Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Ο Τρελός του χωριού τάχε.......... 400

Γράφει ο Γιώργος Αγαλιώτης
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ενα μικρό χωριό που το έλεγαν 'Λιοχώρι'.Το χωριουδάκι αυτό βρισκόταν σε μια από τις καλύτερες τοποθεσίες στο κόσμο, συνδύαζε θάλασσα με βουνό, ήταν πάντα ηλιόλουστο και είχε το καλύτερο κλίμα στο κόσμο. Λιγοστοί οι κάτοικοί του μα ξακουστοί και σεβαστοί στα πέρατα της οικουμένης, μιας και θεωρούνταν απόγονοι των ξακουστών προγόνων τους, που χιλιάδες χρόνια πριν είχαν μεταδώσει τα φώτα του πολιτισμού στα άλλα χωριά.

Όμως τα τελευταία χρόνια το χωριό είχε πέσει σε παρακμή. Εκεί που όλοι το ζήλευαν και το είχαν ως πρότυπο ξαφνικά έμοιαζε σαν όλα να πήγαιναν στραβά και να μη λειτουργούσε τίποτα. Μαζεύτηκαν λοιπόν οι ''σοφοί'' του χωριού για να βρούν τι φταίει. Μετά απο μεγάλη συζήτηση και ανάλυση της κατάστασης έφτασαν στο συμπέρασμα πως το πρόβλημα είχε ξεκινήσει 30 χρόνια πριν και ήταν πολιτικό δηλαδή οι επιλογές και αποφάσεις αυτών που κυβέρνησαν το χωριό ήταν λαθεμένες. Η ρίζα του προβλήματος κατά την άποψή τους ήταν οι δύο ''οικογένειες''(φατρίες) που για πάρα πολλά χρόνια κυβερνούσαν το χωριό.
Οι οικογένειες αυτές που για τόσα πολλά χρόνια κυβερνούσαν υπόσχονταν και έκαναν όλα τα χατήρια στους χωριανούς, με μόνο αντάλλαγμα να τους ψηφίζουν συνέχεια για να κυβερνούν. Η κατάσταση ειδικά τελευταία είχε γίνει τόσο άσχημη που όλη η παραγωγή του χωριού δεν έφτανε για να πληρώνονται οι παροχές που χρόνια μοίραζαν οι φατρίες στους χωριανούς ψηφοφόρους τους. Και σα να μην έφτανε αυτό οι δύο ‘’φατρίες’’ είχαν πάρει και ένα σωρό δανεικά βάζοντας εγγύηση το ίδιο το χωριό και όχι τις περιουσίες που είχαν οι φαμίλιες τους από τα γύρω χωριά, δανεικά που τώρα έπρεπε να τα γυρίσουν πίσω με τόκο.
Το χωριουδάκι όμως δεν ήταν και τόσο πλούσιο. Όσο υπήρχαν τα δανεικά όλα καλά, όλοι περνούσαν ζωή και κότα με τα ξένα λεφτά . Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Η παραγωγή του χωριού μικρή. Τα βασικά παρήγαγαν οι χωριανοί ,ψωμί, λάδι, γάλα, βαμβάκι και τα παράγωγά τους και αυτά όχι σε μεγάλες ποσότητες για να είναι το χωριό αυτάρκες.

Τα μεγαλύτερα έσοδα του χωριού έρχονταν από τους τουρίστες. Ασκέρια τουριστών από τα άλλα χωριά επισκέπτονταν κάθε καλοκαίρι το ‘’Λιοχώρι’’ μόνο και μόνο για να χαρούν τον ήλιο και τις υπέροχες παραλίες του. Αυτοί λοιπόν πλήρωναν αδρά για στέγη, φαγητό και διασκέδαση. Όμως τώρα τελευταία μόλις άκουσαν πως το χωριό είχε οικονομικό πρόβλημα και πως γίνονταν φασαρίες όλο και λιγότεροι επισκέπτονταν το χωριό. Έτσι και τα έσοδα αυτά ήταν πεσμένα.
