν θέλουμε τους τέσσερις κρίσιμους μήνες που έρχονται, η Νέα Δημοκρατία να μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά ώστε η χώρα να παραμείνει σε ευρωπαϊκή τροχιά, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά μια κυβέρνηση που παλινωδεί, αν θέλουμε να παίξουμε το θεσμικό μας ρόλο, αυτόν της δημιουργικής αξιωματικής αντιπολίτευσης, οφείλουμε να επιδείξουμε θάρρος. Θάρρος στην αυτοκριτική και θάρρος να προχωρήσουμε στις αλλαγές που χρειαζόμαστε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Ελλάδα γύρισε σελίδα. Οφείλουμε να αφήσουμε πίσω μας νοοτροπίες και πρακτικές που μας έφεραν εδώ. Να αντιληφθούμε τη νέα πραγματικότητα που υπάρχει στην κοινωνία και να διαμορφώσουμε ένα σύγχρονο, σαφές και ξεκάθαρο ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι αρχηγοί της παράταξης, μετά από ήττες, παραιτούντο. Ούτε κακοί πρωθυπουργοί ήταν, ούτε κακοί αρχηγοί. Αλλά υπέβαλλαν την παραίτησή τους διότι ήξεραν μια απλή αλήθεια: ότι η προσπάθεια δικαίωσης του δικού τους έργου υπονόμευε την προοπτική της επόμενης μέρας. Αυτά σας τα λέω χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Σας τα λέω διότι έχω περάσει 25 χρόνια της ζωής μου μαχόμενη γι’ αυτήν την παράταξη, πλην των δυο που ήμουν διαγραμμένη επειδή υποστήριζα αυτά που εσείς αργότερα υιοθετήσατε.
Πιστεύω σ’ αυτήν την παράταξη. Πιστεύω στο μαχόμενο Νεοδημοκράτη που έμαθε να ελπίζει, να παλεύει, να νικάει, να προσφέρει στον τόπο και το έθνος. Αυτόν που μας στήριξε και έβαλε πλάτη στις δύσκολες πολιτικές που εφαρμόστηκαν. Αυτόν που σήμερα φοβάται και ανησυχεί επειδή δεν ξέρει τι ξημερώνει αύριο για τα παιδιά του. Γι’ αυτόν τον Νεοδημοκράτη πρέπει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων.
Για να προχωρήσουμε στο μέλλον χρειάζεται πάραυτα να γίνει έκτακτο συνέδριο. Ένα συνέδριο όπου θα συζητηθούν τα πάντα: η λειτουργία, η εσωκομματική δημοκρατία, τα οργανωτικά, η στρατηγική, τα πρόσωπα. Ένα συνέδριο ανοιχτό, με αδιάβλητες διαδικασίες, που θα τους καλέσει όλους: βουλευτές, πρώην βουλευτές, αυτοδιοικητικούς, οργανώσεις, νεολαία. Όλους εκείνους που αποτελούν την ψυχή της Νέας Δημοκρατίας. Τους χρειαζόμαστε όλους, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Εφόσον ορισμένοι επικαλούνται το καταστατικό, κ. Πρόεδρε, θα πω το εξής: Πολλές φορές την τελευταία περίοδο το κόμμα λειτούργησε εκτός του καταστατικού, με εξωθεσμικές διαδικασίες και μηχανισμούς λήψης αποφάσεων. Είναι υποκρισία τώρα να κρυφτούμε πίσω από αποστεωμένες ρυθμίσεις ενός καταστατικού που προβλέπει ότι ο πρόεδρος του κόμματος άπαξ και εκλέγεται, παραμένει ισοβίως περίπου ως Μητροπολίτης, διότι δεν υπάρχει θητεία.
Άρα να προχωρήσουμε τώρα σε ένα έκτακτο ανοιχτό συνέδριο στο οποίο θα εκπροσωπηθούν, θα εκφραστούν και θα αποφασίσουν όλοι εκείνοι που πιστεύουν, που αγωνίστηκαν και έκαναν μεγάλη τη φιλελεύθερη δημοκρατική κεντροδεξιά παράταξη. Και σήμερα, υπάρχουν ακόμη πολλοί. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λόγο και ρόλο. Μόνον έτσι θα ξαναγίνει ισχυρή και χρήσιμη για τον τόπο αυτή η παράταξη, στην οποία όλοι πιστεύουμε.
