Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

«Νέος» Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας : Μια ακόμη πράξη της σύγχρονης Ελληνικής Τραγωδίας…

Γράφει η
 Ουρανία Β. Ζερβομπεάκου
Δικηγόρος Παρ’ΑρείωΠάγω 

courtroom

«Ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ’» (Θεογονία Ησιόδου).

Νομοτελειακά μετά το Χάος, τη Γαία και τον Έρωτα, δηλαδή μετά τη γένεση του Σύμπαντος, ήρθε πολύ γρήγορα και η γένεση της Θέμιδος, κόρης του Ουρανού και της Γαίας, η οποία ως πηγή των θείων επιταγών, έγινε ο θεματοφύλακας της Δικαιοσύνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της φυσικής και ηθικής τάξης και εγγυήτρια της τήρησης των κανόνων δικαίου από θεούς και θνητούς.
Με την αποκρυπτογράφηση της γραμμικής γραφής Β’ γνωρίσαμε και τις πρώτες ρίζες του Ελληνικού Δικαίου. Ο όρος «Θέμις» απαντάται στα κείμενα της Γραμμικής Γραφής Β. (Οukitemi = ουχί θέμις = δεν επιτρέπεται).  Η λέξη «θέμις» σημαίνει τον κανόνα συμπεριφοράς που απέκτησε ισχύ κατ’ έθος και όχι εξ αποφάσεως.


Οι Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στη θεϊκή προέλευση των Νόμων. «Νόμος ὁ πάντων Βασιλεὺς θνητῶν τε καὶ ἀθανάτων·» (Πλάτων – Γοργίας). Αργότερα έθεσαν τις φιλοσοφικές αρχές, στις οποίες σήμερα στηρίζεται το Δίκαιο, αλλά και η μέθοδος για την ορθή γνώση του Δικαίου. Η βάση του Δικαίου, δηλαδή ο Νόμος, για τους Αρχαίους Έλληνες αποτελούσε ένα σύνολο κανόνων δικαίου και ηθικής, θρησκευτικούς και κοσμικούς, γραπτούς και άγραφους. Πολύ αργότερα, κατά τους κλασσικούς χρόνους, ο Νόμος, ειδικά στο αθηναϊκό δίκαιο, αποτελούσε από τα κυριότερα θεμέλια της κοινωνίας και τη σπουδαιότερη εγγύηση της Δημοκρατίας. Η δύναμη του πολίτη εκφραζόταν μέσα στην Εκκλησία του Δήμου, όπου και ψηφίζονταν οι Νόμοι. Εάν μάλιστα ψηφιζόταν Νόμος, που εν συνεχεία αποδεικνυόταν άδικος, τότε ετιμωρείτο ο εισηγητής που τον πρότεινε, είτε δια επιβολής προστίμου, φυλακής ή ακόμη και δια εκτελέσεως, δια της «γραφής των παρανόμων», εάν το έγκλημα κρινόταν βαρύτατο για την πόλη, σε μια προσπάθεια να απαλλαγούν από τους δημοκόλακες, που προσπαθούσαν να υφαρπάσουν την ψήφο του πολίτη.

Σήμερα, η ψήφιση των Νόμων στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ακολουθεί τον κανόνα της πλειοψηφίας. Ο κανόνας όμως αυτός δεν εγγυάται, ούτε ο ίδιος συνιστά την ουσία του «δικαίου» του Νόμου, όταν η πρόθεση της πλειοψηφίας (του νομοθέτη-του νομοθετικού σώματος) είναι ιδιοτελής υπέρ αυτής της ιδίας (του νομοθέτη), υπέρ πλειοψηφικών, ή μειοψηφικών ομάδων πολιτών. Το δίκαιο του Νόμου συνίσταται πρώτα στην ανιδιοτέλεια της νομοθετούσας πλειοψηφίας (του νομοθέτη) κι όχι στην νομότυπη μέθοδο ψήφισής του σύμφωνα με τον κανόνα της πλειοψηφίας και δεύτερον -και το κυριότερο- στα αποτελέσματα που αυτός επιφέρει στην κοινωνία.
Εάν τα τελευταία είναι επώδυνα για το Λαό, ο Nόμος, παρά την ορθότητά του, είναι αναμφίβολα άδικος. Συνεπώς το δίκαιο του Νόμου δεν ταυτίζεται πάντα με το αίσθημα περί δικαίου της πλειοψηφίας, το οποίο δεν πρέπει να θεωρείται ως a priori αυθεντία του δικαίου του. Αντίθετα, το δίκαιο του Νόμου κρίνεται στην σχέση του με το «δέον γενέσθαι», δηλαδή με «αυτό που θα έπρεπε να είναι και να γίνει». Αυτή είναι η έννοια του δικαίου Νόμου σε όλους τους μεγάλους διανοητές, από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, μέχρι τον Rousseau και το John Rawls.
