Σε αδιέξοδο κατέληξαν χθες οι συζητήσεις
της κυβέρνησης με τους δανειστές, εξαιτίας των απαιτήσεων του ΔΝΤ. Το
Εurogroup μετά από μια σύντομη συνεδρίαση διέκοψε τις εργασίες του και
όλα πλέον θα κριθούν σήμερα σε μια νέα έκτακτη συνάντηση των υπουργών
Οικονομικών της ευρωζώνης.
Η Κριστίν Λαγκάρντ, με γερμανική αν όχι υποκίνηση τουλάχιστον
ανοχή, έκανε χθες τη ζωή δύσκολη στον πρωθυπουργό και στη χώρα μας
προβάλλοντας απαιτήσεις, που δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από την
κυβέρνηση.
Το ΔΝΤ και η επικεφαλής του είχαν προϊδεάσει τις τελευταίες μέρες
για τη στάση τους αφήνοντας να διαρρεύσει μια δυσφορία για τις ελληνικές
προτάσεις τις οποίες χαρακτηρίζουν υφεσιακές. Κι αυτό γιατί, όπως
τόνισαν και χθες, βασίζονται στους φόρους και σε μια νέα συρρίκνωση της
ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων (αύξηση εργοδοτικών
εισφορών, αύξηση επί των κερδών των επιχειρήσεων, επιβολή ειδικής
εισφοράς).
Σύμφωνα με κοινοτικές πηγές ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ
Γιούνκερ, ο οποίος μέχρι προχθές θεωρούσε δεδομένη την επίτευξη
συμφωνίας, επιχείρησε να μεταπείσει την κ. Λαγκάρντ. Στη διάρκεια της
ημέρας συναντήθηκε αρχικά με τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι και την
Κριστίν Λαγκάρντ, ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν στη συζήτηση πρώτα ο
πρόεδρος του Εurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ και αμέσως μετά ο
πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Η πενταμερής όπως εξελίχθηκε συνάντηση στην
οποία υπήρχαν και στενοί συνεργάτες όλων των πλευρών κράτησε πάνω από
έξι ώρες.
Στη διάρκεια αυτών των συζητήσεων δεν επιτεύχθηκε ουσιαστική
πρόοδος, κυρίως γιατί το ΔΝΤ επέμενε στην άμεση κατάργηση από την 1η
Ιουλίου όλων των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, κάτι που η κυβέρνηση εκτός
των άλλων χαρακτήρισε και ως αντισυνταγματική, παραμένοντας στην πρότασή
της για κατάργηση την 1η Ιανουαρίου 2016.
Το ΔΝΤ πρότεινε επίσης εναλλακτικά στη διατήρηση του ΕΚΑΣ την αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση στο 23%.
Μετά από αυτό το Εurogroup που ακολούθησε είχε περισσότερο
διαδικαστικό χαρακτήρα, αφού χωρίς το πράσινο φως των τεχνοκρατών οι
υπουργοί δεν μπορούν να συζητήσουν και να αποφασίσουν.
Ο κ. Ντάισελμπλουμ ανανέωσε το ραντεβού για σήμερα το μεσημέρι με
το πλεονέκτημα που μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη συμφωνίας να
εστιάζεται στην ταυτόχρονη παρουσία στις Βρυξέλλες των Ευρωπαίων ηγετών,
οι οποίοι εάν χρειαστεί θα πάρουν τη «σκυτάλη».
Χθες από το περιβάλλον του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
υποστήριζαν ότι οι υπουργοί Οικονομικών θα πρέπει να φτάσουν σε
συμφωνία. «Θα κάνουμε ό,τι πρέπει να γίνει, ώστε να φτάσουμε σε συμφωνία
μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων και δανειστών», ανέφεραν,
προσθέτοντας ότι «δεν υπάρχει άλλος χρόνος».
Στην απόλυτη ανάγκη να ληφθεί απόφαση για την Ελλάδα μέσα στην
εβδομάδα αναφέρθηκε και ο πρώτος αντιπρόεδρος της Κομισιόν Φρανς
Τίμερμανς. Μιλώντας εξ ονόματος του κ. Γιούνκερ στην ολομέλεια της
Ευρωβουλής ανέφερε: «Πρέπει να βρούμε συμφωνία αυτή τη βδομάδα, ο χρόνος
πιέζει, δεν υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω χρονικής παράτασης για
συμφωνία». Στη συνέχεια πρόσθεσε: «Εργαζόμαστε για να βοηθήσουμε τους
Ελληνες να αντιμετωπίσουν την ανεργία και την αβεβαιότητα», τόνισε, ενώ
κάλεσε την κυβέρνηση, τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ να επωμιστούν
τις ευθύνες τους και να δεσμευθούν να δώσουν στην Ελλάδα μια νέα
εκκίνηση για ανάπτυξη, η οποία θα βασίζεται στις διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις και στην αρωγή των θεσμών.
Αυτό που είχαν συνειδητοποιήσει όλοι οι εταίροι χθες το βράδυ στις
Βρυξέλλες ήταν ότι θα πρέπει άμεσα να υπάρξει συμφωνία μεταξύ των θεσμών
και της Ελλάδας. Το τόνισαν ακόμη και «σκληροί» έναντι της χώρας μας,
όπως οι υπουργοί Οικονομικών του Βελγίου και της Αυστρίας.
Ωστόσο, πολλά ερωτηματικά προκαλεί η γενικότερη στάση του Γερμανού
υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος συστηματικά τις
τελευταίες μέρες είτε αποδομεί προτάσεις της κυβέρνησης είτε με τις
δηλώσεις σε κρίσιμες στιγμές της διαπραγμάτευσης κατεβάζει τις
προσδοκίες.
Δεν είναι λίγοι στις Βρυξέλλες εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η κ.
Λαγκάρντ δεν θα τηρούσε αυτή τη σκληρή στάση χωρίς τη στήριξη ή ανοχή
του Βερολίνου. Σήμερα στις Βρυξέλλες θα βρίσκεται και η καγκελάριος
Μέρκελ η οποία τουλάχιστον σε φραστικό επίπεδο έχει διαφορετική στάση
έναντι της Ελλάδας σε σχέση με τον υπουργό της.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ / e-typos.com