Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

ΤΩΡΑ: Η ομιλία του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων κ. Νικόλαου Βούτση στη Ειδική Συνεδρίαση της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κύπρου



 http://www.enikonomia.gr/images/resized/690_031bff30fb8e21d64d73d486011db9a9.jpg

Κύριε Πρόεδρε της Βουλής των Αντιπροσώπων, κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, Εκλεκτοί Καλεσμένοι, 
Με ιδιαίτερη συγκίνηση και υψηλό αίσθημα ευθύνης ευρίσκομαι στην Κύπρο, πραγματοποιώντας την πρώτη μου επίσημη επίσκεψη εκτός Ελλάδος ως Πρόεδρος της Βουλής. Με τα ίδια συναισθήματα ανέρχομαι στο βήμα αυτό, απευθυνόμενος για πρώτη φορά στην πολιτική ηγεσία, τους εκπροσώπους του Κυπριακού Ελληνισμού και ολόκληρο τον Κυπριακό λαό,  κατά την σημερινή σας πανηγυρική συνεδρία, συνεχίζοντας μια παράδοση που εντάσσεται στο πλαίσιο και ενδυναμώνει περαιτέρω την διαρκή συνεργασία και τον συντονισμό Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας, σε όλα τα επίπεδα. Η συνεργασία και ο συντονισμός αυτός, αποτελεί βασική αρχή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Εξελίσσεται η σχέση αυτή διαχρονικά σε όλα τα επίπεδα, εν προκειμένω στο υψηλό επίπεδο των λαϊκών αντιπροσωπειών, που εκφράζουν τη λαϊκή κυριαρχία, δηλαδή τη βούληση, τη θέληση των λαών μας.

Κατ’ αρχήν να σας ευχαριστήσω κ. Πρόεδρε της Βουλής των Αντιπροσώπων για την εξαιρετική αυτή τιμή που μου κάνετε να απευθύνομαι στην Ολομέλεια του Σώματος, καθώς και για την θερμή υποδοχή σας. Τις ευχαριστίες μου επίσης για τις πρωτοβουλίες με τις οποίες συνδράματε την ελληνική προσπάθεια για ένα συμβιβασμό Θεσμών και Ελλάδας που οδήγησε στην πρόσφατη δανειακή συμφωνία, της οποίας το πρώτο κεφάλαιο, προαπαιτούμενα και ανακεφαλαίωση του τραπεζικού συστήματος, έχει ήδη ολοκληρωθεί στο επίπεδο των νομοθετικών ρυθμίσεων.
Θέλω πρωτίστως όμως να ευχαριστήσω, και από αυτό το βήμα, από καρδιάς τον κυπριακό Ελληνισμό για την έκδηλη και διάχυτη αλληλεγγύη του στην προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε και να υπερβούμε τη σκληρή οικονομική και κοινωνική κρίση που βιώνει εδώ και πέντε χρόνια η χώρα μας. Η εφαρμογή μνημονιακών, υφεσιακών πολιτικών επέφεραν εκτεταμένη φτωχοποίηση, τεράστια ανεργία ιδιαίτερα στους νέους, που σε μεγάλο ποσοστό φεύγουν από τη χώρα, πολιτικών που αντί να οδηγήσουν στην υπέρβαση οδήγησαν στην όξυνση της κρίσης.
Αυτή η κοινωνικά άδικη «θεραπεία» που επιβλήθηκε και εφαρμόστηκε στην Ελλάδα ενυπάρχει σε έναν βαθμό και στην παρούσα δανειακή σύμβαση, όμως ταυτόχρονα διανοίγονται πλέον και σαφείς δυνατότητες, μέσα και απ’ αυτήν, για μια πραγματική και ταχεία υπέρβαση αυτής της κατάστασης. Ο οδικός χάρτης είναι σαφής και βρισκόμαστε, από την πρώτη στιγμή που εκλέχθηκε η νέα Βουλή και ψηφίστηκαν οι Προγραμματικές Δηλώσεις της νέας κυβέρνησης, μέσα σε αυτήν την σκληρή προσπάθεια.
           Ενίσχυση και σωστός προσανατολισμός για το τραπεζικό σύστημα.