Κι επειδή θ’ ακούσω το επιχείρημα ότι η στιγμή ίσως να μην είναι η κατάλληλη, η άποψή μου κυρίες και κύριοι συνάδελφοι είναι η εξής: δυστυχώς τα πράγματα είναι τόσο άσχημα που κατάλληλη στιγμή – με την έννοια που ξέραμε παλιά – δεν θα υπάρξει στο προσεχές μέλλον. Άρα φοβούμαι ότι το επιχείρημα είναι φύλλο συκής για να αποφύγουμε μία συζήτηση που έχει αργήσει 4 χρόνια.
Η Νέα Δημοκρατία έχει μεγάλη ιστορία. Έχει επιτελέσει σπουδαίο έργο για την πατρίδα. Πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα στις αναγκαίες αλλαγές για να εξασφαλίσουμε ένα λαμπρό μέλλον.
Το οφείλουμε στην ιστορία μας. Το οφείλουμε στους Νεοδημοκράτες και στα παιδιά μας. Ας προχωρήσουμε, λοιπόν, με γοργά βήματα προς τα εμπρός. Κι αυτό γιατί πιστεύω ότι σύντομα η παράταξη θα κληθεί να διαδραματίσει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου.
Σας ευχαριστώ.
Η Ντόρα Μπακογιάννη, μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ, τόνισε τα ακόλουθα:
Άκουσα με προσοχή τον κ. Σαμαρά στην περιγραφή του για την κατάσταση της χώρας. Και συμφωνώ απολύτως με τα περισσότερα απ’ όσα είπε. Η Ελλάδα βρίσκεται ξανά μετά το 2010 στην κόψη του ξυραφιού. Η σημερινή κυβέρνηση αθροίζοντας ιδεοληψίες και άγνοια, και παίζοντας με ισχυρές δόσεις επικοινωνιακής πολιτικής, έβαλε τη χώρα σε πολύ δυσμενέστερη θέση από εκείνη στην οποία βρισκόταν πριν από τις εκλογές.
Η Ελλάδα δυστυχώς στα μάτια εταίρων και συμμάχων είναι μια χώρα που δεν τηρεί το λόγο της, που δεν εφαρμόζει τα συμφωνηθέντα. Εν ολίγοις, είναι μια χώρα την οποία δεν εμπιστεύεται κανείς. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον θα πορευθούμε τους επόμενους μήνες. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους 4 επόμενους μήνες που θα αποτελέσουν ορόσημο για τη νέα συμφωνία-μνημόνιο αλλά και στους επόμενους.
Σ’ αυτό το κλίμα γίνεται η συνεδρίασή μας. Δυστυχώς είναι η πρώτη συνεδρίαση μετά από 3 χρόνια, στην οποία δίνεται ο λόγος στους βουλευτές. Πρέπει λοιπόν πολύ άμεσα να κάνουμε την ανάλυση για το πού βρισκόμαστε σήμερα, ποιος είναι ο στόχος της Νέας Δημοκρατίας και πώς θα τον πετύχουμε.
Τηλεγραφικά θα αναφερθώ στους λόγους που μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Το πρόβλημα της Νέας Δημοκρατίας ξεκίνησε το Μάιο του 2010. Και τότε, χωρίς να ερωτηθεί η Κοινοβουλευτική Ομάδα, η Νέα Δημοκρατία αποφάσισε «να αρνηθεί εαυτόν». Σήκωσε το λάβαρο του αντιμνημονιακού αγώνα και ακολούθησε μια πολιτική ξένη προς τις αρχές και τις αξίες της.
Μετά απ’ όλα όσα συνέβησαν στη χώρα, θα ήθελα να αναρωτηθούμε:
Τι θα γινόταν, αν τότε η ηγεσία του κόμματος είχε τηρήσει μια πιο υπεύθυνη στάση; Αν είχε κάνει δεκτή την πρόταση να υπερψηφίσουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές και να καταψηφίσουμε τις πολιτικές λιτότητας;
Τι θα γινόταν, αν δεν είχε προτείνει ανεδαφικές λύσεις και δεν είχε καλλιεργήσει στην κοινωνία το αίσθημα ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος σωτηρίας;
Τι θα γινόταν, αν ασκούσε υπεύθυνη αντιπολίτευση και προέτρεπε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να διαπραγματευθεί με ευνοϊκότερους όρους;
Τι θα συνέβαινε, αν στήριζε από τότε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις; Μήπως η χώρα δεν θα είχε φτάσει εδώ όπου βρίσκεται σήμερα;
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Το λάβαρο του αντιμνημονιακού αγώνα εγκαταλείφθηκε, όταν προσαρμοστήκαμε απότομα στην πραγματικότητα κατά τη διάρκεια της στήριξης της κυβέρνησης Παπαδήμου. Το κακό όμως είχε γίνει. Το αρνητικό αποτέλεσμα ήταν διπλό: Από τη μια, ενδυναμώθηκαν δύο λαϊκιστικά κόμματα στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.
