Συνάντηση με τον υπηρεσιακό Υπουργό Εξωτερικών, κ. Πέτρο Μολυβιάτη, είχε σήμερα η Πρόεδρος
της Βουλής των Ελλήνων, Ζωή Κωνσταντοπούλου. Μετά το πέρας της συνάντησης, η κ. Κωνσταντοπούλου προέβη στην ακόλουθη δήλωση:
«Ζήτησα
να έχω συνάντηση με τον υπηρεσιακό Υπουργό Εξωτερικών, κ. Μολυβιάτη, εν
όψει της
αυριανής συζήτησης στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ της πρότασης που έχει
κατατεθεί προκειμένου να θωρακισθεί η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους
και ανάληψης χρέους από κυρίαρχα κράτη.
Η
πρόταση η οποία έχει διαμορφωθεί από την Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ για το
Χρέος αποτελεί
ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για τη χώρα μας, γιατί δημιουργεί και
κατοχυρώνει προϋποθέσεις, οι οποίες στην περίπτωση της Ελλάδας δεν
πληρούνται, ώστε να θεωρείται έγκυρο το χρέος και η διαδικασία ανάληψής
του.
Με
δεδομένο το γεγονός ότι η Ελλάδα σε όλες τις προηγούμενες διαδικασίες
είχε απόσχει,
με εντολή του τότε υπουργού Εξωτερικών κ. Βενιζέλου, και με δεδομένο
επίσης ότι στη διαδικασία της Επιτροπής που ξεκίνησε τον προηγούμενο
Σεπτέμβριο, η Ελλάδα ξεκίνησε να συμμετέχει μόλις την περασμένη άνοιξη,
με δεδομένο ακόμη ότι από πλευράς των δανειστών
επιχειρείται για άλλη μια φορά η χώρα μας να πιεσθεί προκειμένου να μην
ενεργήσει σύμφωνα με τα συμφέροντά της, θέλησα να έχω αυτήν τη
συνάντηση με τον υπηρεσιακό Υπουργό, προκειμένου να τον ενημερώσω αφ’
ενός για το Πόρισμα της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου
Χρέους, αφ’ ετέρου για την ανάγκη το Πόρισμα αυτό, που στηρίζεται σε
πολύ μεγάλο βαθμό σε ενέργειες οργάνων του ΟΗΕ, να αξιοποιηθεί, εκ
τρίτου, για να του γνωστοποιήσω τις επαφές τις οποίες είχα στη Νέα
Υόρκη, στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, με τις Αντιπροσωπείες
μέλη της Ειδικής Επιτροπής για το Χρέος, που όλες εξέφρασαν την απορία
γιατί η Ελλάδα δεν αξιοποιεί αυτή τη διαδικασία που έχει δρομολογηθεί
επ’ ωφελεία χωρών όπως η Ελλάδα.
Δυστυχώς,
η ενημέρωση, την οποία έλαβα από τον κ. Υπουργό, είναι ότι έχει δοθεί
εντολή
η ελληνική αντιπροσωπεία και πάλι να απόσχει από την ψηφοφορία αυτή.
Στην πραγματικότητα, δηλαδή, η Ελλάδα δεν θα υπερψηφίσει μια απόφαση την
οποία στη συνέχεια μπορεί, και θα μπορούσε, και πρέπει να αξιοποιήσει
επ’ ωφελεία του ελληνικού πληθυσμού, της ελληνικής
κοινωνίας, του ελληνικού λαού, των νέων και των επόμενων γενεών.
Ο
κ. Υπουργός είχε την καλοσύνη να με ενημερώσει ότι υπήρξε καθοριστική
γι’ αυτήν την
οδηγία η γνώμη του υπηρεσιακού Υπουργού Οικονομικών κ. Χουλιαράκη, που
συμβαίνει να έχει υπάρξει και ο υπεύθυνος της προηγούμενης
διαπραγμάτευσης.
Επίσης,
ο κ. Υπουργός με ενημέρωσε ότι βαρύνουσα σημασία είχε και ένα έγγραφο
του Οργανισμού
Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, στο οποίο αναλύονται οι λόγοι, σύμφωνα με
τους οποίους, κατά την άποψη του Οργανισμού, δεν πρέπει η Ελλάδα να
υπερψηφίσει αυτή την απόφαση.
Εξέφρασα
στον κ. Υπουργό την πεποίθησή μου ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να μην
ενεργοποιείται
και να μην αξιοποιεί τέτοιες διαδικασίες οι οποίες δρομολογούνται επ’
ωφελεία της. Δεν μπορεί να μην συμμετέχει σε αποφάσεις οι οποίες έχουν
ιστορική και παγκόσμια σημασία και, κυρίως, δεν μπορεί να διευκολύνει
δια της αποχής της εκείνους οι οποίοι την εκβιάζουν.
Αυτή τη στιγμή εκείνο το οποίο επιχειρείται είναι μια, δια της σιωπής, δια της αποχής,
ανοχή αυτής της αντιδημοκρατικής διαδικασίας επιβολής χρέους και εργαλειοποίησής του σε βάρος της Δημοκρατίας.
Δεν είναι αλήθεια ότι δεν έχουμε εναλλακτικές. Αύριο υπάρχει μια ιστορική ευκαιρία, η
αξιοποίηση της οποίας είναι ιστορικής σημασίας.
Δεν είναι αλήθεια ότι μοναδικό forum για την συζήτηση των θεμάτων του χρέους είναι το
Eurogroup- ένα άτυπο και μη θεσμοθετημένο όργανο που δρα αντιδημοκρατικά.
Δεν
είναι αλήθεια ότι ο ΟΗΕ δεν έχει αρμοδιότητες και δεν μπορεί μνα
αναλάβει δράση. Έχει
άλλωστε αποδειχθεί ότι εκεί όπου διαμορφώνεται μια συλλογική βούληση
της Γενικής Συνέλευσης και μια πολιτική βούληση που γίνεται απόφαση,
μπορούν να δρομολογηθούν και οι πιο πρωτότυπες διαδικασίες όπως ήταν η
διαδικασία της ίδρυσης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Με
αυτά τα δεδομένα, και ενόψει της τελευταίας προγραμματισμένης–και όχι
τελευταίας συνολικά-
συνεδρίασης της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους από τις 22 έως 25
Σεπτεμβρίου 2015 στη Βουλή, και αυτή η νέα διαδικασία θα αξιολογηθεί και
θα αξιοποιηθεί.
Από
πλευράς μου, ως Προέδρος της Βουλής, εκφράζω τη λύπη μου για το γεγονός
ότι δεν άδραξε
η Ελλάδα – και απ’ ότι φαίνεται δεν θα αδράξει ούτε αύριο- μια ευκαιρία
χρήσης ενός πολύτιμου εργαλείου προστασίας του πληθυσμού και της
κοινωνίας».