Με
αφορμή τις αναγγελίες Υπουργών της Κυβέρνησης για πλήρες και άμεσο άνοιγμα του
κλάδου των φορτηγών Δ.Χ., ο Βουλευτής Κορινθίας κ. Κώστας Κόλλιας έκανε την
ακόλουθη δήλωση:
«Η ασυνέπεια και η ανακολουθία της κυβερνητικής πολιτικής δεν έχει πλέον όριο. Μόλις πριν ένα χρόνο αυτή η ίδια Κυβέρνηση ψήφισε νόμο ο οποίος προέβλεπε τριετή μεταβατική περίοδο για την απελευθέρωση των αδειών στον κλάδο των φορτηγών. Στόχος αυτού του μέτρου ήταν να δοθεί η δυνατότητα στους ιδιοκτήτες να αποπληρώσουν τυχόν δάνεια για την απόκτηση των αδειών, να αποσβέσουν μέρος έστω της επένδυσής τους και γενικά να προετοιμαστούν για ομαλότερη μετάβαση σε μια πλήρως απελευθερωμένη αγορά. Ο τότε Υπουργός είχε σταθεί με ευαισθησία απέναντι στο λογικό αίτημα των μεταφορέων να υπάρξει πρόνοια, προκειμένου να μην μηδενιστεί εν μία νυκτί η άυλη αξία των αδειών τους. Επισημαίνω δε ότι η μεταβατική περίοδος είχε πάρει την έγκριση και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Τώρα, τόσο ο νέος Υπουργός Μεταφορών, όσο και ο Υπουργός Οικονομικών, ακυρώνουν τον νόμο, επικαλούμενοι πιέσεις της Τρόικας. Πιέσεις οι οποίες, βεβαίως, προκύπτουν από δύο πράγματα: την αποτυχία της Κυβέρνησης σε όλους τους σοβαρούς, δημοσιονομικούς στόχους και την εμμονή σε λανθασμένες εισπρακτικές πολιτικές ύφεσης. Η Κυβέρνηση αντί να αλλάξει ρότα, εντείνει τις επιθέσεις στις παραγωγικές τάξεις για να αναπληρώσει τις δικές της αστοχίες.
Επισημαίνω ότι μετά την ψήφιση του νόμου για τα φορτηγά, οι τιμές των αδειών έχουν μηδενιστεί. Ακόμα χειρότερα, το μεταφορικό έργο έχει μειωθεί το τελευταίο διάστημα κατά 50%. Και είναι αναμενόμενο, αφού η γενικευμένη ύφεση, το πάγωμα δημοσίων και ιδιωτικών έργων και ο μειωμένος κύκλος εργασιών σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, έχει άμεσο αντίκτυπο στις μεταφορές. Στην Κορινθία το έργο είναι σχεδόν μηδενικό και οι επιπτώσεις στην τοπική οικονομία και την αγορά εργασίας είναι τεράστιες. Η ανεργία στον νομό μας είναι ανεξέλεγκτη και είναι βέβαιο ότι μέρος της οφείλεται στη μείωση του μεταφορικού έργου που έχει φέρει απολύσεις σε πολλούς οδηγούς φορτηγών. Επιπλέον, μεταφορικές εταιρείες με έδρα τη Βουλγαρία και την Τουρκία λυμαίνονται τις μεταφορές σε ακριτικές και νησιωτικές περιοχές και αυτό θα έχει αντίκτυπο, όχι μόνο στα εισοδήματα των ιδιοκτητών φορτηγών, αλλά στην εθνική οικονομία, αφού μέχρι σήμερα ο κλάδος των μεταφορών αντιπροσώπευε το 7% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος.
Η Κυβέρνηση κατορθώνει κάθε εβδομάδα να βγάζει στους δρόμους μία ακόμα παραγωγική τάξη. Μετά τα ταξί, έρχονται τα φορτηγά και ποιος ξέρει πόσοι ακόμα απεγνωσμένοι άνεργοι, εργαζόμενοι και συνταξιούχοι θα ακολουθήσουν τον δρόμο της διαμαρτυρίας. Αυτή η Κυβέρνηση δεν πείθει πλέον κανέναν, ούτε εδώ ούτε στο εξωτερικό. Η αξιοπιστία απέναντι στους εταίρους και τους δανειστές μας έχει χαθεί προ πολλού. Ίσως όμως το χειρότερο είναι ότι έχει χαθεί η εμπιστοσύνη του πολίτη απέναντι στο κράτος. Η ασυνέχεια και η ασυνέπεια, οι παλινωδίες, τα νομοσχέδια που τη μια μέρα ψηφίζονται και την επομένη αναιρούνται καλλιεργούν ένα αίσθημα διαρκούς ανασφάλειας. Μέσα σε αυτό το κλίμα, κανείς δεν είναι διατεθειμένος ούτε να παράξει, ούτε να αγοράσει, ούτε να επενδύσει, διότι γνωρίζει εκ των προτέρων ότι όλα θα πέσουν στη μαύρη τρύπα της κυβερνητικής πολιτικής. Γι’ αυτό αυτή η πολιτική, αυτή η κυβέρνηση, πρέπει να αλλάξει.»
