Άρθρο του Θοδωρή Βασιλακόπουλου*
Από την
επόμενη των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου η ελληνική κυβέρνηση
τηρώντας στο ακέραιο τις προεκλογικές της δεσμεύσεις προσπάθησε να διαπραγματευτεί
επί ίσοις όροις με τους εταίρους και τους δανειστές μας, για να επιτευχθεί μία
επωφελής συμφωνία και για τις δύο πλευρές. Μετά τις πρώτες αντιδράσεις των
εταίρων και την άρνησή τους να αποδεχθούν τα αυτονόητα, η ελληνική κυβέρνηση
προχώρησε σε μία κίνηση καλής θέλησης στην υπογραφή της συμφωνίας της 20ης
Φεβρουαρίου, που έδινε την προοπτική μιας οριστικής συμφωνίας στα τέλη του
Ιουνίου. Η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου ήταν μία συμφωνία ιδιαίτερη
επώδυνη για την ελληνική κυβέρνηση και τον κόσμο της εργασίας, αποδείκνυε όμως
απερίφραστα και με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι από την ελληνική πλευρά η
πρόθεση για την επίτευξη ενός έντιμου συμβιβασμού με τους εταίρους ήταν γνήσια
και ειλικρινής.
Η συνέχεια
είναι γνωστή σε όλους μας. Οι δανειστές ακολουθώντας μία κατεξοχήν παρελκυστική
πολιτική και με την επίκληση όλων των πιθανών και απίθανων προσχημάτων
οδηγούσαν σε ναυάγιο τη μία μετά την άλλη τις προσπάθειες για την επίτευξη της
όποιας συμφωνίας. Με τρόπο παραπλανητικό άφηναν να διαρρεύσει εντέχνως ότι οι
προθέσεις τους ήταν οι καλύτερες αλλά η ελληνική πλευρά ήταν αφερέγγυα και
ασυνεπής. Παρόλα αυτά η ελληνική πλευρά ήταν συνεπέστατη στις αποπληρωμές της
τόσο προς τους ευρωπαίους δανειστές, όσο και προς το ΔΝΤ σε βάρος των αναγκών
της πραγματικής οικονομίας.
Το αποκορύφωμα
όλης αυτής της διαδικασίας ήρθε με την κατάθεση της ελληνικής πρότασης την
Κυριακή 21 Ιουνίου. Η ελληνική πλευρά πρότεινε ένα πακέτο συμφωνίας που
προέβλεπε τη λήψη μέτρων 8 δισεκατομμυρίων, πρόταση προφανώς που απείχε πολύ
από το προεκλογικό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε τη δέσμευση της
ελληνικής κυβέρνησης προς τον ελληνικό λαό. Η πρόταση αυτή, ενώ αρχικά έγινε
αποδεκτή, απορρίφθηκε από τους εταίρους και στη θέση της μας προτάθηκε το
επαίσχυντο αυτό κείμενο που αποτελεί και το ερώτημα προς απόρριψη του αυριανού
δημοψηφίσματος.
Τι οδήγησε άραγε τους δανειστές στην
απόρριψη της συγκεκριμένης πρότασης από την πλευρά των δανειστών; Το
κομβικό φυσικά σημείο –εκτός των άλλων-είναι η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης
για φορολόγηση των κερδών των εταιρειών, που κέρδισαν πάνω από 500.000 ευρώ το
2014, με έκτατη εισφορά 12%. Την πρόταση αυτή την απέρριψαν οι δανειστές και
αντέτειναν την κάλυψη του ποσού αυτού με την αύξηση της φορολόγησης των αγροτών
από το 13% στο 26% με την προκαταβολή φόρου να ανέρχεται στο 100%. Ωραίο
ισοδύναμο! Να τα χαρίζεις στις μεγάλες εταιρείες και να τα παίρνεις από τους
φτωχούς και διαλυμένους από την κρίση ακτήμονες! (Η διαφορά αυτή εξηγεί και γιατί παρότι οι δύο προτάσεις –της ελληνικής
κυβέρνησης και των δανειστών-φαίνεται να απέχουν μόνο κατά 500 εκατομμύρια στην
πραγματικότητα απέχουν δισεκατομμύρια, γιατί οι δανειστές θέλουν να πάρουν τα
χρήματα από την κοινωνία που έχει γονατίσει και να την στρέψουν κατά της
κυβέρνησης και όχι από τους μεγαλοεπιχειρηματίες, που έχουν πλουτίσει στα
χρόνια της κρίσης).
Η άρνηση των
δανειστών θα γίνει προφανής με το παράδειγμα της περίπτωσης του ΟΤΕ. Μία από
τις επιχειρήσεις που έχει κέρδη πάνω από 500.000 χιλιάδες ευρώ ετησίως είναι ο
γνωστός σε όλους μας ΟΤΕ. Ο ΟΤΕ για όσους δεν το γνωρίζουν ανήκει από το 2008
στην DAUTSCHE TELEKOM,
την κρατική εταιρεία τηλεπικοινωνιών
της Γερμανίας (το πώς μία κερδοφόρα κρατική εταιρεία της Ελλάδας πουλήθηκε
στους Γερμανούς είναι ένα σκάνδαλο για το οποίο μπορούμε να μιλάμε ώρες και που
η κυβέρνηση του όψιμα ευαίσθητου κ. Καραμανλή θα πρέπει να απολογηθεί κάποτε
στον ελληνικό λαό). Αντιλαμβανόμαστε όλοι λοιπόν ότι η φορολόγηση του ΟΤΕ (και
άλλων τέτοιων εταιρειών) αποτελούσε και αποτελεί την κόκκινη γραμμή της κ.
