Από τη μια μεριά, υπάρχει η ανάγνωση του ότι αν μειωθεί κι άλλο το κόστος εργασίας, θα είναι πιο εύκολο για τον εκάστοτε επιχειρηματία να απασχολήσει εργαζομένους. Πρόκειται για πολύ απλοϊκή συλλογιστική πρέπει να παραδεχθούμε. Εξετάζοντας τα στοιχεία διαφόρων χωρών πέφτουμε σε έναν πολύ συγκεκριμένο φαύλο κύκλο. Το αντίδοτο στη διαφθορά και στη μείωση ανταγωνιστικότητας έγκειται προφανώς και σε ζητήματα μισθολογικών σχέσεων εργασίας. Αντίθετα με τις περιγραφές και αναλύσεις του ΔΝΤ, η διαφθορά μειώνεται όταν υπάρχει ανάπτυξη (εκτός πάντα και αν δεν αναφερόμαστε σε δημοκρατικά καθεστώτα, αλλά σε αυταρχικά). Ανάπτυξη υπάρχει όταν ανεβαίνει το κόστος εργασίας, δηλαδή οι μισθοί και οι συντάξεις, αφού το πολιτικό κλίμα γίνεται πιο σταθερό, οι πολίτες δεν αντιμετωπίζουν βιοποριστικό πρόβλημα το οποίο να τους εξαναγκάζει να βγαίνουν στους δρόμους και να διαμαρτύρονται και ταυτόχρονα να λειτουργούν εσωστρεφώς οικονομικά. Η ανάπτυξη επιτάσσει σταθερό κοινωνικοπολιτικό κλίμα, ώστε να λειτουργήσει ελκυστικά ως προς τους ξένους και Έλληνες επενδυτές.
Η αστάθεια στη φορολογία, η υπέρμετρη φορολόγηση επιχειρήσεων και ιδιοκτησίας, η ανεξέλεγκτη έκδοση νέων μέτρων, φόρων, απολύσεων διαμέσου Προεδρικών Διαταγμάτων ή Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου βάλλουν την εικόνα της χώρας τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό επενδυτικό κοινό και φυσικά λειτουργούν ανασταλτικά σε σχέση με την αναπτυξιακή πολιτική που διαμηνύεται διαρκώς.
Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να πιστεύουν οι τόσο εξέχοντες οικονομολόγοι του ΔΝΤ ότι ακολουθείται η σωστή πολιτική εξυγίανσης του κράτους; Ακόμη και το επιχείρημα του ότι υπάρχει διαφθορά στην Ελλάδα καταρρίπτεται, αφού η διαφθορά παγκοσμίως αυξάνει όταν καταλύονται βασικές αρχές της δημοκρατίας, όταν το κράτος δεν είναι αποτελεσματικό, όταν είναι χαμηλό το βιωτικό επίπεδο, όταν υπάρχει γραφειοκρατία και πολιτική αταξία (δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από αναπτυγμένη οικονομία η Ελλάδα χαρακτηρίστηκε ως αναπτυσσόμενη οικονομία από την MSCI, - ο ίδιος συσχετισμός ισχύει και για τη δημοκρατία, αν ακολουθήσουμε το επιχείρημα του ότι στις αναπτυσσόμενες δημοκρατίες υπάρχει περισσότερη διαφθορά, ενώ στις αναπτυγμένες δημοκρατίες είναι πολύ λιγότερη - ανήκουσα στον διεθνή οίκο Morgan Stanley που μας έχει κατακεραυνώσει ούτως ή άλλως). Προξενεί δε, μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι από το 2009 και ύστερα, η πολιτική έχει διαχωρισθεί πλήρως από την οικονομική κατάσταση της χώρας.
Το ζητούμενο πλέον είναι το εξής. Να σταματήσει η ελληνική κοινωνία να βρίσκεται σε καθεστώς εκφοβισμού, να σταθεροποιηθεί όσο μπορεί η πολιτικοοικονομική κατάσταση, να τελειώσουν κλισέ τύπου “όλοι μαζί τα φάγαμε” (διότι αν τα φάγαμε όντως, αφού οι πολιτικοί μας τα γνώριζαν τόσο καλά, γιατί δεν έκαναν κάτι τόσα χρόνια που κυβερνούσαν να τα σταματήσουν), να παρουσιαστούν αξιόπιστα μία κεντροδεξιά και μία κεντροαριστερά δύναμη, ώστε να μπορέσουμε να έχουμε την πολυπόθητη ανάπτυξη. (Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι καλώς ο Πρωθυπουργός παρουσιάζει το success story της Ελλάδος στο εξωτερικό, διότι μόνον έτσι μπορεί η Ελλάδα να απεγκλωβιστεί γρηγορότερα από τα Μνημόνια και να ξαναβγεί στις αγορές.)
Τέλος, πρέπει να γίνει κατανοητό το ότι τα γεγονότα συμβαίνουν με την ακόλουθη σειρά, αποκτώντας σχέση αιτίου - αιτιατού: λανθασμένες ακολουθούμενες πολιτικές επιφέρουν ρευστό πολιτικό κλίμα, το οποίο επιφέρει ρευστό οικονομικό κλίμα, το οποίο συνεκδοχικά οδηγεί την κοινωνία συνολικά σε κατάσταση διαμαρτυρίας.
Μαριέττα Μπακαλοπούλου