           Έναρξη και ευτυχής κατάληξη της διαπραγμάτευσης για μια μεγάλη απομείωση του κρατικού χρέους.
           Επίσπευση με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση και με θετικό κοινωνικό πρόσημο της νομοθέτησης και της εφαρμογής συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί και εκκρεμούν, με την ταυτόχρονη εκταμίευση ποσών για την αναγκαία ρευστότητα.
           Προώθηση μέσα και από τη διαμόρφωση θετικού και σταθερού κλίματος όλων των επενδυτικών πρωτοβουλιών που έχουν ωριμάσει και από το προηγούμενο διάστημα. Όχι μόνο με τα συμφωνηθέντα επενδυτικά πακέτα με την ΕΕ, αλλά με ισότιμες συμφωνίες για μεγάλες επενδύσεις από χώρες που συγκροτούν τις BRICS και ευρύτερα.
           Εκπόνηση του αναπτυξιακού προγράμματος με πυρήνα την παραγωγική ανασυγκρότηση μέχρι τον Μάρτη του 2016.
           Ταυτόχρονη με τα παραπάνω εφαρμογή εναλλακτικών πολιτικών που αντισταθμίζουν πιθανές αρνητικές κοινωνικές συνέπειες του προγράμματος, και ιδιαίτερα είναι στοχευμένες στην αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων όπως η ανεργία αλλά και το κτύπημα της οικονομικής διαπλοκής, της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής.
           Διαμόρφωση με τις παραπάνω αρχές ενός κοινωνικά δίκαιου και σταθερού φορολογικού συστήματος.
           Παράλληλη ενίσχυση και διεύρυνση των προγραμμάτων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης.

Όλα τα παραπάνω συνιστούν εν τέλει μια στρατηγική όχι μόνο για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ελλάδα, αλλά και για να ηττηθεί η πολιτική της λιτότητας και της συρρίκνωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην ΕΕ και την ευρωζώνη, στην οποία ως ισότιμοι εταίροι συμμετέχουν και η χώρα μας και η Κύπρος.
Οι προσπάθειες αυτές, τις οποίες είμαι σίγουρος ότι αντιλαμβάνεστε πλήρως μέσα και από τη δικιά σας πρόσφατη οδυνηρή εμπειρία, δεν συμβαίνουν «εν κενώ», αλλά η έκβασή τους και η διαμόρφωση ενός θετικού και εν τέλει ενός προοδευτικού συσχετισμού δυνάμεων για τους λαούς, την ανάπτυξη και την κοινωνική σύγκλισή μέσα στην ΕΕ, συναρτάται απολύτως από το πώς θα απαντήσουμε σε μεγάλα προβλήματα και προκλήσεις αυτής της φάσης, που θα προσδιορίζουν και την ίδια την ύπαρξη και το μέλλον της ΕΕ.
Δεν αναφέρομαι μόνο σε θέματα που υπάρχουν προδήλως ανοικτά, όπως αυτό της αρχιτεκτονικής της οικονομικής ενοποίησης, ή της προετοιμαζόμενης προβληματικής διατλαντικής εμπορικής συμφωνίας ή ακόμα και της κρίσης που έχει ξεσπάσει και συντηρείται με επίκεντρο την Ουκρανία. Επισημαίνω τα δραματικά προβλήματα που θέτει η τεράστια αύξηση των προσφυγικών ροών, που παράγονται στην ευρύτερη κοινή περιοχή μας λόγω επεμβάσεων, εμφύλιων συρράξεων και ανάδειξης ακραίων και τρομοκρατικών φονταμενταλιστών δυνάμεων, που με τη σειρά τους παράγουν θύματα και φόβο στο Παρίσι αλλά και στον Λίβανο, το Μαλί και όχι μόνο. Έχουμε όλοι επίγνωση, ακόμα κι αν δεν ομολογείται από κάποιους ανοικτά, ότι οι πολιτικές της λεγόμενης Δύσης δεν υπήρξαν καθόλου αμέτοχες στη δημιουργία αυτών των εμπόλεμων εστιών, μέσα από τις οποίες οδηγούνται σχεδόν σε διάλυση κράτη της περιοχής:
           Πού θα βρουν και πώς θα βρουν καταφύγιο για ασφάλεια και ζωή τα εκατομμύρια των προσφύγων, όταν η μία μετά την άλλη χώρες της ΕΕ επιχειρούν να υψώσουν τείχη για να μην μοιραστούν το μερίδιο της ευθύνης και της φιλοξενίας που τους αναλογεί;
           Πώς θα αναληφθούν πρωτοβουλίες, ειλικρινείς και αποτελεσματικές και όχι υποκριτικές και προσχηματικές, για να ειρηνεύσει μακροπρόθεσμα η περιοχή και να μείνουν στις εστίες τους αυτοί οι άνθρωποι που σήμερα διακινδυνεύουν να χάσουν τα παιδιά τους στα νερά του Αιγαίου; Πώς θα αντιμετωπιστούν αποφασιστικά οι τρομοκρατικές ενέργειες και απειλές χωρίς να υποστεί βαρύ και μακροπρόθεσμο πλήγμα ο ίδιος ο πολιτισμός της ανεκτικότητας, των δικαιωμάτων, της βιώσιμης και ειρηνικής συνύπαρξης ανθρώπων με διαφορετικές πολλαπλές προελεύσεις;
           Πώς θα αποκατασταθεί και θα ενισχυθεί μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη πορεία κοινωνικής συνοχής και πολιτικής σύγκλισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα δώσει μία νέα έμπνευση στους ευρωπαϊκούς λαούς, που θα αποδομήσει τα νέα τείχη που στήθηκαν ανάμεσα σε Βορρά και σε Νότο και τις παραγόμενες κοινωνικές ανισότητες από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της άγριας λιτότητας;

Πέραν όλων των άλλων, επισημαίνω ότι κοινός παρανομαστής και αναγκαία προϋπόθεση για να απαντηθούν ουσιαστικά τα παραπάνω ερωτήματα, είναι η εμβάθυνση και η ανάκτηση της δημοκρατίας στους κοινοτικούς θεσμούς, της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς και της φιλειρηνικής πολιτικής, δηλαδή των αξιών που πρωταρχικά αποτέλεσαν συστατικά τόσο του ευρωπαϊκού πολιτισμού όσο και της ιστορικά πρωτότυπης αλλά και μετέωρης προς ώρας προσπάθειας για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Έχουμε την βαθιά πεποίθηση ότι για τους λαούς μας και για την υπέρβαση της κρίσης, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της για κάθε περίπτωση, είναι ιδιαίτερα σημαντική προϋπόθεση η από κοινού αντιμετώπιση και απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα και η ανάκτηση ενός σημαντικού ρόλου, ενός πρωταγωνιστικού ρόλου για τις χώρες μας μέσα σε αυτήν την προσπάθεια των λαών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα Κοινοβούλια των δύο χωρών μπορούμε να συμβάλλουμε αποφασιστικά σε μια τέτοια εξέλιξη.

Κυρίες και κύριοι,
Θα ήθελα, να  εκφράσω, τον σεβασμό μας και να υποκλιθώ στη μνήμη όλων των Κυπρίων που  θυσιάσθηκαν για την υπόθεση της κυπριακής ελευθερίας και ακεραιότητας. Συγχρόνως να μεταφέρω την πατριωτική μας ευγνωμοσύνη προς τους Κύπριους και Ελλαδίτες πολεμιστές της άνισης αναμέτρησης του 1974, οι οποίοι αντιμετώπισαν  τις συντριπτικά υπέρτερες στρατιωτικές δυνάμεις του Τούρκου εισβολέα, υπό το ασήκωτο βάρος του εγκληματικού πραξικοπήματος της  χούντας.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και προς τους συγγενείς των αγνοουμένων που βιώνουν το δικό τους δράμα εδώ και πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Έχουν το δικαίωμα να μάθουν επιτέλους τι απέγιναν τα αγαπημένα τους πρόσωπα και ελπίζω ότι η κατοχική Τουρκία θα προχωρήσει γρήγορα στη πλήρη υλοποίηση της πρόσφατης δέσμευσής της να επιτρέψει την σταδιακή, όπως ανακοινώθηκε, πρόσβαση  σε 30 προκαθορισμένα σημεία των λεγόμενων «στρατιωτικών ζωνών» της στα κατεχόμενα προς διακρίβωση της τύχης  των αγνοουμένων.
