Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

"Μεγάλος Συνασπισμός" στην Ελλάδα ή... εθνικό αυτογκόλ;

Agnostos-Stratiotis
Twitter@EmOikonomidis
Στην Ελλάδα της κρίσης, ακόμη καλύτερα στην Ελλάδα που οδήγησε στην κρίση, δεν συνειδητοποιήσαμε ποτέ πόσο χρηστικό εργαλείο θα μπορούσαν να είναι για τη διαμόρφωση μιας ευέλικτης και επικαιροποιούμενης εθνικής ατζέντας οι δημοσκοπήσεις. Γι’ αυτό, αντί να αναζητούμε την εθνική ευημερία στη βάση των αριθμών, εκείνοι που τελικά ευημερούν είναι οι αριθμοί. Όπως και η άγνοια που συνοδεύει την ανάγνωσή τους.
Οι αριθμοί είναι…

 εκεί έξω. Το πώς θα παρουσιαστούν ωστόσο, και ακόμη περισσότερο το πώς θα τους διαβάσει και θα τους κατανοήσει ο καθένας, διαφοροποιεί πλήρως την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και σε πλείστες περιπτώσεις, η πολιτική έφτασε να έπεται και να ακολουθεί ασθμαίνοντας τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων και τα συμπεράσματά τους, αντί να διαμορφώνει εκείνη την ατζέντα των εξελίξεων, τις οποίες θα έρχονταν στη συνέχεια οι δημοσκοπήσεις να καταγράψουν.
Αυτή η αντιστροφή στη σειρά της πρωτοβουλίας, είχε ζοφερές παρενέργειες στον ξεπεσμό του πολιτικού συστήματος, τόσο σε επίπεδο αισθητικής, κουλτούρας και χάραξης προτεραιοτήτων, όσο και επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού που (θεωρεί ότι) εκπροσωπεί στη σημερινή Βουλή της βαθιάς μελαγχολίας και των μετριοτήτων, την κοινωνία των ενεργών πολιτών.
Στο “Έθνος της Κυριακής” δημοσιεύτηκαν τα ευρήματα μιας δημοσκόπησης της “Metron Analysis”, με την ανάγνωση των αριθμών να “γεννάει” τον εκκωφαντικό τίτλο “Οι πολίτες ψηφίζουν Μεγάλο Συνασπισμό”. Διαβάζοντας μονολιθικά το εύρημα που αναφέρει ότι υπέρ ενός “συμβιβασμού” της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς τάσσεται η πλειοψηφία των πολιτών.
Φυσικά δεν είναι έτσι. Από το 1996 και την επέλαση του “εκσυγχρονισμού” στην εξουσία, αν όχι νωρίτερα, οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν σταθερά την προτίμηση του κόσμου στις “συνεργασίες”. Μόνο που, μέχρι και τις τελευταίες εκλογές, αυτή η επιθυμία δεν μεταφράστηκε και σε αντίστοιχη ψήφο “απλής αναλογικής”. Οι εκλογές του 1996, του 2000, του 2004, του 2007 και του 2009, είχαν όλες έντονο το στοιχείο της “ισχυρής εντολής” προς ένα κόμμα. Για να κυβερνήσει αυτοδύναμα, και όχι να επιδιώξει συνεργασίες.
Οι υπέρμαχοι των κυβερνήσεων συνεργασίας θα αντιτάξουν φυσικά ότι… γι’ αυτό οδηγηθήκαμε στο χείλος του γκρεμού. Φυσικά και δεν είναι έτσι. Η αδυναμία κάποιου να κυβερνήσει με έμπνευση, όραμα και αποτελεσματικότητα, δεν έχει να κάνει με το πόσο ισχυρός αισθάνεται. Ούτε θα διορθωνόταν αν… συγκατοικούσε στην εξουσία.
Επιπροσθέτως, σε καμία χώρα του κόσμου, σε καμία ιστορική εποχή, κυβερνήσεις συνεργασίας δεν ήταν… αυτό που έλεγε το όνομα τους. Ήταν κυβερνήσεις επιβολής της πλειοψηφίας της ατζέντας του ισχυρού επί του αδυνάτου κυβερνητικού εταίρου. Αυτό δεν συνιστά ζύμωση, ούτε και σύνθεση, όπως εύλογα καταλαβαίνει κανείς.
Ακόμη όμως και πρόσφατα παραδείγματα να επικαλεστούμε, θα διαπιστώσουμε ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας… δεν ήταν τέτοιες. Στη Γερμανία, τόσο στον “μικρό” όσο και στον “Μεγάλο” Συνασπισμό, το κουμάντο τα τελευταία 9 χρόνια το κάνει η Άνγκελα Μέρκελ. Επιβάλλοντας πλήρως την ατζέντα της, και κάνοντας μονάχα τις παραχωρήσεις που δεν θεωρούσε ότι της ήταν απαραίτητες.
