Τι άλλο όμως, υπάρχει πίσω από αυτή την εκδοχή; Ιδού ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες.
Το Σάββατο 23 Νοεμβρίου του 1963 οι σοβιετικές εφημερίδες κυκλοφόρησαν όπως συνήθως με χτυπητούς τίτλους: «Άθλος από τους βαμβακοπαραγωγούς του Ουζμπεκιστάν», «Έτοιμοι από τώρα για την Ανοιξη». Επίσης, ενημέρωναν για την παρουσία του προέδρου του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, Λεονίντ Μπρέζνιεφ, στο Ιράν. Η είδηση για τη δολοφονία του προέδρου Κένεντι είχε τοποθετηθεί στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας και δεν ξεχώριζε καθόλου από τη σειρά των άλλων διεθνών ειδήσεων.
Ωστόσο, ήταν γεγονός ότι οι σοβιετικές εφημερίδες έδιναν πάντα προτεραιότητα στις ειδήσεις από τη χώρα αντί των διεθνών, επομένως αυτό δεν προκαλούσε έκπληξη σε κανέναν. Ο σοβιετικός αναγνώστης, συνηθισμένος να ερμηνεύει το νόημα των πολιτικών γεγονότων από διάφορες έμμεσες ενδείξεις, όπως η θέση που καταλάμβαναν οι ηγέτες στο μαυσωλείο στη διάρκεια των παρελάσεων του Μαΐου και του Νοεμβρίου, ακόμη και με μια βιαστική ματιά στον τρόπο που ήταν τα οργανωμένα πρωτοσέλιδα της 23ης Νοεμβρίου, μπορούσε να καταλάβει ότι στην πραγματικότητα η είδηση από τις ΗΠΑ ανησυχούσε τη σοβιετική ηγεσία σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό.
Κατι πολύ σοβαρό συνέβη
Κάτω από την εικόνα του Κένεντι ήταν δημοσιευμένο το περιεχόμενο από τα συλλυπητήρια τηλεγραφήματα όλων των ανώτερων αξιωματούχων της χώρας, ακόμη και από τη Νίνα Χρουσιόβα, σύζυγο του Α΄ γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ της ΕΣΣΔ, με αποδέκτη τη Ζακλίν Κένεντι. Λίγες μέρες αργότερα η Σοβιετική Ένωση ήταν η μοναδική από τις σοσιαλιστικές χώρες που έστειλε στην κηδεία στην Ουάσιγκτον εκπρόσωπό της, τον Αναστάς Μικογιάν, ο οποίος ήταν από τα πλησιέστερα πρόσωπα εμπιστοσύνης του Χρουσιόφ. Δημοσιεύματα που αφορούσαν την προσωπικότητα του δολοφονημένου προέδρου, και στα οποία αναλύονταν οι συνθήκες του θανάτου του, εμφανίζονταν στα φύλλα των εφημερίδων ως την Ανοιξη του επόμενου έτους, και ορισμένες φορές ήταν πολυσέλιδα.

Πως γλυτώσαμε τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Να σημειωθεί ότι, πριν ακόμη από το τραγικό γεγονός στο Ντάλας, επί μερικούς μήνες το 1963, η εικόνα του Τζον Κένεντι στον σοβιετικό Τύπο είχε αποκτήσει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από ότι των άλλων επικεφαλής αμερικανών προέδρων την περίοδο του Ψυχρού πολέμου. Η κριτική προς τον Κένεντι ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, ενώ οι πολιτικές πρωτοβουλίες του αντιμετωπίζονταν συχνά με μια επιφυλακτική, αλλά ταυτόχρονα προφανή έγκριση.
Συνήθως, οι σοβιετικοί συντάκτες που εξέφραζαν την πολιτική γραμμή της κυβέρνησης ανέφεραν δυο περιστατικά. Την ομιλία του Κένεντι στις 10 Ιουνίου του 1963, στην οποία αυτός έκανε έκκληση για ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών χωρών, και την απόφαση της κυβέρνησής του να ακυρώσει μια σειρά από πυρηνικές δοκιμές τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Στα δημοσιεύματα των εφημερίδων τονιζόταν διαρκώς το γεγονός της σκληρής αντιπαράθεσης μεταξύ του Κένεντι και της ομάδας του, με τις συντηρητικές δυνάμεις, τους ρατσιστές από τις νότιες Πολιτείες, τους φανατικούς πολέμιους του κομμουνισμού, σημαντικότερος εκπρόσωπος των οποίων, όταν έφτασε το φθινόπωρο του 1963, ήταν ο μελλοντικός υποψήφιος για την προεδρία από το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, Μπάρι Γκολντγουότερ.