Με την παρουσία μου εδώ επιθυμώ να δώσω προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι εδώ και τέσσερις δεκαετίες και πλέον, σταθερός  στόχος και διαρκής επιδίωξη όλων των δημοκρατικών κυβερνήσεων και πολιτικών δυνάμεων της Ελλάδας,  σε διαρκή συνεργασία και συντονισμό με την Κυπριακή Δημοκρατία, είναι ο τερματισμός της συνεχιζόμενης παράνομης τουρκικής κατοχής και η εξεύρεση  συνολικής, αμοιβαία αποδεκτής και βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος. Συγχρόνως να σας επαναβεβαιώσω την προσήλωση σύσσωμου του ελληνικού λαού  στην κυπριακή υπόθεση και στην ανατροπή των επιπτώσεων της τουρκικής εισβολής του 1974. Η δικαίωση του μακροχρόνιου ειρηνικού κυπριακού αγώνα αποτελεί ζωτική ανάγκη για τον κυπριακό ελληνισμό, για την αποκατάσταση των θεμελιωδών ελευθεριών και των δικαιωμάτων όλων των Κυπρίων πολιτών, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, για την αδιαίρετη κυριαρχία, ασφάλεια, ανάπτυξη και  ευημερία του κυπριακού λαού.  Αποτελεί, επίσης, προϋπόθεση για την πλήρη εξομάλυνση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, στην οποία η Ελλάδα προσβλέπει.
Κυρίες και Κύριοι,
Ο κοινός μας  αγώνας για τον τερματισμό της κατοχής, είναι συνυφασμένος με την προσήλωσή μας στην εξεύρεση συνολικής και αμοιβαία αποδεκτής λύσης του Κυπριακού.
Για τον σκοπό αυτό, ως προσφορότερη μέθοδο, Κύπρος και Ελλάδα από το 1974 ακόμα επιλέξαμε  τις δικοινοτικές συνομιλίες στη βάση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και με την διευκολυντικού χαρακτήρα συνδρομή της Αποστολής Καλών Υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. Παρά τις απογοητεύσεις του παρελθόντος και τις συνεχιζόμενες δυσκολίες, επιμένουμε στην επιλογή μας αυτή, γιατί άλλες μέθοδοι διαπραγμάτευσης τις οποίες κατά καιρούς προτείνει και ξαναπροτείνει  η Τουρκία, κυρίως, εξυπηρετούν σκοπιμότητες παραγκωνισμού των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών, υπονόμευσης  της νόμιμης κυπριακής κυβέρνησης, εξίσωσης των ευθυνών της κατοχικής δύναμης που είναι η Τουρκία με τις πολύπλευρες προσπάθειες της Ελλάδας να στηρίξει τη Κυπριακή Δημοκρατία και τη διαπραγματευτική προσπάθεια των δύο κοινοτήτων και διαιώνισης του αναχρονιστικού και απαράδεκτου για σύγχρονο κράτος, μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι η Κύπρος, συστήματος των εγγυήσεων του 1960. Οι ίδιες αυτές Αποφάσεις αποτελούν και την βάση εξεύρεσης συμπεφωνημένης λύσης του εσωτερικού πολιτικού προβλήματος της Κύπρου. Μια αμοιβαία αποδεκτή λύση, θα πρέπει, βεβαίως, να συνάδει με την ιδιότητα της Κύπρου ως κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να διασφαλίζει δηλαδή την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου καθώς και την συνέχιση της αποτελεσματικής εκπροσώπησης της Κύπρου στην λήψη αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην Ελλάδα,  μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι παρακολουθούμε με πολύ μεγάλη προσοχή τις συνομιλίες που εδώ και επτά περίπου μήνες συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς στη Κύπρο, υπό τη διεύθυνση του Προέδρου Αναστασιάδη και του τ/κ ηγέτη κ. Ακιντζί.  Στην κατεύθυνση αυτή, η Ελλάδα χαιρετίζει την δεδηλωμένη βούληση του Προέδρου Αναστασιάδη να συνεχίσει την διαπραγματευτική του προσπάθεια, γνωρίζοντας συγχρόνως ότι η διαπραγμάτευση είναι εν εξελίξει.