Έτσι λοιπόν με λίγα και με πολλά μέρα με την ημέρα βαθιά διχόνοια χώρισε τους χωριανούς. Οι μεν της μιας φατρίας κατηγορούσαν τους δε της άλλης φατρίας πως αυτοί τα έφαγαν ή μοίρασαν τα δανεικά στους «δικούς» τους χωριανούς .Κανείς δεν αναλάμβανε την ευθύνη να επί τα πράγματα με το όνομά τους και μετά από λίγο καιρό οι δύο φατρίες ενώθηκαν και αποφάσισαν με το κοινό τους γκουβέρνο πως διέξοδος στο πρόβλημα ήταν να επιβάλουν νέους φόρους στους χωριανούς και με τα λεφτά αυτά να αρχίσουν να αποπληρώνουν σιγά -σιγά τα δανεικά. Έλα όμως πως τα λεφτά που μάζευε το χωριό δεν έφταναν ούτε καν να πληρώνουν και όσους είχαν βολέψει τόσα χρόνια σε μια θεσούλα!
Τότε οι φατρίες αποφάσισαν να καλέσουν τους δανειστές και να τους ζητήσουν να προτείνουν τρόπους να βγεί το χωριό από το οικονομικό αδιέξοδο. Οι δανειστές κατέφθασαν μετά από λίγο και μετά από πολλές συζητήσεις κατέληξαν πως θα έδιναν στις φατρίες ένα σχέδιο που θα έπρεπε στο εξής να ακολουθούν. Το σχέδιο αυτό είχε μέσα όλες τις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν στο χωριό (κατά την άποψη των δανειστών) ούτως ώστε το χωριό κάποια στιγμή μετά από 10 περίπου χρόνια να μπορέσει να γυρίσει πίσω όλα τα δανεικά. Το σχέδιο αυτό έπρεπε να το υπογράψουν όλοι οι αρχηγοί των φατριών στο όνομα του ‘’χωριού’’. Σε αντάλλαγμα οι δανειστές θα αφαιρούσαν από το συνολικό χρέος ένα σεβαστό ποσό για να ελαφρύνουν το χωριό που πλέον ούτε τους τόκους κάθε χρόνου δε μπορούσε να πληρώνει.
Οι φατρίες υπέγραψαν , οι χωριανοί πείστηκαν πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να συνεχίσουν να απολαμβάνουν ή τουλάχιστον να συνεχίσουν να περνάνε καλά και έτσι άρχισε ένα αλισβερίσι κάθε λίγο και λιγάκι. Οι δανειστές έστελναν κάθε τρείς μήνες απεσταλμένους να ελέγχουν αν τηρούνται τα υπογραμμένα. Αυτοί έβλεπαν αν οι φατρίες έκαναν ότι είχαν υπογράψει και εφόσον ήταν όντως έτσι τους έδιναν κάποια ποσά για να ζήσει το χωριό. Με το αλισβερίσι αυτό πέρασαν 4 χρόνια όταν ξαφνικά μια μέρα οι απεσταλμένοι ανακάλυψαν πως οι φατρίες τους κορόιδευαν. Μα πως το έκαναν αυτό;
Απλά ψήφιζαν ότι απαιτούσε το χαρτί αλλά ποτέ δε το εφάρμοζαν. Καμώνονταν δήθεν πως μείωναν τα έξοδα του χωριού στα χαρτιά αλλά η αλήθεια ήταν πως η σπατάλη πήγαινε σύννεφο. Έλεγαν στους απεσταλμένους πως είχαν σταματήσει τα χατίρια στους συγχωριανούς αλλά έκαμαν το αντίθετο όταν κάποιοι από τους «δικούς» τους γκρίνιαζαν .
