Η φυσική ροή της Ιστορίας, δείχνει ότι κανείς δεν έγινε μεγάλος, μονάχα καλώντας σε μονομαχία… τον εαυτό του. Αντιμετωπίζοντας δηλαδή το προσωπικό και μόνο πεπρωμένο, με όρους ιστορικής συνέπειας και υπέρβασης των παθογενειών που ενδεχομένως προσπαθούσαν να τον αποπροσανατολίσουν. Να τον εκτρέψουν από την πορεία του.
Η μονομαχία αυτή είναι χρήσιμη, απαραίτητη και αναγκαία. Πρέπει ωστόσο να συμπληρώνεται και από μια συνιστώσα σύγκρισης. Να υπάρχει δηλαδή και ένα αντίπαλο δέος, ένας άσπονδος φίλος ή… γείτονας, με τον οποίο να ανταγωνίζεσαι σε αυτή την ιστορική κούρσα ταχύτητας.
Για το δικό μας γένος, αυτός ο γείτονας είναι η Τουρκία. Που παρά τις κατά καιρούς μετριοπαθείς προσεγγίσεις, ή προσπάθειες να οικοδομηθούν νοητές γέφυρες ανάμεσα στις δυο πλευρές του Αιγαίου, ο ψυχισμός των δυο λαών διατηρεί άσβεστη την… καχυποψία.
Στις μέρες μας, σε αντίθεση με την εικόνα μιας χώρας σε διαρκή, βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση, που εκπέμπει η Ελλάδα, η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, η Τουρκία των… νεο-Οθωμανών, στα πρότυπα των… νεο-Τούρκων του Μουσταφά Κεμάλ, δρέπει δάφνες κυοφορούσας υπερδύναμης. Τουλάχιστον… στα λόγια.
Η Τουρκία του Ερντογάν και του Γκιούλ, του Νταβούτογλου, του Μπαμπατζάν και του Μπαγίς, είναι μια χώρα που προσπαθεί να βρίσκεται πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη, παρά στην Άγκυρα. Να αφήσει πίσω της νοοτροπίες και συμπεριφορές που παραπέμπουν σε τριτοκοσμικές κοινωνίες, και να εναγκαλιστεί την αύρα πολιτισμού και κουλτούρας της Ευρώπης. Έστω και όχι της… τόσο σύγχρονης.
Ο άλλοτε δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, ο τελευταίος μεγάλος ηγέτης που γνώρισε η γειτονική χώρα, πέτυχε περισσότερα από όσα ονειρευόταν ενδεχομένως και ο ίδιος. Έβγαλε την Τουρκία από την ασφυκτική εξάρτηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, παραμέρισε το επί δεκαετίες πανίσχυρο στρατιωτικό κατεστημένο, “πάρκαρε” στη φυλακή τους στρατηγούς που φλέρταραν με την ιδέα να τον ανατρέψουν.
Εκμεταλλευόμενος τις προφανείς ανεπάρκειες των διεθνών ηγετών, επιχειρεί σταθερά να διαδραματίσει διαμεσολαβητικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Στα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης, στη Μέση Ανατολή, στο Ιράν, στη Συρία, παντού.
Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει το καθεστώς Ερντογάν για τον μεγαλοϊδεατισμό που το χαρακτηρίζει. Εκτός από τις περιπτώσεις που αρχίζει να προσλαμβάνει επικίνδυνες διαστάσεις. Για την ευρύτερη περιοχή, αλλά και πολύ ειδικότερα… για εμάς.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει… αυτή τη στιγμή, στο περιθώριο των χθεσινών εξαγγελιών του Ταγίπ Ερντογάν για το όραμά του να μετατρέψει την Τουρκία σε πυρηνική δύναμη, μέχρι το 2023. Προχωρώντας μέσα στα επόμενα 11 χρόνια, στην κατασκευή τουλάχιστον 23 πυρηνικών σταθμών, πολλοί εκ των οποίων θα βρίσκονται απέναντι από τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου.
Το κοινό μέλλον μας χορεύει πλέον με την ανησυχία. Αν όχι τον τρόμο. Και η ανασφάλεια αυτή δεν θα έπρεπε να αφορά μονάχα εμάς. Αλλά την Ευρωπαϊκή Ένωση, και το σύνολο του (πολιτισμένου) κόσμου. Το Ιράν, σε τελική ανάλυση, έχει και μια άλλη παρακαταθήκη ιστορικής κουλτούρας, από τα χρόνια της Περσικής Αυτοκρατορίας. Με τους επιγόνους των Σουλτάνων, είναι δύσκολο να τα βγάλει πέρα η Ιστορία. Πόσο μάλλον, το μέλλον.
