Οσοι συνταξιοδοτηθούν για παράδειγμα το 2017, θα έχουν μεγαλύτερες απώλειες απ’ ό,τι αν έφευγαν το 2016. Το ίδιο και για όσους φύγουν το 2018: Οι απώλειες θα είναι μεγαλύτερες απ’ ό,τι αν αποχωρούσαν το 2017. Αυτό θα συμβεί γιατί η βάση υπολογισμού των νέων συντάξεων δεν θα είναι οι αποδοχές μιας σταθερής περιόδου (π.χ. η καλύτερη 5ετία από τα 10 τελευταία έτη εργασιακού βίου), αλλά οι αποδοχές είτε ολόκληρου του εργασιακού βίου είτε των τελευταίων 15-20 ετών. Αυτό σημαίνει ότι ένας εργαζόμενος, που θα αποχωρήσει το 2016, μετά την ψήφιση του νόμου, θα πάρει σύνταξη με βάση το μέσο όρο των αποδοχών της τελευταίας 20ετίας, δηλαδή το διάστημα 1995-2015. Αν φύγει το 2017, η βάση θα πιάσει τις αποδοχές 1996-2016, ενώ αν αποχωρήσει το 2020, η βάση υπολογισμού θα είναι οι μέσες αποδοχές 2000 με 2019. Οσοι έχουν μειώσεις μισθών μετά το 2010 θα έχουν και μικρότερες μέσες αποδοχές στα τελευταία 15 ή 20 χρόνια. Με αποτέλεσμα να οδηγούνται και σε μικρότερη σύνταξη, καθώς οι μειωμένες αποδοχές θα υπολογιστούν και με τους μειωμένους συντελεστές αναπλήρωσης του νέου νόμου!
Οσοι προλάβουν και συνταξιοδοτηθούν έστω και στο «παρά πέντε» της ψήφισης του νέου ασφαλιστικού θα χάσουν επομένως πολύ λιγότερα!
Το «σλόγκαν» του νέου νόμου θα μπορούσε να είναι: Λιγότερες απώλειες όσο γρηγορότερα βγει κανείς στη σύνταξη, μεγαλύτερες όσο καθυστερεί.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΙΚΟΣ
kkatikos@e-typos.com