Η μαζική εκστρατεία στον Τύπο, με ισχυρό το στοιχείο της ειλικρινούς συμπόνιας για τον νέο και προοδευτικό πρόεδρο που έπεσε θύμα ενός δολοφόνου, είχε μεγάλο αντίκτυπο, τα ίχνη του οποίου μπορεί να ανακαλύψει κανείς και στη σημερινή Ρωσία. Πολλοί άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας ξεχωρίζουν τον Κένεντι ανάμεσα σε πολλούς άλλους αμερικανούς προέδρους, θυμούνται πολύ σημαντικά γεγονότα που συνδέονται με το όνομά του και αναφέρουν με προθυμία τη δική τους εκδοχή για τη διαλεύκανση του μυστηρίου της δολοφονίας του.
Το πολιτικό παρασκήνιο
Τι συνέβη λοιπόν, γιατί ο πρόεδρος που στην πραγματικότητα φιλονικούσε και συγκρουόταν συχνότερα με τη Μόσχα (ας θυμηθούμε, μεταξύ άλλων, την αποτυχημένη διάσκεψη κορυφής της Βιέννης, τις κρίσεις του Βερολίνου και της Κούβας), μετατράπηκε ξαφνικά σχεδόν σε εικόνισμα και άρχισε να αντιπροσωπεύει τις δυνάμεις του καλού και της προόδου για τους ένοικους του Κρεμλίνου;
Κατά πάσα πιθανότητα, η αλήθεια είναι διαφορετική, και η «άγια εικόνα» του Κένεντι ήταν απλά κατασκευασμένη από τη σοβιετική προπαγάνδα, καθώς βοηθούσε να επιλυθεί ένα σημαντικότατο για τη σοβιετική ηγεσία -και προσωπικά για τον Νικίτα Χρουσιόφ- ζήτημα. Κρίνοντας από τα απομνημονεύματά του, τον Χρουσιόφ ως το τέλος της ζωής του, τον απασχολούσε η διεθνής άποψη για τα αποτελέσματα της κρίσης της Κούβας. Οι κατηγορίες για δειλία και ντροπιαστική παραίτηση από την τοποθέτηση των πυραύλων στην Κούβα υπό την πίεση των ΗΠΑ, μπορούσαν να καταρριφθούν μόνο αν αποδεικνυόταν ότι στην πραγματικότητα η πολιτική της ΕΣΣΔ απέδωσε καρπούς και είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθεί σε μεγάλο βαθμό η απειλή της πιθανής αμερικανικής επίθεσης στην Κούβα.
Εφόσον η μείωση αυτής της απειλής σχετιζόταν μόνο με τις προσωπικές εγγυήσεις του Κένεντι, οι οποίες ελήφθησαν από τη Μόσχα ως αντάλλαγμα για την απόσυρση των πυραύλων, ήταν αναγκαίο να γίνει καθετί το δυνατό ώστε να μεταβληθεί η εικόνα του αμερικανού προέδρου από πανούργου και αδίστακτου υπολογιστή (όπως παρουσιαζόταν στις σελίδες των σοβιετικών εφημερίδων το 1961-1962) σε προοδευτικό αγωνιστή για την ειρήνη και τα δικαιώματα των μαύρων, σε ένα πρόσωπο με το οποίο μπορούσε να υπάρξει συνεργασία και τα λεγόμενα του οποίου θα μπορούσε κανείς αναμφισβήτητα να εμπιστευτεί.