Κατά τον Αριστοτέλη, η ευνομία και δικαιοσύνη, δεν είναι ένας μηχανισμός κρατικής επιβολής, αλλά εντάσσονται σε ένα σύστημα αξιακής εξύψωσης της κοινωνίας. Οι Νόμοι σε μία τέτοια κοινωνία είναι τα δεοντικά προτάγματα που σκοπούν στη Δικαιοσύνη. Ο Αριστοτέλης δεν ενθάρρυνε την υπακοή σε αυταρχικά πολιτεύματα και σε τυραννικούς νόμους. Εξάλλου αυτά δεν μπορούν παρά να εξασφαλίζουν την ηδονή λίγων ατόμων ή των ηγετών κι όχι την ευδαιμονία των πολιτών. Μέσα από τα «Πολιτικά» μας καλεί να σκεφτούμε τον τρόπο που οικοδομείται η δημοκρατική κοινωνία και η συνοχή της και πως εμείς οι πολίτες μπορούμε να αποκτήσουμε ελεύθερη βούληση μέσω της ηθικής αρετής και να φτάσουμε στον υπέρτατο σκοπό της ύπαρξής μας και ηθικής μας τελείωσης, που είναι η ευδαιμονία. Οι Νόμοι είναι υποχρεωτικοί κανόνες που διασφαλίζουν τη δικαιοσύνη, την αρμονία και την ευημερία. Όπως λέει ο ίδιος στα Ηθικά Νικομάχεια : «αὕτη μὲν οὖν ἡ δικαιοσύνη οὐ μέρος ἀρετῆς ἀλλ᾿ ὅλη ἀρετή ἐστιν». Βασική επιδίωξη, στην αριστοτέλεια πολιτεία, δεν είναι μόνο οι πολίτες να συμφωνήσουν στις κοινές αξίες και ανάγκες για την εύρυθμη συμβίωσή τους, αλλά να προχωρήσουν πιο πέρα, στην αναβάθμιση των αξιών τους, να επιτύχουν την ηθική τους εξύψωση και συνακόλουθα την πλήρη πολιτειακή ευδαιμονία.
Σήμερα, η Νομοθετική διαδικασία είναι καθήκον και λειτουργία στην υπηρεσία του Πολίτη. Ο Νομοθέτης ορκίζεται «να τηρεί το Σύνταγμα και τους Νόμους» κι όχι ο κυρίαρχος Πολίτης. Υπακοή στο Σύνταγμα και τους Νόμους σημαίνει υπακοή στον κυρίαρχο Λαό. Το Σύνταγμά μας εδράζεται στη «λαϊκή βούληση» που είναι κυρίαρχη, «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα» (άρθρο 1 παρ.3 Σ). Ως Σύνταγμα, το Σύνταγμα του 1975, είναι ανθρωποκεντρικό, όπου η ζωή του ανθρώπου είναι υψίστης σημασίας αγαθό και ενσωματώνει προσωπικές και ατομικές ελευθερίες δίδοντας έμφαση στην ύπαρξη κοινωνικών δικαιωμάτων. Αξίες όπως η ζωή, η αξιοπρέπεια, η προσωπικότητα, η ισότητα, η ελευθερία, η θρησκεία, η ελευθερία του λόγου, είναι θεμελιώδεις για το Σύνταγμα, τις οποίες κανείς δεν επιτρέπεται και δεν μπορεί ούτε ιδιώτης, ούτε κρατικός λειτουργός να εξοβελίζει από το πλαίσιο δράσης του.
Συνεπώς, σε μία δημοκρατική και δικαιοκρατική πολιτεία, δε δικαιολογείται η πολιτική ανυπακοή και συνακολούθως η ανυπακοή στους Νόμους, για να αποφύγει μερίδα πολιτών την ευθύνη και τις υποχρεώσεις της και μάλιστα σε βάρος άλλων κατηγοριών. Δεν είναι επίσης ανεκτή η πολιτική ανυπακοή που χρησιμοποιείται ως ένα δημαγωγικό – παραπλανητικό μέσο, με σκοπό τη διατάραξη του δημοκρατικού και δικαιοκρατικού πολιτεύματος για να εξυπηρετηθούν ίδια πολιτικά συμφέροντα κάποιων κοινωνικών ομάδων. Αντίθετα, όμως, η εκτροπή της κρατικής εξουσίας και των φορέων της, από το δημοκρατικό και δικαιοκρατικό περιβάλλον, χωρίς τη δυνατότητα του πολίτη και ευρύτερα του Λαού να αμυνθεί σε τέτοιες καταστάσεις, δηλαδή η μεθοδευμένη, διαρκής και συστηματική περιέλευση του πολίτη σε μια κατάσταση ανελεύθερης και αναξιοπρεπούς ύπαρξης, χωρίς την ελπίδα βελτίωσης και διεκδίκησης, όπου μεταλλάσσεται σ’ένα νεκρό πολιτικό-κοινωνικό όν, αποτελεί την ιστορική, λογική και ηθική αιτία της ανυπακοής προς το πολιτικό σύστημα και τους Νόμους του.