Από την άλλη, μεγάλο τμήμα της κοινωνίας ανέπτυξε σταδιακά αντιευρωπαϊκά αισθήματα. Ακολούθησε η ήττα του 18,8% στις εκλογές του Μαΐου του 2012, με το ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό, για την οποία βεβαίως ουδέποτε έγινε συζήτηση. Μετά από αυτήν, επικράτησε ο ρεαλισμός και η σωφροσύνη και συγκροτήθηκε η πανστρατιά του Ιουνίου του 2012, όταν πολλές δυνάμεις δώσαμε τη μάχη για να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ.
Οι εκλογές οδήγησαν στη συγκυβέρνηση των τριών κομμάτων, που στην πορεία έγιναν δύο. Από εκείνο το σημείο, η Νέα Δημοκρατία έκανε μια μεγάλη προσπάθεια να διατηρηθεί η χώρα στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να διασφαλιστεί η παραμονή της στην ευρωζώνη. Μπήκε τάξη στα δημοσιονομικά, προχώρησαν αρκετές μεταρρυθμίσεις, επιτεύχθηκαν πρωτογενή πλεονάσματα και η χώρα άρχισε να παίρνει κεφάλι.
Κύριε Πρόεδρε, την προσπάθειά σας αυτή, την αναγνωρίζω και την επικροτώ. Άλλωστε τη στήριξα με όλες μου τις δυνάμεις εντός και εκτός Ελλάδας. Όμως, η ροπή προς το λαϊκισμό και ο φόβος του πολιτικού κόστους αποδείχθηκαν ισχυρότερα από την επιλογή να μείνουμε πιστοί στη μεταρρυθμιστική ατζέντα.
Έτσι, λίγες εβδομάδες πριν τις ευρωεκλογές αλλάξαμε πάλι ρότα. Σκίζαμε μνημόνια, προκαλώντας σύγχυση στο εκλογικό σώμα. Στη συνέχεια, με τον ανασχηματισμό του Ιουνίου του 2014 και την υιοθέτηση της ρητορικής του κ. Τσίπραστείλαμε λάθος μηνύματα εντός και εκτός Ελλάδας.
Αργότερα, με τις σπασμωδικές κινήσεις έναντι του ΔΝΤ,με την έλλειψη σοβαρής στρατηγικής στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, και με την προεκλογική εκστρατεία του φόβου φτάσαμε τον Ιανουάριο να ηττηθούμε από το ΣΥΡΙΖΑ με τη μεγάλη διαφορά των 8,5 μονάδων.
Στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα θέλω να θέσω τρία καίρια ερωτήματα:
Πρώτον: Χρειάζεται η Ελλάδα ένα ισχυρό ευρωπαϊκό κόμμα της κεντροδεξιάς;
Η απάντηση είναι αναμφίβολα ναι.
Δεύτερον: Σε μια ώρα κρίσης, με συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, μπορεί η Νέα Δημοκρατία ως αξιωματική αντιπολίτευση να συμβάλει στη σταθερότητα της χώρας και στην αποτροπή ενός πιθανού εκτροχιασμού;
Η απάντηση είναι και πάλι ναι. Όχι μόνο μπορεί, αλλά πρέπει να το κάνει. Η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να παρακολουθεί τη χώρα να πηγαίνει στα βράχια για να δικαιωθεί, αλλά να πράξει ό,τι μπορεί για να το αποτρέψει.