Στη Μεγάλη Βρετανία, η κυβέρνηση Κάμερον-Κλεγκ είναι κυβέρνηση Τόρις στα θετικά της, και μονάχα όπου υπάρχουν… καθυστερήσεις στην υλοποίηση του κυβερνητικού έργου διαπιστώνει κανείς την ύπαρξη των Φιλελευθέρων του Νικ Κλεγκ.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, δηλαδή στη μοναδική υπερδύναμη του πλανήτη, δεν υπάρχει κυβέρνηση συνεργασίας. Μονάχα προσωπικότητες από διάφορους πολιτικούς χώρους, που δέχονται να μπουν στο ίδιο σχήμα, κάτω δηλαδή από την ηγετική φυσιογνωμία και την ατζέντα του εκάστοτε Προέδρου. Δηλαδή “αυτοδυναμία” και εκεί, καθώς και στα δυο Σώματα του Κογκρέσου, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία, οι αποφάσεις λαμβάνονται στη βάση του δικαίου του ισχυρού, και όχι συναινετικά, κάτι που οδηγεί συχνά σε αλληλοσυγκρουόμενες επιλογές.
Στη Γαλλία, τη χώρα με την πιο διακριτή επαναστατική κουλτούρα αλλαγών και ανατροπών στην κοινωνική βάση της, επίσης οι κυβερνήσεις είναι μονοκομματικές. Και όσες φορές υπήρξε “συγκατοίκηση” πολιτικών από διαφορετικούς χώρους στην Προεδρία και την πρωθυπουργία, μάλλον διαπιστώθηκε ανάσχεση παρά ενίσχυση της προόδου.
Ακόμη και στην Ιταλία, τη χώρα που γονιδιακά μπλέκεται στην αναζήτηση ισορροπιών και σε κυβερνήσεις συνεργασίας, υπάρχει πάντα ένας διακριτός ισχυρός, τις περισσότερες περιπτώσεις ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ενώ ακόμη και ο Ενρίκο Λέττα σήμερα έχει επιβάλλει τη δική του, προσωπική ατζέντα. Την οποία εκ των υστέρων… αποδέχτηκαν όσοι συμμετέχουν στην κυβέρνησή του.
Τα παραδείγματα είναι ηχηρά. Και δείχνουν κάτι μάλλον απλό: Η πρόσθεση και ο πολλαπλασιασμός ως μαθηματικές πράξεις της προόδου, συνοδεύονται από τη σύνθεση και τη συνεννόηση, όχι σε επίπεδο πολιτικών ισορροπιών, αλλά κοινωνικών ζυμώσεων. Οι μεγάλες αλλαγές δρομολογήθηκαν, ή θα μπορούσαν να δρομολογηθούν μονάχα σε περιπτώσεις που διαμορφώθηκαν πλατιές κοινωνικές πλειοψηφίες, κάτω από έναν ηγέτη ο οποίος ενέπνεε και παρακινούσε, αντί εκ των υστέρων να αναζητούνται συμβιβασμοί, ισορροπίες και ραδιουργίες βυζαντινισμών.
Η Ελλάδα “θα επιστρέψει” πραγματικά, όταν διαμορφωθεί και πάλι το πλαίσιο μεγάλων κοινωνικών πλειοψηφιών. Με την ουσιώδη διαφορά ότι αυτή τη φορά, οι ηγέτες και η ατζέντα τους θα πρέπει να έχουν στοχοπροσήλωση ρεαλισμού, και η διακυβέρνηση να διακρίνεται από το αυτονόητο σε άλλες χώρες follow up.
Διαφορετικά, θα εξακολουθούμε να σπαταλάμε το μέλλον του τόπου, αναζητώντας ισορροπίες και συναινέσεις ανάμεσα σε συνιστώσες και… πολιτικές μειονότητες με προσωποπαγή χαρακτηριστικά, που προκαλούν στρεβλώσεις στην ίδια τη δημοκρατική έκφραση των πολιτών. Άλλο ψηφίζεις, άλλο… σου προκύπτει.
Στην περίπτωση του “Μεγάλου Συνασπισμού” αλά ελληνικά, δηλαδή της σύμπραξης της Νέας Δημοκρατίας με τον ΣΥΡΙΖΑ… για να καταλαβαινόμαστε, είναι προφανές ότι μιλάμε για αχρείαστο συμβιβασμό ανάμεσα στην εθνική ευθύνη και την… ωδή στον λαϊκισμό. Δηλαδή, ένα μεγάλο εθνικό αυτογκόλ.
Τα έθνη δεν κυβερνώνται από πλειοψηφίες που εκ των υστέρων διαμορφώνονται στα Κοινοβούλιά τους, αλλά από πλειοψηφίες που γεννάει η ίδια η κοινωνία. Και επιβάλλει στην πολιτική να τις ακούσει.

υστερογραφα