Και από την άλλη; Οι χωριανοί που δεν ήταν βολεμένοι και δε πήγαν ποτέ στις φατρίες για «χατίρι» στέναζαν οικονομικά. Άνεργοι οι περισσότεροι ,να χρωστούν το σπίτι τους άλλοι, όσοι δε είχαν δικιά τους δουλειά ,οι φατρίες τους είχαν ταράξει στα χαράτσια.
Έτσι έφτασε κάποια στιγμή που υπήρχαν μόνο οι βολεμένοι( που και αυτοί βέβαια έπαιρναν λιγότερα αλλά μπορούσαν να ζήσουν) και όλοι οι υπόλοιποι που δε μπορούσαν οι περισσότεροι να ζήσουν είτε γιατί δεν είχαν δουλειά είτε γιατί τα είχαν δώσει όλα στα χαράτσια και τώρα δεν είχαν να δώσουν τίποτε.
Το ένα αδιέξοδο είχε οδηγήσει στο άλλο .Οι απεσταλμένοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά και έφυγαν για τα χωρία τους να πάρουν οδηγίες τι να πράξουν.
Οι φατρίες είχαν χάσει τελείως τον έλεγχο. Οι βολεμένοι γκρίνιαζαν και τους απειλούσαν γιατί με τις περικοπές δε περνούσαν πλέον καλά. Οι υπόλοιποι μη έχοντας πλέον τίποτε να χάσουν αφού δε μπορούσαν να ζήσουν αλλά ούτε και να πληρώσουν άλλα ξεσηκώθηκαν και απειλούσαν Θεούς και δαίμονες. Η κατάσταση είχε ξεφύγει εκτός ελέγχου και έτσι οι φατρίες αναγκάστηκαν να προκηρύξουν εκλογές στο χωριό μήπως και έτσι γλυτώσουν και φορτώσουν στους επόμενους τα προβλήματα που δημιούργησαν και δε μπόρεσαν ή δε θέλησαν να λύσουν.
Οι εκλογές τούτες ήταν διαφορετικές από τις άλλες. Οι αρχηγοί από τις παλιές φατρίες είχαν τους βολεμένους οπαδούς-χωριανούς, μα τούτη τη φορά οι περισσότεροι είχαν χολωθεί από τις περικοπές. Δυο νέες φατρίες επίσης καλούσαν τους χωριανούς να τις ψηφίσουν και πως όλα θα τα έκαναν όπως ήταν πρώτα μα σε ερώτηση του «τρελού» του χωριού που θα έβρισκαν τα λεφτά να πληρώνουν τον κόσμο και τα δανεικά μαζί δεν απαντούσαν. Και υπήρχε κι ο τρελός του χωριού, ένας άνθρωπος που χρόνια τώρα τριγυρνούσε στο χωριό κάνοντας όποια εργασία υπήρχε για να ζήσει, που χρόνια τώρα φώναζε στους χωριανούς πως τα πράγματα δε τα κάμουν καλά και πως όλα τα βολέματα και τη ψεύτικη καλοπέραση με τα δανεικά κάποια στιγμή θα τα πλήρωναν. Έτσι από τις φωνές του αλλά και από την αποδοκιμασία που εξέφραζε ανοιχτά-δημόσια, για όλα αυτά που έβλεπε να κάνουν οι χωριανοί με τις φατρίες τους, του έβγαλαν το παρατσούκλι «τρελός». Έτσι τώρα στη κρίσιμη ώρα βλέποντας οι χωριανοί πως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από πουθενά και παραδεχόμενοι πως ο «τρελός» είχε δίκιο τόσα χρόνια που του τάλεγε αποφάσισαν να τον εκλέξουν Πρόεδρο του χωριού μπας και καταφέρει κάτι.