Έτσι, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, ότι η πολιτική ανυπακοή μπορεί να γίνει κατανοητή και αποδεκτή, όταν ελλείπει η δημοκρατική νομιμοποίηση του νομοθετικού σώματος, όταν έχει απενεργοποιηθεί η θεσμοθετημένη διαδικασία θέσπισης κανόνων δικαίου, όταν οι Νόμοι που ψηφίζονται από το Νομοθετικό Σώμα, (στο πρόσωπο του οποίου μπορεί να ενυπάρχουν ταυτόχρονα τα δύο προηγούμενα στοιχεία), είναι άδικοι, διότι προσβάλλουν το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος (και την «καρδιά του»), όπως στις περιπτώσεις που προσβάλλουν τη ζωή, την προσωπικότητα, την αξία του ανθρώπου και όταν σε μόνιμη βάση υφίστανται ακραίες ανισότητες στην απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων και στην εφαρμογή της κρατικής εξουσίας, ενώ έχουν πλέον εξαντληθεί όλα τα θεσμικά μέσα διεκδίκησης και άμυνας των πολιτών, διότι είναι εντελώς αναποτελεσματικά στην κρατική αυθαιρεσία. Μια αυθαιρεσία που δεν είναι νοητή ούτε δικαιολογημένη στο όνομα των «εκτάκτων και αιφνίδιων δυσμενών οικονομικών συνθηκών», ως επιχειρείται να δικαιολογείται και να καλύπτεται η κρατική αυθαιρεσία από την πρώτη στιγμή της πρόκλησης της οικονομικής κρίσης ή της κρίσης χρέους, όπως την αποκαλούν άλλοι. Ειδικά, όταν αυτές οι αποκαλούμενες «έκτακτες δυσμενείς οικονομικές συνθήκες» επιχειρούνται να αντιμετωπιστούν από το ίδιο αυτό σύστημα και τα όργανά του, που προκάλεσαν επί σειρά ετών την επιεικώς χαρακτηριζόμενη, άστοχη οικονομική διαχείριση των δημοσίων οικονομικών της χώρας, αλλά και τις δομικές ανεπάρκειες του συστήματος οργάνωσης της οικονομίας και του ιδίου του Ελληνικού Κράτους.
Δυστυχώς πέντε χρόνια τώρα, έχουμε γίνει απλοί θεατές, μιας ξέφρενης μαζικής ψήφισης πράξεων νομοθετικών περιεχομένου με τη διαδικασία του κατεπείγοντος (πάνω από 40 ΠΝΠ), παρακάμπτοντας έτσι το κοινοβουλευτικό έργο, αφού με τον τρόπο αυτό εισάγονται ρυθμίσεις απευθείας από το υπουργικό συμβούλιο, το οποίο λειτουργεί στα πλαίσια μιας αυτόνομης κανονιστικής αρμοδιότητας της εκτελεστικής εξουσίας, ένας θεσμός που αν και έχει τεθεί από το Σύνταγμα εξαιρετικά, λειτουργεί επί των ημερών μας ως ο κανόνας και τίθενται προς απλή κύρωση στη Βουλή, με τη μορφή του τετελεσμένου, αφού κανείς εκ των βουλευτών των πολιτικών κομμάτων της συγκυβέρνησης και της αντιπολίτευσης δεν έχει το χρόνο να αντιληφθεί το περιεχόμενό τους. Κατ’αυτόν τον τρόπο έχει εκχωρηθεί de facto το νομοθετικό έργο, για κρίσιμα θέματα, αφού μέσω αυτών επιχειρείται να αντιμετωπιστεί μια από τις χειρότερες οικονομικές κρίσης της Ελλάδος, σε υπουργούς και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις εξωκοινοβουλευτικούς.
Μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια γίναμε θεατές και κοινωνοί εκατοντάδων νόμων αποκαλουμένων ως «μνημονιακών», με κύριο μέλημα να στηρίξουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελλάδος, το οποίο από το έτος 2008 έως το έτος 2013 «βοηθήθηκε» από το Ελληνικό Δημόσιο με το ποσό των 40,5 δις ευρώ περίπου. Ως αντιστάθμισμα το Δημόσιο προχώρησε στη συρρίκνωση των βασικών μισθών, των συντάξεων, κατήργησε κλαδικές ΣΣΕ, βασικούς θεσμούς της εργατικής Νομοθεσίας όπως τη διαιτησία, για να κριθεί αργότερα από το ΣτΕ ως αντισυνταγματική, επέβαλε αλόγιστα φόρους σε εισοδήματα και ακίνητα και πολλά άλλα μέτρα αντιστάθμισης. Όχι ότι δεν χρειάζονταν μέτρα αναδιάρθρωσης και εξυγίανσης του πολιτικού και οικονομικού συστήματος της χώρας. Μόνο που έγιναν και συνεχίζουν να πορεύονται σε λάθος κατεύθυνση και από λάθος ανθρώπους.