Όπως τόνισε και ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος κ. Κοτζιάς, κατά την πρόσφατη επίσημη επίσκεψή του στην Κύπρο, έτσι κι εγώ θέλω να επαναλάβω εδώ ότι η Ελλάδα δεν παρεμβαίνει στη διαπραγμάτευση των εσωτερικών πτυχών του Κυπριακού, η οποία αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της κυπριακής κυβέρνησης και της ελληνοκυπριακής πλευράς στις συνομιλίες. Τούτο, βέβαια, καθόλου δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα παραμένει απλός θεατής στη διαπραγματευτική προσπάθεια για την επίλυση του Κυπριακού. 
Πρωτίστως βέβαια το ενδιαφέρον και η ουσιαστική συμβολή της ελληνικής κυβέρνησης εστιάζεται στη διεθνή πτυχή του προβλήματος. Υπό το πρίσμα αυτό τους τελευταίους μήνες, η Ελλάδα έχει αναλάβει διεθνείς σημαντικές πρωτοβουλίες για την ουσιαστική και έγκαιρη ανάδειξη της καίριας αυτής πτυχής. Πρωτοβουλίες που επανέφεραν το ζήτημα στο επίκεντρο των διπλωματικών διαβουλεύσεων. Και που έχουν καταστήσει σαφές ότι, για την Ελλάδα όπως και για την Κύπρο,  πραγματική και βιώσιμη λύση του Κυπριακού δεν νοείται, χωρίς την πλήρη απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων και χωρίς τη κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων του 1960.
Γενικότερα, η Ελλάδα πιστεύει ότι το κλειδί μιας συμφωνίας λύσης του Κυπριακού, βρίσκεται στην Άγκυρα. Η Τουρκία οφείλει, κατά βάση, να αφήσει ελεύθερο τον Κυπριακό λαό. Οφείλει να δεχτεί δηλαδή ότι, θεμελιώδης προϋπόθεση της επίλυσης του Κυπριακού, είναι η αποδοχή και αναγνώριση της κυπριακής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Να αντιληφθεί και να αναγνωρίσει ότι, ζητούμενο της διαπραγμάτευσης αυτής, δεν είναι η κατάλυση, αλλά η μετεξέλιξη του κυπριακού Κράτους, μέλους του ΟΗΕ, μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τρόπο που να διασφαλίζονται η συνέχειά του, τα κυριαρχικά του δικαιώματα, η ικανότητά του να ανταποκριθεί στις ευρωπαϊκές και διεθνείς υποχρεώσεις του, και γενικότερα η  λειτουργικότητά του.
Η Τουρκία, επιπλέον, έχει κάθε δυνατότητα και συμφέρον να επανεξετάσει τις θέσεις της στο θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Πρέπει σήμερα όλοι να αντιληφθούμε, και πρωτίστως η Τουρκία, ότι στην ευρωπαϊκή μας γειτονιά, οι μεταξύ μας σχέσεις δεν πρέπει και δεν μπορούν να καθορίζονται από τη στρατιωτική ισχύ ή και απειλή, αλλά από το σεβασμό των ευρωπαϊκών αρχών και αμοιβαίων υποχρεώσεων. Και ότι ζητήματα όπως της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα εγγυάται η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι κάποια στρατιωτική δύναμη. Και θέλω να είμαι σαφής προς κάθε κατεύθυνση: δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στην επανένωση της Κύπρου. Η Ελλάδα, όπως και ο Κυπριακός Ελληνισμός, δεν αποδεχόμαστε τη διχοτόμηση.