Πανηγυρικά λοιπόν εκλέγεται Πρόεδρος ο «τρελός» και από τη πρώτη μέρα κιόλας καλεί τους σοφούς του χωριού και τους λέει. ‘Εμένα δε με ενδιαφέρουν τα αξιώματα αλλά και σοφός δεν είμαι. Γνωρίζω τα περισσότερα από τα προβλήματα μιας και έχω κάνει χίλιες δυο δουλειές στο χωριό σε όλους τους τομείς. Όμως μέχρις εγώ να λάβω τα πρώτα μέτρα για να αντιμετωπίσω τα στραβά, θέλω από σας να μου ετοιμάσετε το συντομότερο ένα συνολικό σχέδιο για το τι πρέπει να γίνει. Όσα μέτρα προβλέπει το «κοντράτο» με τους δανειστές και είναι δίκαια και σωστά να τα κρατήστε, για τα υπόλοιπα να μου ετοιμάσετε εσείς που ξέρετε το χωριό τι πρέπει να κάνουμε άσχετα με το τι λέει το «κοντράτο». Ότι πρέπει να γίνει θα το κάμω και ας μη με ξαναψηφίσουνε για Πρόεδρο οι χωριανοί. Μπορώ να ζήσω κι έτσι μιας και τα χέρια μου πιάνουν.’
Μέχρις λοιπόν οι σοφοί να ετοιμάσουνε το σχέδιο ο «τρελός» άρχισε να εφαρμόζει τα πρώτα μέτρα για να βάλει τα πράγματα στο σωστό δρόμο.
Έκανε ένα κατάλογο και ξεκίνησε από τα απλά. Από αυτά που τόσα χρόνια έβλεπε πως ήταν στραβά και άδικα. 

1.Κανείς δε θα πληρώνεται αν δεν εργάζεται εκτός από αυτούς που έχουν πρόβλημα υγείας και δε μπορούν να συντηρηθούν μόνοι τους.
2.Όλοι όσοι εργάζονται θα έχουν ωράριο εργασίας που θα το τηρούν. Αν δε το τηρούν θα μειώνεται η αμοιβή τους.
3. Όλοι όσοι ήσαν παρατρεχάμενοι των ‘φατριών’ και πληρώνονται από τα χαράτσια των υπολοίπων χωρίς να προσφέρουν φεύγουν.
4. Οι αμοιβές των παρατρεχάμενων εξισώνονται αυτόματα με τις αμοιβές αυτών που εργάζονται σε δουλειές έξω εκτός αν όντως προσφέρουν παραπάνω.
5. Όσοι παίρνουν παροχή(σύνταξη) ενώ μπορούν ακόμη να προσφέρουν και είναι νέοι δε θα παίρνουν τη παροχή αν δε συμπληρώσουν τα 65 χρόνια όπως και οι υπόλοιποι. Εξαιρούνται αυτοί που δε μπορούν να συντηρηθούν μόνοι τους.
6.Τα χαράτσια καταργούνται όλα εκτός από δύο .α)Το φόρο στο εισόδημα β) Το φόρο στη κατανάλωση για να έχουμε λεφτά για να έχουμε λεφτά για υγεία, άμυνα ,δρόμους κλπ αλλά και για αυτούς που δεν έχουν δουλειά ή δε μπορούν να εργαστούν.
7. Όποιος θέλει να έχει παροχή (σύνταξη) όταν γεράσει διαλέγει. Είτε θα πληρώσει ένα ποσό σε ένα ενιαίο ταμείο το οποίο θα διαχειρίζονται οι σοφοί και βάσει των χρημάτων που πληρώνει θα είναι οι απολαβές του είτε ας επιλέξει όποιον άλλο τρόπο να μαζεύει χρήματα για τη στιγμή που θα σταματήσει να εργάζεται και δε θα έχει πια εισόδημα.
8. Για όποιες άλλες παροχές του χωριού είναι απαραίτητες (νερό, ηλεκτρικό, συγκοινωνίες κλπ) θα πληρώνουν μόνον όσοι τις χρησιμοποιούν.