Αφέθηκε, δυστυχώς η παραγωγή των Νόμων, στους υπηρέτες των αδηφάγων εκ της φύσεώς τους τραπεζο-οικονομικών θεωριών, δηλαδή στους οικονομολόγους – τεχνοκράτες. Για το λόγο αυτό οι Νόμοι απώλεσαν την εσωτερική δομή και την ανθρώπινη-κοινωνική διάστασή τους. Και αναμφίβολα έχασαν τον σκοπό τους, που για μεν τον Πλάτων ήταν πως θα εξασφαλιστεί η ευδαιμονία σε όλο το κοινωνικό σύνολο της Πολιτείας, ενώ για τον Αριστοτέλη αναμφίβολα τέτοιοι καταναγκαστικοί νόμοι δε θα οδηγούσαν το άτομο στην ευδαιμονία, διότι κατ’αυτόν ο Νόμος, οφείλει να προστατεύει τις ελευθερίες προσδίδοντας ασφάλεια και ισότητα. Γιατί μόνο έτσι εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή και μόνο μέσω της κοινωνικής συνοχής μπορεί να υπάρξει η ανθρώπινη ολοκλήρωση, δηλαδή η κατάκτηση της ευδαιμονίας.
Και καλούμαστε σήμερα, για πρώτη φορά, σύσσωμο το Δικηγορικό Σώμα της Ελλάδος να αποφασίσει με δημοψήφισμα για ένα νέο, πρωτοφανές για τα ελληνικά χρονικά, νομοσχέδιο, την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που οι τροποποιήσεις του συνεπάγονται επιπτώσεις στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου και επιδρούν καθοριστικά στην πραγμάτωση του δικαίου.
Το αστικό δικονομικό δίκαιο αποτελούσε ανέκαθεν την πεμπτουσία και το αναγκαίο μέσο για την εφαρμογή των ουσιαστικών κανόνων του Αστικού Δικαίου. Χωρίς το δικονομικό δίκαιο θα ήταν αδύνατη η απονομή της Δικαιοσύνης.
Κάποιες από τις βασικές προτεινόμενες αλλαγές είναι οι ακόλουθες:
1.- Η κατάργηση της ακροαματικής διαδικασίας στην τακτική διαδικασία (δηλαδή κατάργηση της εμμάρτυρης απόδειξης). Έτσι, ουσιαστικά αναιρούνται οι θεμελιώδεις αρχές της αμεσότητας και προφορικότητας, που διέπουν μέχρι σήμερα την πολιτική δίκη. Η δίκη θα διεξάγεται χωρίς την παρουσία διαδίκων, πληρεξουσίων δικηγόρων και μαρτύρων, και παράλληλα δεν επιτρέπεται αναβολή. Έτσι η αποδεικτική διαδικασία δεν έχει πλέον κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο και η έννοια της δίκαιης δίκης φαλκιδεύεται. Όλα τα ανωτέρω εν ονόματι της ταχείας απονομής της Δικαιοσύνης. Μόνο που η Δικαιοσύνη πρέπει να είναι κυρίως και πρωτίστως ορθή. Όσο για την ταχεία δικαιοσύνη, κάθε άλλο παρά ταχεία θα είναι, αφού ο Δικαστής θα έχει στη διακριτική του ευχέρεια πάντα τη δυνατότητα μετά την εξέταση του φακέλου της ένδικης υπόθεσης, με δικαστική του απόφαση να διατάξει την ενώπιόν του εξέταση μαρτύρων.