Τρίτον: Για να ανταποκριθούμε σε όλα αυτά, τώρα που η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη φάση, είναι η ώρα κατάλληλη για να συζητήσουμε εσωτερικά στα όργανα του κόμματος, τα κρίσιμα θέματα που θα καθορίσουν την μελλοντική πορεία της Νέας Δημοκρατίας; Μήπως ο εσωκομματικός διάλογος μεταφραστεί σε εσωστρέφεια, άρα θα εμποδίσει το κόμμα να εκπληρώσει τον αντιπολιτευτικό του ρόλο;
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Εδώ θέλω να είμαι σαφής. Η σημερινή Νέα Δημοκρατία δεν είναι πια συνομιλητής μεγάλων ομάδων της κοινωνίας, τις οποίες παραδοσιακά εξέφραζε. Έπαψε να είναι συνομιλητής της νεολαίας. Έπαψε να είναι συνομιλητής των επιστημονικών κλάδων, των ελευθέρων επαγγελματιών, των αγροτών. Έπαψε να είναι συνομιλητής του επιχειρηματικού κόσμου και των μισθωτών. Στην ουσία, έπαψε να συνομιλεί με τους δημιουργικούς Έλληνες, με εκείνους που αισθάνονται ισότιμοι Ευρωπαίοι.
Η σημερινή Νέα Δημοκρατία δεν έχει στίγμα. Δεν είναι το κόμμα που εκφράζει τη μεγάλη παράταξη της κεντροδεξιάς. Επιπλέον, η Νέα Δημοκρατία του σήμερα δεν είναι ούτε θεσμικός συνομιλητής. Κι αυτό με φοβίζει περισσότερο από καθετί. Δεν είναι θεσμικός συνομιλητής της κυβέρνησης, ούτε και των άλλων πολιτικών δυνάμεων, όπως πρόσφατα απεδείχθη. Κι αυτό, σε περίοδο κρίσης, είναι το πιο ανησυχητικό.
Αν θέλουμε, λοιπόν, το κόμμα να είναι εθνικά χρήσιμο, πρέπει να είμαστε ταχύτατα έτοιμοι για κάθε πιθανή εξέλιξη στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε απάντηση στα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, η οποία ταλαιπωρείται τα τελευταία χρόνια. Για να γίνει αυτό, πρέπει όλα να αλλάξουν.
Θα είμαι συγκεκριμένη για το διαταύτα από εδώ και στο εξής:
Πρώτον: Να αποκατασταθεί η εσωκομματική δημοκρατία. Για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, οι έννοιες εσωκομματική δημοκρατία, συλλογικότητα και αξιοκρατία εθεωρούντο ταυτόσημες με την υπονόμευση. Αλλά αν υπήρχε εσωκομματική δημοκρατία όλο αυτό το διάστημα, πολλά από τα λάθη θα είχαν αποφευχθεί. Σ’ αυτή την Κοινοβουλευτική Ομάδα – όπως και στην προηγούμενη – υπάρχουν βουλευτές που ξέρουν τα φορολογικά ζητήματα καλύτερα από τους συμβούλους που μας οδήγησαν στο φιάσκο του ΕΝΦΙΑ. Και δυστυχώς αυτοί δεν εισακούστηκαν ποτέ. Προσωπικά, αρνούμαι να μπω στη λογική ότι οι βουλευτές που έχουν κριθεί απ’ το λαό είναι χαμηλότερου επιπέδου στις ειδικότητές τους από τους οποιουσδήποτε παρατρεχάμενους υπουργών. Η Νέα Δημοκρατία, στην πιο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα, κράτησε τις πόρτες κλειστές. Λειτούργησε με τη λογική της κλειστής ομάδας, χάνοντας αξιόλογα μυαλά από τις τάξεις της.
