Στα χλωρολείβαδα έδυσεν η ολόστερνη αχτίδα,
κι ερήμωσε το λόφο μας η, υγρή, στερνή νοτιά,
τα κυπαρίσσια τα ψηλά, τριγύρω κι η γλυσίνα,
σαν λαμερό τεφρό θρονί μ΄αλλέα την πυροστιά.
Τρίψηλα ο βράχος στο βουνό κι ορθά τα κυπαρίσσια,
σαν δυό φρουροί επιβλητικοί στων θάμνων το σωρό,
τα παλαιά ονειρεύονται κι ορθόπλωρα πρυμνήσα ,
που λύνανε σ΄ αλίμονο γιαλό έναν καιρό.
Κάποτε ο μώλος έφερνεν αρμύρα του πελάγου
κι άλλοτ’ η πρύμνη βύθαγε σε τρόπαια παληά,
στο Τρίκροτο της άνθισης του Βυζαντίου του μάγου,
στου Νέστου την παλίρροια ως τον κάβο Μαλιά.
Αναπαμένοι οι γίγαντες κοιμούνται στα Τιτάνες
κι η δικουκική δευτέρωσε λεβέντικη γενιά
ανάκουστη σαν ξεχαστοί πανάρχαιοι παιάνες
στα μαγικά κι ολόλευκα που καρτερούν πανιά.
Μα εσύ, χωριό, κοιμήθηκες στο κράσπεδο του λόφου
σαν υψωτό στους θρύλους μας κι άτρομο στο σεισμό
και στα στενά που σύρθηκες σ’ έναν αιώνα ζόφου
μήτε γαλήνη προμηνάς μηδέ το χαλασμό.
6-5-1933 Ρώμος Φιλύρας
κι ερήμωσε το λόφο μας η, υγρή, στερνή νοτιά,
τα κυπαρίσσια τα ψηλά, τριγύρω κι η γλυσίνα,
σαν λαμερό τεφρό θρονί μ΄αλλέα την πυροστιά.
Τρίψηλα ο βράχος στο βουνό κι ορθά τα κυπαρίσσια,
σαν δυό φρουροί επιβλητικοί στων θάμνων το σωρό,
τα παλαιά ονειρεύονται κι ορθόπλωρα πρυμνήσα ,
που λύνανε σ΄ αλίμονο γιαλό έναν καιρό.
Κάποτε ο μώλος έφερνεν αρμύρα του πελάγου
κι άλλοτ’ η πρύμνη βύθαγε σε τρόπαια παληά,
στο Τρίκροτο της άνθισης του Βυζαντίου του μάγου,
στου Νέστου την παλίρροια ως τον κάβο Μαλιά.
Αναπαμένοι οι γίγαντες κοιμούνται στα Τιτάνες
κι η δικουκική δευτέρωσε λεβέντικη γενιά
ανάκουστη σαν ξεχαστοί πανάρχαιοι παιάνες
στα μαγικά κι ολόλευκα που καρτερούν πανιά.
Μα εσύ, χωριό, κοιμήθηκες στο κράσπεδο του λόφου
σαν υψωτό στους θρύλους μας κι άτρομο στο σεισμό
και στα στενά που σύρθηκες σ’ έναν αιώνα ζόφου
μήτε γαλήνη προμηνάς μηδέ το χαλασμό.
6-5-1933 Ρώμος Φιλύρας