2.- Επαναφέρεται στο άρθρο 1047 η προσωπική κράτηση κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, που  είχε καταργηθεί, με δυνητική όμως πλέον μορφή. Εφ’ όσον δε η προσωπική κράτηση απαγγέλλεται δυνητικώς από το δικαστήριο, αυτό θα συνεκτιμά, για την απαγγελία της ή μη, όλες τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων κυρίαρχη θέση θα έχει και η δυνατότητα ικανοποίησης του δανειστή με άλλους τρόπους ή άλλα μέσα εκτέλεσης, αφού η προσωπική κράτηση αποτελεί το επαχθέστερο και έσχατο απ΄ αυτά. Ενόψει όμως του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα της 16ης-12-1966 (που κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν. 2462/1997), τα περιθώρια απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά εμπόρων θα είναι τόσο στενά, που θα καθιστούν τη σχετική διάταξη άνευ σημασίας και άνευ εφαρμογής. Προς τι λοιπόν η επαναφορά της;
Υπό το ισχύον καθεστώς, θεωρείτο ότι υφίστατο οξύ πρόβλημα συνταγματικότητας για την προσωπική κράτηση ως μέσου εκτελέσεως για εμπορικά χρέη, που εισήλθε στον ΚΠολΔ με τις εκτεταμένες τροποποιήσεις του ν.δ. 958/1971. Από, τα πρώτα χρόνια της ζωής του ΚΠολΔ αμφισβητήθηκε ζωηρά, η συμπόρευση της ρυθμίσεως αυτής με το Σύνταγμα, εντάθηκε δε η αμφισβήτηση αυτή μετά το «Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα» που κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997, ο οποίος (άρθρο 11) ορίζει ότι «κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση».
Κι ενώ αναμενόταν ότι θα επικρατούσε η ιδέα του πλήρους παραγκωνισμού της προσωπικής κρατήσεως, παγιώθηκε τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία του Αρείου Πάγου η αντίθετη γνώμη, ότι η προσωπική κράτηση ούτε καταργήθηκε ούτε και περιορίσθηκε από το ανωτέρω Σύμφωνο. Το ΑΕΔ όμως (με την υπ’αριθμόν 1/2010 απόφασή του) αποφάνθηκε, συμμεριζόμενο τη γνώμη της Ολομέλειας του ΣτΕ (ΟλΣτΕ 250/2008, Δ 2008. 469, 472-473, αντίθετη ΟλΑΠ 1/2009, ΕλλΔνη 2009.78), ότι ο θεσμός της προσωποκρατήσεως για χρέη προς το Δημόσιο είναι αντίθετος προς τα άρθρα 2 παρ 1 και 5 παρ. 3 του Συντάγματος. Η απόφαση όμως αυτή του ΑΕΔ δεν ήταν δυνατόν να δεσμεύσει νομικά τα πολιτικά δικαστήρια. Η διατήρηση, ωστόσο, της ανωτέρω ρυθμίσεως θα παραβίαζε το πνεύμα της αποφάσεως του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Εν όψει, επομένως, της ανωτέρω αποφάσεως του ΑΕΔ, της αποφάσεως 7/14.4.2011 της ΟλΑΠ, αλλά και κυρίως του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, κρίθηκε ορθότερη η κατάργηση της προσωπικής κρατήσεως για τις εμπορικές απαιτήσεις, γεγονός που έλαβε χώρα με το άρθρο 62 του ν. 3994/2011.
Σήμερα, με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο, επανέρχεται μεν η εν λόγω διάταξη, προφανώς όμως προς σύμπλευση με το ως άνω Διεθνές Σύμφωνο, ορίζει ότι η απόφαση που διατάζει την προσωπική κράτηση κατ΄άρθρο 1047, δεν εκτελείται αν εκείνος που καταδικάσθηκε βρίσκεται κατά το χρόνο της εκτέλεσης σε αδυναμία να εκπληρώσει τη χρηματική οφειλή του. Έτσι δίδεται η δυνατότητα στον καταδικασθέντα να υποβάλει αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης της απόφασης, που διέταξε την προσωπική του κράτηση, επικαλούμενος ότι, κατά τον χρόνο της εκτέλεσης πλέον, έχει αδυναμία να εκπληρώσει την οφειλή του, προκειμένου να επανακριθεί σε άλλο κρίσιμο χρόνο, το ζήτημα που συχνά θα έχει ήδη κριθεί, μετά την προβολή σχετικής ενστάσεως,  κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης. Πέραν της δημιουργίας και νέων δικών με αυτό το αντικείμενο, οι νέες ρυθμίσεις ενέχουν ουσιαστικά και μία προφανή αντίφαση. Η δυνητικώς απαγγελλόμενη προσωπική κράτηση, που θα διατάσσεται κυρίως όταν ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος, δεν θα μπορεί τελικώς να εκτελεσθεί, ακριβώς διότι αυτός θα βρίσκεται, κατά τον χρόνο επιβολής της, σε κατάσταση αφερεγγυότητας. Επίσης δεν γίνεται διάκριση μεταξύ εμπορικών απαιτήσεων και απαιτήσεων από αδικοπραξία. Επομένως την αδυναμία θα μπορεί να επικαλεσθεί και ο ευθυνόμενος από αδικοπραξία, κατά του οποίου κρίθηκε, ενόψει όλων των περιστάσεων (και του είδους της ζημίας και της βαρύτητας του πταίσματός του), ότι πρέπει να απαγγελθεί προσωπική κράτηση, ενώ το Διεθνές Σύμφωνο δεν αναφέρεται σε απαιτήσεις από αδικοπραξίες, που μπορεί να ενέχουν ιδιαίτερη απαξία.