9. Ο καθένας θα μπορεί να ανοίγει το μαγαζί του και να κάνει όποιο επάγγελμα επιθυμεί φτάνει να δέχεται έλεγχο στα βιβλία του και να αποδίδει τους παραπάνω δύο φόρους. Για όσα επαγγέλματα απαιτούνται γνώσεις πιστοποιημένες ή θα έχει το πτυχίο ή θα προσλαμβάνει κάποιον που έχει τέτοιο πτυχίο.
10. Όσοι είναι άνεργοι και θέλουν να ανοίξουν μαγαζί με δικά τους χρήματα για τα πρώτα τρία χρόνια δε θα υπάρχει φορολογία.
11. Όσοι κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους, ενώ δεν έχουν άλλη περιουσία ή εισόδημα τους δίνεται τρία χρόνια άτοκη περίοδος χάριτος έως ότου βρούν δουλειά για να αρχίσουν να ξεχρεώνουν.
12. Όσοι από τα γύρω ή άλλα μακρινά χωριά φέρουν χρήματα στο χωριό να ανοίξουν μαγαζιά ή να κάνουν επιχειρήσεις για τα πρώτα δέκα χρόνια θα μπορούν να παίρνουν πίσω στα χωριά τους τουλάχιστον τα μισά από τα κέρδη τους και για τα τρία πρώτα χρόνια θα έχουν έκπτωση από το φόρο αν χρησιμοποιούν εργαζόμενους από το χωριό. Τα ίσια θα ισχύουν και για όσους από τους χωριανούς θέλουν να μεγαλώσουν τα μαγαζιά τους ή να κάμουν νέα.
13. Όσοι έχουν μαγαζιά με εργαζόμενους χωριανούς θα κρατούν κάθε μήνα ποσό όχι μεγαλύτερο από το 25% της συνολικής αμοιβής αυτών και θα το δίνουν στο ενιαίο ασφαλιστικό ταμείο για τη περίθαλψη και τη σύνταξή τους κάθε μήνα.
14. Θα γίνει άμεση και γενική καταμέτρηση όσων χωριανών εργάζονται σε υπηρεσίες κοινωφελείς, όσων παίρνουν παροχές κλπ. Όταν ολοκληρωθεί το σχέδιο των σοφών και γνωρίζουμε πόσους πραγματικά χρειαζόμαστε τότε θα περάσουν όλοι από το συμβούλιο. Όσοι πρέπει να παραμείνουν θα παραμείνουν, όσοι πρέπει να φύγουν θα φύγουν. Για όσους φύγουν το χωριό από τους φόρους θα τους δώσει μισθούς ενός έτους προκειμένου να μπορέσουν να βρούν νέα εργασία.
15. Κομπιούτερ θα μπούν σε όλες τις υπηρεσίες του χωριού .Ο κάθε χωριανός θα πάρει μόνο ένα νούμερο και με αυτό θα μπορεί να τυπώνει αμέσως όποιο χαρτί του χρειάζεται για να κάνει τη δουλειά του χωρίς να πηγαίνει στις υπηρεσίες και να χάνει χρόνο και χρήμα.
16. Όποιος χωριανός δουλεύει σε υπηρεσία του χωριού και πιαστεί να κλέβει ή να παίρνει δωράκια για να εξυπηρετήσει ή να κάνει κάτι παράνομο θα χάνει αμέσως τη δουλειά του και θα δημεύεται η περιουσία του μέχρι του ποσού που έκλεψε.