Κύριε Πρόεδρε, αγαπητοί συνάδελφοι, Κυρίες και Κύριοι,
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας και της Κύπρου ήταν και είναι πάντα πολιτική αρχών, δηλαδή σεβασμού του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σεβασμού των υφιστάμενων συνόρων, απόκρουσης του αναθεωρητισμού και προστασίας των εθνικών δικαιωμάτων και συμφερόντων. Τίποτε από αυτά δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητο και αυταπόδεικτο στο ασταθές πλαίσιο που υφίσταται σήμερα. Σε ένα τόσο ρευστό σκηνικό η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν κάθε πρόκληση και να αποτελέσουν μία από τις ελάχιστες σταθερές στην περιοχή, προκειμένου να προσδώσουν προοπτική ανάπτυξης, συνέργειας και σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπό το πρίσμα αυτό και αναδεικνύοντας τις προϋποθέσεις συνεργασίας επί τη βάσει κοινών συμφερόντων θα πρέπει να ειδωθούν και οι τριμερείς συνεργασίες που προωθούνται μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου και Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, με ως άνω σχήματα να παραμένουν ανοιχτά ως προς τη διεύρυνση και την εμβάθυνση της συνεργασίας,
Κυρίες και κύριοι,
Όλοι αντιλαμβανόμαστε την κρισιμότητα της παρούσης συγκυρίας  στο Κυπριακό. Μια συγκυρία που επιβάλλει την περαιτέρω εντατικοποίηση της συνεργασίας και του συντονισμού Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας, σε όλα τα επίπεδα.  Η συνεργασία και ο συντονισμός αυτός, αποτελούν πηγή και εγγύηση αποτελεσματικότητας της κοινής πολιτικής μας και παράγοντα που συμβάλει αποφασιστικά  στην επίτευξη συνολικής και συμφωνημένης, δίκαιης και βιώσιμης λύσης του  κυπριακού προβλήματος.
Συγχρόνως θα πρέπει να είμαστε όλοι ρεαλιστές και να γνωρίζουμε ότι το Κυπριακό αποτελεί πρωτίστως ένα διεθνές ζήτημα εισβολής και κατοχής. Υπό την έννοια αυτή επαναλαμβάνω ότι το κλειδί ευρίσκεται στην Τουρκία, από την οποία αναμένουμε συγκεκριμένες, εποικοδομητικές και ουσιαστικές πρωτοβουλίες, ως έμπρακτη απόδειξη των, κατά τα άλλα, καλοδεχούμενων ρητορικών διαβεβαιώσεών της ότι στηρίζει τη διαπραγματευτική διαδικασία. Στο σημείο αυτό να σημειώσω ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό μέρος του Κυπριακού Λαού και της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την ανάδειξη του κ. Μουσταφά Ακιντζί στην ηγεσία της, συνέβαλε  στην επανεκκίνηση των δικοινοτικών συνομιλιών, τον περασμένο Μάιο. Ελπίζω να μην περιοριστεί η συμβολή αυτή μόνο στην επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων.
Κυρίες και κύριοι,
Πιστεύω βαθιά ότι η προσπάθεια Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για την επανένωση της κοινής πατρίδας μπορεί και πρέπει να δικαιωθεί, για το καλό της Κύπρου, της Ελλάδας, της Τουρκίας, και της ευρύτερης μας περιοχής. Σε κάθε περίπτωση, η Βουλή των Ελλήνων και το σύνολο του ελληνικού πολιτικού κόσμου, θα παραμείνουμε αρωγοί και συμπαραστάτες του κυπριακού ελληνισμού και σταθερός σύμμαχος της Κυπριακής Δημοκρατίας στη διεθνή αρένα.  Γιατί, βεβαίως, τις δύο κυρίαρχες και ανεξάρτητες Δημοκρατίες συνδέει κοινή ιστορία χιλιετηρίδων. Μαζί θα αντιμετωπίσουμε και την κάθε πρόκληση του κοινού μέλλοντός μας. Η έμπρακτη και πολύπλευρη προσήλωση της Ελλάδας στην κυπριακή υπόθεση δεν αποτελεί μόνον εθνικό χρέος και καθήκον, αλλά και εθνικό συμφέρον, η αταλάντευτη υπεράσπιση του οποίου, όχι μόνον δεν αποτελεί βάρος αλλά  ενώνει και ενδυναμώνει την Ελλάδα.
Σας ευχαριστώ θερμά.