«Η ασυνέπεια και η ανακολουθία της κυβερνητικής πολιτικής δεν έχει πλέον όριο. Μόλις πριν ένα χρόνο αυτή η ίδια Κυβέρνηση ψήφισε νόμο ο οποίος προέβλεπε τριετή μεταβατική περίοδο για την απελευθέρωση των αδειών στον κλάδο των φορτηγών. Στόχος αυτού του μέτρου ήταν να δοθεί η δυνατότητα στους ιδιοκτήτες να αποπληρώσουν τυχόν δάνεια για την απόκτηση των αδειών, να αποσβέσουν μέρος έστω της επένδυσής τους και γενικά να προετοιμαστούν για ομαλότερη μετάβαση σε μια πλήρως απελευθερωμένη αγορά. Ο τότε Υπουργός είχε σταθεί με ευαισθησία απέναντι στο λογικό αίτημα των μεταφορέων να υπάρξει πρόνοια, προκειμένου να μην μηδενιστεί εν μία νυκτί η άυλη αξία των αδειών τους. Επισημαίνω δε ότι η μεταβατική περίοδος είχε πάρει την έγκριση και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Τώρα, τόσο ο νέος Υπουργός Μεταφορών, όσο και ο Υπουργός Οικονομικών, ακυρώνουν τον νόμο, επικαλούμενοι πιέσεις της Τρόικας. Πιέσεις οι οποίες, βεβαίως, προκύπτουν από δύο πράγματα: την αποτυχία της Κυβέρνησης σε όλους τους σοβαρούς, δημοσιονομικούς στόχους και την εμμονή σε λανθασμένες εισπρακτικές πολιτικές ύφεσης. Η Κυβέρνηση αντί να αλλάξει ρότα, εντείνει τις επιθέσεις στις παραγωγικές τάξεις για να αναπληρώσει τις δικές της αστοχίες.
Επισημαίνω ότι μετά την ψήφιση του νόμου για τα φορτηγά, οι τιμές των αδειών έχουν μηδενιστεί. Ακόμα χειρότερα, το μεταφορικό έργο έχει μειωθεί το τελευταίο διάστημα κατά 50%. Και είναι αναμενόμενο, αφού η γενικευμένη ύφεση, το πάγωμα δημοσίων και ιδιωτικών έργων και ο μειωμένος κύκλος εργασιών σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, έχει άμεσο αντίκτυπο στις μεταφορές. Στην Κορινθία το έργο είναι σχεδόν μηδενικό και οι επιπτώσεις στην τοπική οικονομία και την αγορά εργασίας είναι τεράστιες. Η ανεργία στον νομό μας είναι ανεξέλεγκτη και είναι βέβαιο ότι μέρος της οφείλεται στη μείωση του μεταφορικού έργου που έχει φέρει απολύσεις σε πολλούς οδηγούς φορτηγών. Επιπλέον, μεταφορικές εταιρείες με έδρα τη Βουλγαρία και την Τουρκία λυμαίνονται τις μεταφορές σε ακριτικές και νησιωτικές περιοχές και αυτό θα έχει αντίκτυπο, όχι μόνο στα εισοδήματα των ιδιοκτητών φορτηγών, αλλά στην εθνική οικονομία, αφού μέχρι σήμερα ο κλάδος των μεταφορών αντιπροσώπευε το 7% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος.
Η Κυβέρνηση κατορθώνει κάθε εβδομάδα να βγάζει στους δρόμους μία ακόμα παραγωγική τάξη. Μετά τα ταξί, έρχονται τα φορτηγά και ποιος ξέρει πόσοι ακόμα απεγνωσμένοι άνεργοι, εργαζόμενοι και συνταξιούχοι θα ακολουθήσουν τον δρόμο της διαμαρτυρίας. Αυτή η Κυβέρνηση δεν πείθει πλέον κανέναν, ούτε εδώ ούτε στο εξωτερικό. Η αξιοπιστία απέναντι στους εταίρους και τους δανειστές μας έχει χαθεί προ πολλού. Ίσως όμως το χειρότερο είναι ότι έχει χαθεί η εμπιστοσύνη του πολίτη απέναντι στο κράτος. Η ασυνέχεια και η ασυνέπεια, οι παλινωδίες, τα νομοσχέδια που τη μια μέρα ψηφίζονται και την επομένη αναιρούνται καλλιεργούν ένα αίσθημα διαρκούς ανασφάλειας. Μέσα σε αυτό το κλίμα, κανείς δεν είναι διατεθειμένος ούτε να παράξει, ούτε να αγοράσει, ούτε να επενδύσει, διότι γνωρίζει εκ των προτέρων ότι όλα θα πέσουν στη μαύρη τρύπα της κυβερνητικής πολιτικής. Γι’ αυτό αυτή η πολιτική, αυτή η κυβέρνηση, πρέπει να αλλάξει.»