Μεγάλο πλήγμα για τη Μόσχα, η δολοφονία
Η δολοφονία του Κένεντι αποτέλεσε ένα τρομερό πλήγμα στα σχέδια της σοβιετικής ηγεσίας, το οποίο κατέστρεψε μια τόσο καλοστημένη εικόνα των σχέσεων ΕΣΣΔ και Αμερικής. Πριν συμπληρωθεί ένας χρόνος, από τον Χρουσιόφ αφαιρέθηκαν όλες οι εξουσίες και συνταξιοδοτήθηκε. Ο τυχοδιωκτισμός με τους πυραύλους στην Κούβα αναφερόταν μυστικά ως ένας από τους ουσιαστικότερους λόγους.

Τρεις σφαίρες για τον Κένεντι
Η προπαγανδιστική μηχανή όμως είχε πάρει ήδη μπροστά. Ίσως πουθενά στον κόσμο τα γεγονότα στο Ντάλας δεν ερμηνεύονταν τόσο απλά και μονοσήμαντα, όπως στην ΕΣΣΔ. Από τις 23 Νοεμβρίου κιόλας, οι ανταποκριτές από τον τόπο του συμβάντος κατηγορούσαν για όλα τους ακραίους συντηρητικούς. Αυτό ταίριαζε αρμονικά με τα όσα έγραφαν στη διάρκεια των τελευταίων μηνών και επέτρεπε να αποσπαστεί η προσοχή από το ύποπτο παρελθόν του κατηγορούμενου Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ, ο οποίος είχε ζήσει ένα διάστημα στην ΕΣΣΔ. Στη συνέχεια, η εκδοχή αυτή καθιερώθηκε ως η μοναδική και αδιαμφισβήτητη. Στη θεμελιώδη -ακαδημαϊκή τεσσάρων τόμων- ιστορία των ΗΠΑ, η οποία εκδόθηκε στη Μόσχα το 1987, οι συγγραφείς στη σχετική -πολύ σύντομη- ενότητα, περιορίστηκαν στη φράση:
«Ήταν προφανές ότι ο Κένεντι έπεσε θύμα της υστερίας και μισαλλοδοξίας που καλλιέργησαν οι συντηρητικοί κύκλοι». Σαν να μην υπήρξαν ποτέ οι πολυάριθμες έρευνες, τα εκατοντάδες βιβλία και άρθρα που δημοσίευσαν οι αμερικανοί συντάκτες! Οι σοβιετικοί ιστορικοί όμως γνώριζαν, ότι είναι καλύτερο να μην αμφισβητείς την επίσημη άποψη.
Στη Σοβιετική Ένωση, όπως και στις ΗΠΑ, οι άρχουσες ελίτ προσπαθούσαν να εμφυσήσουν στη συνείδηση του κόσμου τις πιο βολικές και συμφέρουσες από προπαγανδιστική άποψη εκδοχές της δολοφονίας. Τόσο τα συμπεράσματα της αμερικανικής επιτροπής Γουόρεν περί μοναχικού δολοφόνου, όσο και η σοβιετική θεωρία για «συνομωσία των συντηρητικών», είχαν στόχο να μακιγιάρουν άλλες, πολύ λιγότερο προτιμητέες για την κάθε πλευρά εξηγήσεις. Όπως για παράδειγμα αυτές που ανέφεραν ότι στη δολοφονία εμπλέκονταν η CIA και η KGB.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι Αμερικάνοι ως επί το πλείστον δεν δέχτηκαν την επίσημη άποψη, ενώ οι πολίτες της ΕΣΣΔ, αν και αντιμετώπισαν με αρκετή δυσπιστία πολλά από όσα αναφέρονταν στις ρωσικές εφημερίδες, την δέχτηκαν. Πιθανόν, αυτό να οφειλόταν στο κύρος που διέθεταν πολλοί από τους δημοσιογράφους διεθνών θεμάτων που έγραφαν για το συγκεκριμένο θέμα, και οι οποίοι θεωρούνταν προνομιούχα κάστα μεταξύ των συναδέλφων τους. Η υπερβολικά διαδεδομένη εκδοχή της «συντηρητικής συνωμοσίας» που πέρασε από γενιά σε γενιά, καθιστά έως και σήμερα τη Ρωσία μια από τις χώρες, οι πολίτες της οποίας έχουν τις λιγότερες αμφιβολίες σχετικά με το ποιος δολοφόνησε τον πρόεδρο Κένεντι.
onalert.gr