3.- Με τις προτεινόμενες αλλαγές στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και τους πλειστηριασμούς ακινήτων καταργούνται βασικά ένδικα μέσα και προβλέπονται ασφυκτικές προθεσμίες.
Ενισχύονται τα προνόμια των Τραπεζών και περιορίζονται ακόμη περισσότερο τα  δικαιώματα των εργαζομένων. Ειδικότερα, ο επανακαθορισμός της σειράς κατάταξης των δανειστών στον πίνακα γενικών προνομίων, ο οποίος γίνεται πιο πολύπλοκος και η κατάργηση της ισχύουσας πρόβλεψης για τη διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, ευνοεί αποκλειστικά τις Τράπεζες, σε βάρος κάθε άλλου δανειστή, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης.
Η αποδυνάμωση δε της προνομιακής κατάταξης του Δημοσίου και των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, με ενδυνάμωση, αντίστροφα, αυτής για τις απαιτήσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, θα έχει σαν συνέπεια, σύμφωνα και με την ειδική έκθεση που συνοδεύει το προτεινόμενο σχέδιο Κ.Πολ.Δ., την απώλεια εσόδων του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία θα αναπληρώνεται από άλλες πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού και τον φορέων του, σύμφωνα με τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, δηλαδή πως; Με τις γνωστές φοροεπιδρομές της Κυβέρνησης στο πενιχρό πλέον εισόδημα των πολιτών.
Όπως για παράδειγμα στο άρθρο 965 παρ. 4 που ορίζει ότι ο υπάλληλος του πλειστη-ριασμού οφείλει το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό να καταθέσει εντόκως το πλειστηρίασμα σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα, αντί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων που ισχύει μέχρι σήμερα. Η τροποποίηση αυτή θα προκαλέσει προφανή βλάβη στα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου, λόγω στέρησης του συγκεκριμένου πόρου και της προερχόμενης από αυτόν ρευστότητας, η οποία θα επηρεάσει την πολιτική του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων για την επίτευξη των κύριων σκοπών του. (δανειοδοτήσεις ΟΤΑ, χρηματοδότηση δανείων δημοσίων υπαλλήλων για α’ κατοικία, πληρωμή αποζημιώσεων λόγων αναγκαστικών απαλλο-τριώσεων κλπ).
4.- Προβλέπονται σημαντικές μεταβολές στον τρόπο διεξαγωγής των πλειστηριασμών, που σήμερα ξεκινούν από το 100% της αντικειμενικής αξίας. Έτσι, από τις αρχές του 2015 και για όλη τη διάρκεια του έτους, η τιμή εκκίνησης θα είναι πλέον τα 2/3 της αντικειμενικής. Αυτό θα αλλάξει εκ νέου το 2016, όταν και η τιμή εκκίνησης του πλειστηριασμού θα είναι τα 2/3 της εμπορικής αξίας. Αυτή θα προκύπτει από ένα νέο σύστημα προσδιορισμού της ακριβούς εμπορικής τιμής, το οποίο και θα διαμορφωθεί κατά το 2015. Εφ όσον ισχύσουν τα παραπάνω, είναι προφανές ότι οι πλειστηριασμοί του 2016 θα γίνονται σε τιμές δραματικά μειωμένες με εκείνες κατά το χρόνο δανειοδότησης των ακινήτων, γεγονός που μπορεί αφ’ενός μεν να πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες εύρεσης νέων ιδιοκτητών, αφ’ ετέρου όμως θα θέτει ένα ζήτημα ηθικής και νομικής τάξης σε περιπτώσεις που το ποσό δεν θα επαρκεί για να καλύψει το σύνολο της οφειλής των ιδιοκτητών.