Μέρκελ και των δανειστών.
Ακόμη όμως κι
αν κάποιος διατηρούσε κάποιες αμφιβολίες για την ορθότητα της απόφασης για το
δημοψήφισμα, η στάση της ευρωπαϊκής ηγεσίας μετά την προκήρυξή του από την
ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αφήνει καμία ψευδαίσθηση σε κανέναν μας για
την ορθότητα της απόφασης της ελληνικής κυβέρνησης. Ο Γιουνκέρ, ο Σόϊμπλε, ο Σουλτς,
ο Γκάμπριελ, ο Ραχόι κ.α. αποφάσισαν
μόνοι τους ποιο είναι το ερώτημα (Ναι ή Όχι στο Ευρώ) και φυσικά μας υπέδειξαν
με τον πλέον αντιδημοκρατικό και αλαζονικό τρόπο ότι πρέπει να ψηφίσουμε ναι.
Και μόνο η αδίστακτη αυτή παρέμβαση υποχρεώνει τον κάθε έλληνα πολίτη, όχι μόνο για λόγους δημοκρατίας, αλλά και
για λόγους εθνικής ύπαρξης να ψηφίσει ανεπιφύλακτα ΟΧΙ απαντώντας με τον
πλέον προφανή τρόπο στους κυρίους αυτούς ότι οι λαοί δεν εκβιάζονται όσο κι αν
οι ανάγκες είναι μεγάλες. Αν σε αυτούς προσθέσουμε όλο το ελληνικό πολιτικό
κατεστημένο το οποίο είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για την κρίση (Μητσοτάκης (!),
Σημίτης, Καραμανλής, Παπανδρέου, Σαμαράς, Βενιζέλος, Θεοδωράκης) καταλαβαίνουμε
πόσο σημαντικό είναι για έναν ελεύθερο
λαό να πει ένα ηχηρό ΟΧΙ.
Το ΟΧΙ του
ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα της Κυριακής αποτελεί τη μόνη διέξοδο για την
επίτευξη μιας συμφωνίας με τους εταίρους μας που δε θα ισοπεδώνει τον ελληνικό
λαό και τον κόσμο της εργασίας. Οι εταίροι και οι δανειστές μας θα
συνειδητοποιήσουν πολύ καλά ότι είμαστε αποφασισμένοι να υποστηρίξουμε τις
δημοκρατικές μας πολιτικές επιλογές και ότι δεν εκβιαζόμαστε. Καλό θα είναι να συνηθίσουν τις πέντε
λέξεις που δεν μπορούν να ανεχθούν γιατί θα τις έχουν μπροστά τους πολλά –πολλά
χρόνια: Αλέξης Τσίπρας, Πρωθυπουργός της Ελλάδας. (Το τελευταίο από το Γιώργο
Κιμούλη).
ΥΓ
Όταν το
355π.χ. ο Δημοσθένης προέτρεπε τους Αθηναίους να διεκδικήσουν τη Ρόδο, που την
είχαν καταλάβει οι Πέρσες, επικαλέστηκε αρχικά το γεγονός ότι οι Πέρσες με την κατάληψη
αυτή είχαν παραβιάσει την Ανταλκίδειο Ειρήνη κι επομένως αν διεκδικούσαν οι
Αθηναίοι τη Ρόδο οι Πέρσες σεβόμενοι τη συνθήκη δεν θα αντιστέκονταν και θα
τους την παρέδιδαν. Όμως σε αντίθετη περίπτωση ο Δημοσθένης επισήμανε
χαρακτηριστικά: «…όμως μπορώ με βεβαιότητα να υποστηρίξω τούτο, ότι συμφέρει
την πόλη μας να διευκρινισθεί τώρα αν
εκείνος (ο βασιλιάς των Περσών) θα εγείρει αξιώσεις για την πόλη των Ροδίων ή
όχι. Διότι, στην περίπτωση που θα
εγείρει αξιώσεις, τότε αντικείμενο της συζητήσεως μας δεν πρέπει να είναι μόνον
η τύχη των Ροδίων, αλλά και το δικό μας μέλλον και όλων των Ελλήνων». [Δημοσθένης,
Υπέρ της Ροδίων Ελευθερίας, 13, οι υπογραμμίσεις δικές μου]. Ας μιλήσουμε επιτέλους, αν οι συμφωνίες δε
γίνουν σεβαστές, για το μέλλον της Ευρώπης.
*Θοδωρής Βασιλακόπουλος, Συντονιστής της ΝΕ του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Κορινθιας
theovas9@gmail.com