Δεύτερον: Να επαναπροσδιορίσουμε τον πολιτικό προσανατολισμό μας, το ιδεολογικό μας στίγμα και τη στρατηγική μας. Η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να είναι ένα εκκρεμές, στο οποίο τα στελέχη της δεν γνωρίζουν σε ποιο σημείο βρίσκονται τη συγκεκριμένη μέρα. Δεν μπορεί να πηγαίνει από τη μία άκρη του αντιμνημονιακού αγώνα στην πλήρη αποδοχή των μνημονιακών εντολών, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν τις διαπραγματευθήκαμε. Από το 2010, αλλάξαμε 4 φορές την πολιτική μας ρητορική, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Δεν είχαμε ένα ξεκάθαρο σχέδιο για την ανόρθωση της χώρας. Αναλόγως των περιστάσεων, ενδυθήκαμε διαφορετικούς χιτώνες: πότε το χιτώνα της υπευθυνότητας και πότε το χιτώνα του λαϊκισμού. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι τα χρόνια που πέρασαν μας κόστισε ότι για πολύ καιρό αλληθωρίζαμε προς την ακροδεξιά. Νομιμοποιήσαμε επιλογές και συμπεριφορές αναζητώντας διεξόδους και λύσεις σε αντιλήψεις και πρόσωπα του ακροδεξιού και εθνικιστικού χώρου. Εγκαταλείψαμε το μεσαίο χώρο. Ξεχάσαμε την κεντροδεξιά μας παράδοση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η Νέα Δημοκρατία πρέπει να είναι και να δρα ως μεγάλο κόμμα εξουσίας, ως η ισχυρή πολυσυλλεκτική ευρωπαϊκή κεντροδεξιά παράταξη. Να εκφράζουμε και να εκπροσωπούμε τους πολίτες της δημοκρατικής δεξιάς και του σύγχρονου κέντρου, αποκηρύσσοντας κάθε δημαγωγική και λαϊκιστική πρακτική. Άλλωστε, η ιστορία έχει αποδείξει ότι μόνον όταν ήμασταν στραμμένοι και στο μεσαίο χώρο δημιουργούσαμε πλειοψηφικό ρεύμα.
Πρέπει, λοιπόν, οριστικά να ξεκαθαρίσουμε αν πραγματικά βάζουμε το συμφέρον της χώρας και του λαού πάνω από ο,τιδήποτε άλλο. Πρέπει να καθορίσουμε το δρόμο που θα εξασφαλίσει το συμφέρον αυτό και να τον ακολουθήσουμε όλοι, χωρίς παλινωδίες. Να προωθήσουμε πολιτικές που στηρίζονται στις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της ανοικτής κοινωνίας, της ελεύθερης οικονομίας, της κοινωνικής συνοχής και της προστασίας των αδύναμων συμπολιτών μας. Να προτείνουμε ένα ανταγωνιστικό αναπτυξιακό παραγωγικό μοντέλο, με κοινωνικό πρόσωπο, που θα απαντά στις νέες κοινωνικές, οικονομικές και εθνικές ανάγκες.
Δεν θα επεκταθώ στα της στρατηγικής της προεκλογικής περιόδου και στα όσα ακολούθησαν μετά την ήττα. Άλλωστε, είναι πολύ μικρά και σε ορισμένες περιπτώσεις μειωτικά μπροστά σε όσα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Όμως, θα αναφερθώ σ’ αυτό που πρέπει να κάνουμε σήμερα. Κι αυτό δεν είναι ένα λίφτινγκ της σημερινής πρόσοψης του κόμματος. Διότι αν κάνουμε κάτι τέτοιο, απλά θα έχουμε στρουθοκαμηλίσει. Αν αυτή είναι η επιλογή μας, ας γνωρίζουμε ότι η πορεία του κόμματος θα είναι μια πορεία σαν εκείνη που χάραξε το ΠΑΣΟΚ. Διότι όταν ένα κόμμα δεν έχει συνομιλητές στην κοινωνία, δεν μπορεί να εκπροσωπήσει και να εκφράσει τις ελπίδες, τους στόχους και τα οράματα των πολιτών.
Αν θέλουμε να ξαναδημιουργήσουμε αυτή τη μεγάλη παράταξη, αν θέλουμε τους τέσσερις κρίσιμους μήνες που έρχονται, η Νέα Δημοκρατία να μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά ώστε η χώρα να παραμείνει σε ευρωπαϊκή τροχιά, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά μια κυβέρνηση που παλινωδεί, αν θέλουμε να παίξουμε το θεσμικό μας ρόλο, αυτόν της δημιουργικής αξιωματικής αντιπολίτευσης, οφείλουμε να επιδείξουμε θάρρος. Θάρρος στην αυτοκριτική και θάρρος να προχωρήσουμε στις αλλαγές που χρειαζόμαστε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Ελλάδα γύρισε σελίδα. Οφείλουμε να αφήσουμε πίσω μας νοοτροπίες και πρακτικές που μας έφεραν εδώ. Να αντιληφθούμε τη νέα πραγματικότητα που υπάρχει στην κοινωνία και να διαμορφώσουμε ένα σύγχρονο, σαφές και ξεκάθαρο ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι αρχηγοί της παράταξης, μετά από ήττες, παραιτούντο. Ούτε κακοί πρωθυπουργοί ήταν, ούτε κακοί αρχηγοί. Αλλά υπέβαλλαν την παραίτησή τους διότι ήξεραν μια απλή αλήθεια: ότι η προσπάθεια δικαίωσης του δικού τους έργου υπονόμευε την προοπτική της επόμενης μέρας. Αυτά σας τα λέω χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Σας τα λέω διότι έχω περάσει 25 χρόνια της ζωής μου μαχόμενη γι’ αυτήν την παράταξη, πλην των δυο που ήμουν διαγραμμένη επειδή υποστήριζα αυτά που εσείς αργότερα υιοθετήσατε.