17. Μόλις η επιτροπή των σοφών αποφασίσει ποια είναι τα ακριβή ποσοστά των φόρων που πρέπει να πληρώνουν οι χωριανοί βάσει των νέων μικρότερων και πιο ευέλικτων υπηρεσιών του χωριού θα γίνει άμεση μείωση από αυτά που ισχύουν σήμερα. Στο εξής όμως όποιος είτε εργαζόμενος είτε μαγαζάτορας πιαστεί μετά από έλεγχο να μη πληρώνει αυτά που του αναλογούν θα του ζητείται άμεσα το επιπλέον ποσό και να δε πληρώσει θα κατάσχεται η περιουσία του μέχρι του ποσού που οφείλει. Ειδικά για τους μαγαζάτορες, για όσους πιαστούν δεύτερη φορά θα τους αφαιρείται η άδεια του καταστήματος αμέσως.
18. Όσοι δουλεύουν για την άμυνα του χωριού ή την ασφάλειά του θα διατηρήσουν κάποιες παροχές επιπλέον όπως οι σοφοί θα αποφασίσουν αλλά όταν τελειώνουν την ενεργή υπηρεσία τους δε θα συνταξιοδοτούνται αλλά θα παραμένουν στα σώματα και θα προσφέρουν σε θέσεις μη μάχιμες που υπάρχουν και θα πληρώνονται για αυτό κανονικά. Όταν κι αυτοί φτάσουν τα 65 έτη τότε θα συνταξιοδοτούνται.
19. Όσοι Προεστοί εκλέγονται στο εξής θα λαμβάνουν μισθό όχι παραπάνω από το διπλάσιο από το μέσο όρο αυτών που υπηρετούν στις υπηρεσίες του χωριού. Σύνταξη θα λαμβάνουν από το ταμείο όπως και οι υπόλοιποι στα 65 τους σύμφωνα με τις εισφορές τους.
Η λίστα μεγάλη. Όμως η κατάσταση δε πήγαινε άλλο. Ήταν ανάγκη να μπεί σειρά κι αυτό το γνώριζαν όλοι ακόμη και οι βολεμένοι.

Πολύς καιρός δε πέρασε. Το σχέδιο των σοφών ήταν έτοιμο και ήδη μπήκε σε εφαρμογή μετά από λίγους μήνες. Ο «τρελός» ακλόνητος ,δεν έκανε πίσω με τίποτα. Μέσα σε ένα χρόνο όλα λειτουργούσαν καλύτερα, ξένοι ήλθαν και άνοιγαν μαγαζιά στο χωριό, οι ντόπιοι μάθαιναν κι αυτοί να κάνουν παραγωγικές δουλειές που έφερναν κέρδος για όλους και για αυτούς και για το χωριό από τους φόρους. Όσοι βολεμένοι έμειναν στις υπηρεσίες πλέον εργάζονταν πραγματικά και οι περισσότεροι ήθελαν να δοκιμάσουν κι αυτοί να ανοίξουν μαγαζί. Έβλεπαν τους άλλους που προόδευαν και ήθελαν κι αυτοί το κάτι «παραπάνω». Όμως το «παραπάνω» είχε κόπο και ρίσκο και το γνώριζαν όλοι πλέον.
Προκοπή με ξένα λεφτά δε γίνεται έλεγαν πλέον άπαντες.
Όσο για τους δανειστές; Έτριβαν τα μάτια τους με τη μεταμόρφωση. Όχι μόνο αναγκάστηκαν να κόψουν από τα πανωτόκια που τόσα χρόνια έβαζαν πάνω στα δανεικά αλλά πλέον ήθελαν να δώσουν κι άλλα δανεικά χαμηλότοκα τούτη τη φορά αλλά το ‘Λιοχώρι’ δανειζόταν μόνον όσα έκρινε αυτό πως χρειαζόταν, κι αυτά για να γίνουν περισσότερες δουλειές όχι για να τα μοιράζει στους χωριανούς. Η φτώχια , οι γκρίνιες και οι διχόνοιες ήταν πλέον παρελθόν. Και μακάριζαν το «τρελό» και τον εξέλεξαν ξανά και ξανά.
Κι έλεγαν και ξανάλεγαν: «Τρελό» τον φωνάζαμε όμως τελικά ο «τρελός» τάχε……… 400.