Και το ερώτημα που γεννάται είναι το εξής: Αυτοί που προωθούν την τροποποίηση αυτή, με ποιο ηθικό και νομικό υπόβαθρο θα δικαιολογήσουν και εξηγήσουν σε δύο χρόνια από τώρα, στους εκατομμύρια δανειολήπτες της Ελλάδος, την απώλεια των ακινήτων τους, της κατοικίας τους, πιθανότατα της επαγγελματικής τους στέγης, όταν η δανειοδότηση που έλαβαν πριν από 10-15 χρόνια, για τα υπό εκπλειστηρίαση αυτά ακίνητα, ήταν ίση της τότε υπερπολλαπλάσιας εμπορικής αξίας τους, που στις πλείστες των περιπτώσεων ήταν και διπλάσια της αντικειμενικής τους αξίας. Οι τράπεζες είναι γνωστό, ότι συνετέλεσαν σκοπίμως στην πρόκληση της «φούσκας» των ακινήτων, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, χορηγώντας δάνεια στο 100% και ενίοτε και άνωθεν της εμπορικής αξίας των ακινήτων, με τη μέθοδο της εκταμίευσης ενός δανείου στο ύψος της αντικειμενικής τους αξίας που ήταν και η αναγραφόμενη επίσημη αξία στο συμβόλαιο αγοράς επί του οποίου καταβαλλόταν και ο φόρος μεταβίβασης και ενός δανείου («μαύρου») δήθεν επισκευαστικού μέχρι την κάλυψη του υπολοίπου ποσού που αποτελούσε την εμπορική αξία. Και τα ανωτέρω συνέβαιναν εν τω μέσω εικονικών και ελλιπών ελέγχων των ετησίων εισοδημάτων των δανειοληπτών. Και μάλιστα η τακτική αυτή γινόταν εις επίγνωση όλων, δηλαδή και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και του Υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδος και εννοείται και των δανειοληπτών. Και τηρούσαν όλοι σιγή ιχθύος.
Σήμερα οι δανειολήπτες βαρύνονται με δάνεια, των οποίων η ονομαστική αξία παραμένει ίδια, με μειωμένα εισοδήματα, ενώ η εμπορική αξία των ακινήτων τους έχει συρρικνωθεί δραματικά, ακόμη και κάτω από την υπάρχουσα αντικειμενική αξία τους. Λόγω δε της παρατεταμένης ύφεσης, η συντριπτική πλειοψηφία των οφειλετών, αδυνατεί να εξυπηρετήσει τα δάνεια.
Με τις επιχειρούμενες κατά τα άνω τροποποιήσεις, οι τράπεζες θα έχουν πλέον τη δυνατότητα, μέσω των πλειστηριασμών, να αποκτήσουν τα εν λόγω ακίνητα έναντι «πινακίου φακής», ενώ οι δανειολήπτες θα εξακολουθούν να είναι χρεωμένοι με το μεγαλύτερο μέρος του δανείου, αφού το πλειστηρίασμα δε θα επαρκεί για να εξοφληθούν οι δανειακές τους υποχρεώσεις και παράλληλα θα έχουν χάσει και το ακίνητό τους.
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η ανωτέρω κοινωνική και οικονομική αφαίμαξη των πολιτών, που θα επέλθει αν ψηφιστεί η άνω ρύθμιση, προσομοιάζει με τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, όταν η αγορά των ακινήτων είχε κατρακυλήσει πολλά χαμηλά και πολλά περιουσιακά στοιχεία αντάλλαξαν χέρια «αντί ευτελούς ανταλλάγματος», καθώς οι πολίτες τότε, κυρίως των μεγάλων αστικών κέντρων, κάτω από τις κακουχίες και την πείνα, σκότωναν στην κυριολεξία την περιουσία τους, για λίγο λάδι και ελιές, λίγο κρέας, αλεύρι και ζάχαρη.
«Ανατομία μιας Ανακατονομής: Μέσα στην κατοχή άλλαξαν χέρια 350.000 περίπου ακίνητα. Το ένα τρίτο απ’ αυτά ήταν «αστικά» (σπίτια και οικόπεδα), τα δυο τρίτα «αγροτικά» (δηλαδή χωράφια, συχνά στην περίμετρο των αστικών κέντρων, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους των σημερινών πολεοδομικών συγκροτημάτων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης), ενώ πουλήθηκαν και 1.000 περίπου «βιομηχανικά» ακίνητα, ως επί το πλείστον βιοτεχνίες. Σε μια Ελλάδα όπου οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής είχαν δεκαπλασιαστεί (σε σχέση με το μέσο ημερομίσθιο) μεταξύ Οκτωβρίου 1940 και Απριλίου 1943, τα ακίνητα πωλούνταν κατά μέσον όρο στο 1/13 με 1/20 της αξίας τους! Αυτή η υποτίμηση των πωλούμενων ακινήτων υπήρξε μεγαλύτερη στο φόρτε της πείνας, αλλά και όσον αφορά τα ακίνητα μικρότερης προπολεμικής αξίας. Με δυο λόγια, οι μικροϊδιοκτήτες ξεπούλησαν φτηνότερα τα υπάρχοντά τους απ’ ό,τι οι «μεσαίοι» (που ενδεχομένως κινδύνευαν λιγότερο άμεσα από την πείνα). Ακόμη και τα κλάσματα αυτά είναι ωστόσο σε μεγάλο βαθμό παραπειστικά, καθώς ο μηχανισμός που η δωσίλογη «Ελληνική Πολιτεία» είχε θεσπίσει γι’ αυτές τις συναλλαγές κατέληγε στην πράξη σε ακόμη μεγαλύτερη υποτίμηση της αξίας των πωλούμενων ακινήτων. Σύμφωνα με το Ν.Δ. 771 του 1941, όλες οι συναλλαγές άνω των 30.000 δρχ. έπρεπε να πραγματοποιούνται μέσω τραπέζης, με κατάθεση εκεί του συνολικού τιμήματος, από το οποίο ο δικαιούχος δεν μπορούσε να κάνει παρά τμηματικές αναλήψεις 30.000 (κι αργότερα 40.000) δρχ. κατά ορισμένα διαστήματα. Με τη δραχμή να υποτιμάται διαρκώς έναντι της χρυσής λίρας (συνολικά 1 προς 4.367 μεταξύ Απριλίου 1941 και Φεβρουαρίου 1944), οι τράπεζες ξεζούμιζαν έτσι με τη σειρά τους τον πωλητή.» (Ελευθεροτυπία «οι χρυσές ευκαιρίες της κατοχής» 3-4-2010).