Πιστεύω σ’ αυτήν την παράταξη. Πιστεύω στο μαχόμενο Νεοδημοκράτη που έμαθε να ελπίζει, να παλεύει, να νικάει, να προσφέρει στον τόπο και το έθνος. Αυτόν που μας στήριξε και έβαλε πλάτη στις δύσκολες πολιτικές που εφαρμόστηκαν. Αυτόν που σήμερα φοβάται και ανησυχεί επειδή δεν ξέρει τι ξημερώνει αύριο για τα παιδιά του. Γι’ αυτόν τον Νεοδημοκράτη πρέπει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων.
Για να προχωρήσουμε στο μέλλον χρειάζεται πάραυτα να γίνει έκτακτο συνέδριο. Ένα συνέδριο όπου θα συζητηθούν τα πάντα: η λειτουργία, η εσωκομματική δημοκρατία, τα οργανωτικά, η στρατηγική, τα πρόσωπα. Ένα συνέδριο ανοιχτό, με αδιάβλητες διαδικασίες, που θα τους καλέσει όλους: βουλευτές, πρώην βουλευτές, αυτοδιοικητικούς, οργανώσεις, νεολαία. Όλους εκείνους που αποτελούν την ψυχή της Νέας Δημοκρατίας. Τους χρειαζόμαστε όλους, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Εφόσον ορισμένοι επικαλούνται το καταστατικό, κ. Πρόεδρε, θα πω το εξής: Πολλές φορές την τελευταία περίοδο το κόμμα λειτούργησε εκτός του καταστατικού, με εξωθεσμικές διαδικασίες και μηχανισμούς λήψης αποφάσεων. Είναι υποκρισία τώρα να κρυφτούμε πίσω από αποστεωμένες ρυθμίσεις ενός καταστατικού που προβλέπει ότι ο πρόεδρος του κόμματος άπαξ και εκλέγεται, παραμένει ισοβίως περίπου ως Μητροπολίτης, διότι δεν υπάρχει θητεία.
Άρα να προχωρήσουμε τώρα σε ένα έκτακτο ανοιχτό συνέδριο στο οποίο θα εκπροσωπηθούν, θα εκφραστούν και θα αποφασίσουν όλοι εκείνοι που πιστεύουν, που αγωνίστηκαν και έκαναν μεγάλη τη φιλελεύθερη δημοκρατική κεντροδεξιά παράταξη. Και σήμερα, υπάρχουν ακόμη πολλοί. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λόγο και ρόλο. Μόνον έτσι θα ξαναγίνει ισχυρή και χρήσιμη για τον τόπο αυτή η παράταξη, στην οποία όλοι πιστεύουμε.
Κι επειδή θ’ ακούσω το επιχείρημα ότι η στιγμή ίσως να μην είναι η κατάλληλη, η άποψή μου κυρίες και κύριοι συνάδελφοι είναι η εξής: δυστυχώς τα πράγματα είναι τόσο άσχημα που κατάλληλη στιγμή – με την έννοια που ξέραμε παλιά – δεν θα υπάρξει στο προσεχές μέλλον. Άρα φοβούμαι ότι το επιχείρημα είναι φύλλο συκής για να αποφύγουμε μία συζήτηση που έχει αργήσει 4 χρόνια.
Η Νέα Δημοκρατία έχει μεγάλη ιστορία. Έχει επιτελέσει σπουδαίο έργο για την πατρίδα. Πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα στις αναγκαίες αλλαγές για να εξασφαλίσουμε ένα λαμπρό μέλλον.
Το οφείλουμε στην ιστορία μας. Το οφείλουμε στους Νεοδημοκράτες και στα παιδιά μας. Ας προχωρήσουμε, λοιπόν, με γοργά βήματα προς τα εμπρός. Κι αυτό γιατί πιστεύω ότι σύντομα η παράταξη θα κληθεί να διαδραματίσει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου.
Σας ευχαριστώ.