Η μονομαχία αυτή είναι χρήσιμη, απαραίτητη και αναγκαία. Πρέπει ωστόσο να συμπληρώνεται και από μια συνιστώσα σύγκρισης. Να υπάρχει δηλαδή και ένα αντίπαλο δέος, ένας άσπονδος φίλος ή… γείτονας, με τον οποίο να ανταγωνίζεσαι σε αυτή την ιστορική κούρσα ταχύτητας.
Για το δικό μας γένος, αυτός ο γείτονας είναι η Τουρκία. Που παρά τις κατά καιρούς μετριοπαθείς προσεγγίσεις, ή προσπάθειες να οικοδομηθούν νοητές γέφυρες ανάμεσα στις δυο πλευρές του Αιγαίου, ο ψυχισμός των δυο λαών διατηρεί άσβεστη την… καχυποψία.
Στις μέρες μας, σε αντίθεση με την εικόνα μιας χώρας σε διαρκή, βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση, που εκπέμπει η Ελλάδα, η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, η Τουρκία των… νεο-Οθωμανών, στα πρότυπα των… νεο-Τούρκων του Μουσταφά Κεμάλ, δρέπει δάφνες κυοφορούσας υπερδύναμης. Τουλάχιστον… στα λόγια.
Η Τουρκία του Ερντογάν και του Γκιούλ, του Νταβούτογλου, του Μπαμπατζάν και του Μπαγίς, είναι μια χώρα που προσπαθεί να βρίσκεται πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη, παρά στην Άγκυρα. Να αφήσει πίσω της νοοτροπίες και συμπεριφορές που παραπέμπουν σε τριτοκοσμικές κοινωνίες, και να εναγκαλιστεί την αύρα πολιτισμού και κουλτούρας της Ευρώπης. Έστω και όχι της… τόσο σύγχρονης.
Ο άλλοτε δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, ο τελευταίος μεγάλος ηγέτης που γνώρισε η γειτονική χώρα, πέτυχε περισσότερα από όσα ονειρευόταν ενδεχομένως και ο ίδιος. Έβγαλε την Τουρκία από την ασφυκτική εξάρτηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, παραμέρισε το επί δεκαετίες πανίσχυρο στρατιωτικό κατεστημένο, “πάρκαρε” στη φυλακή τους στρατηγούς που φλέρταραν με την ιδέα να τον ανατρέψουν.
Εκμεταλλευόμενος τις προφανείς ανεπάρκειες των διεθνών ηγετών, επιχειρεί σταθερά να διαδραματίσει διαμεσολαβητικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Στα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης, στη Μέση Ανατολή, στο Ιράν, στη Συρία, παντού.
Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει το καθεστώς Ερντογάν για τον μεγαλοϊδεατισμό που το χαρακτηρίζει. Εκτός από τις περιπτώσεις που αρχίζει να προσλαμβάνει επικίνδυνες διαστάσεις. Για την ευρύτερη περιοχή, αλλά και πολύ ειδικότερα… για εμάς.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει… αυτή τη στιγμή, στο περιθώριο των χθεσινών εξαγγελιών του Ταγίπ Ερντογάν για το όραμά του να μετατρέψει την Τουρκία σε πυρηνική δύναμη, μέχρι το 2023. Προχωρώντας μέσα στα επόμενα 11 χρόνια, στην κατασκευή τουλάχιστον 23 πυρηνικών σταθμών, πολλοί εκ των οποίων θα βρίσκονται απέναντι από τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου.
Το κοινό μέλλον μας χορεύει πλέον με την ανησυχία. Αν όχι τον τρόμο. Και η ανασφάλεια αυτή δεν θα έπρεπε να αφορά μονάχα εμάς. Αλλά την Ευρωπαϊκή Ένωση, και το σύνολο του (πολιτισμένου) κόσμου. Το Ιράν, σε τελική ανάλυση, έχει και μια άλλη παρακαταθήκη ιστορικής κουλτούρας, από τα χρόνια της Περσικής Αυτοκρατορίας. Με τους επιγόνους των Σουλτάνων, είναι δύσκολο να τα βγάλει πέρα η Ιστορία. Πόσο μάλλον, το μέλλον.