Μετά την απελευθέρωση, με τον Αναγκαστικό νόμο 1323/1949 όλες οι κατοχικές αγοραπωλησίες μπορούσαν να αμφισβητηθούν στα δικαστήρια και να χαρακτηριστούν άκυρες υπό προϋποθέσεις όμως ή να υποχρεωθεί ο αγοραστής να πληρώσει το ακίνητο στην αξία που είχε κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν την έκδοση του παραπάνω αναγκαστικού νόμου.

5.- Επίσης, προβλέπεται η διατήρηση των υψηλών παραβόλων και της καταβολής δικαστικού ενσήμου (ακόμη κι αν το αίτημα είναι αναγνωριστικό), επαναλαμβάνονται δηλαδή τα ήδη διαπιστωθέντα προβλήματα και παραβιάζεται το δικαίωμα, ιδίως  των οικονομικά ασθενεστέρων πολιτών, να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Το εν λόγω νομοσχέδιο αναμφιβόλως, αν και προωθείται εν ονόματι της επιτάχυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης, δεν θα συμβάλει στην επιτάχυνση της πολιτικής δίκης. Θα προκαλέσει στην πράξη σοβαρά προβλήματα εφαρμογής, ανασφάλεια δικαίου και περαιτέρω έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στο θεσμό της δικαιοσύνης.
Έτσι, είναι πλέον σαφές ότι όταν διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη του ανθρώπου π.χ μη αξιοπρεπής διαβίωση συγκεκριμένων κατηγοριών πολιτών, έλλειψη εργασίας, μη παροχή δωρεάν υγείας, παιδείας, έλλειψη ασφάλειας, άδικα φορολογικά μέτρα κλπ είναι σχεδόν βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα ακολουθήσει η αντίδρασή των πολιτών, την έκταση της οποίας ίσως είναι αδύνατο να εκτιμήσουμε, με πιθανό ενδεχόμενο τις κοινωνικές εκρήξεις που ίσως να εκδηλωθούν ακόμη και με πολιτική ανυπακοή. Είναι καθήκον της εξουσίας να αντιληφθεί που οδηγούνται οι κοινωνικές συνθήκες και να ξεκινήσει έναν ειλικρινή διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.

Τέλος, ίσως ήρθε η ώρα των Δικηγόρων να αποδείξουν το κύρος και την αξία του Δικηγορικού Σώματος στις 2-3 Δεκεμβρίου και να αποτρέψουν τις επιταγές των Δανειστών προστατεύοντας τους πολίτες της Χώρας.

«Σήμερα που σαπίζει ο κόσμος, κι η ατιμία κι ο συμβιβασμός εξευτελίζουν και τις πιο γενναίες ψυχές, μια μονάχα τακτική είναι πρακτική και συμφέρει. Να’σαι ανένδοτος………
Νάμαστε απροσάρμοστοι, να η μεγάλη αρετή μας.
Να μη βολευόμαστε, νάμαστε ανυπόμονοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, να θέμε το αδύνατο -σαν τους ερωτευμένους. Να ξέρουμε πως ότι λένε σήμερα δικαιοσύνη είναι οργανωμένη αδικία κι ότι λένε ηθική είναι η βολική, ταπεινή συνεννόηση των άναντρων……
Και να μην το ανεχόμαστε.
Ποιοί θα νικήσουν;
Οι πιο σοφοί; Οι πιο πολλοί; Οι πιο ξυπνοί; Οι πιο σήμερα δυνατοί;
Θα νικήσουν όσοι πιστεύουν.
Αχ, πότε θα συνεργαστούμε, όλοι μαζί, σε μιαν επίθεση!» (Ασκητική,Ν.Καζαντζάκης)

ysterografa.gr