Ερώτηση για την πορεία του προγράμματος εγκατάστασης φωτοβολταϊκών συστημάτων κατέθεσε στη Βουλή ο Βουλευτής Κορινθίας κ. Κώστας Κόλλιας. Σχετικά με την παρέμβασή του ο κ. Κόλλιας δήλωσε:
«Πριν από ένα χρόνο είχα καταθέσει ερώτηση στο Κοινοβούλιο σχετικά με την πορεία του προγράμματος εγκατάστασης φωτοβολταϊκών, η οποία δεν απαντήθηκε ποτέ. Είχα αναδείξει τις παλινωδίες που παρουσιάστηκαν στη διαδικασία, καθώς η κυβέρνηση νομοθέτησε βιαστικά και πρόχειρα την αδειοδότηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, χωρίς να υπάρχει Εθνικό Σχέδιο Δράσης, χωρίς δηλαδή να έχει εξειδικεύσει την κατανομή ισχύος ανά τεχνολογία. Στη συνέχεια, και ενώ ήταν γνωστό ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον υπερκάλυπτε το στόχο ενέργειας από φωτοβολταϊκά, η Κυβέρνηση άνοιξε τις αιτήσεις για νέες μονάδες, διαφημίζοντας την επένδυση ως άκρως ελκυστική.
Το αποτέλεσμα ήταν το σύνολο των αιτημάτων να φτάσει στις 24.500 για συνολική ισχύ 4.900 MW –δηλαδή υπερδιπλάσιες από τον εθνικό στόχο των 2.200 MW για το 2020. Ειδικά για τους αγρότες, οι αιτήσεις ήταν 6.000, οι οποίες βεβαίως υπερκαλύπτουν τα 500 MW των αγροτικών φωτοβολταϊκών για το 2014. Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, όλοι οι αγρότες έχουν πάρει τους όρους σύνδεσης και οι αιτήσεις των άλλων ενδιαφερομένων προχωρούν κανονικά.
Με την πάροδο της διαδικασίας τα ερωτηματικά που είχα θέσει παραμένουν, ενώ εγείρονται και νέα, ίσως ακόμα σοβαρότερα, τα οποία δεν αφορούν μόνο τους αιτούντες, αλλά και το μέλλον της ΔΕΗ και το κόστος για τον καταναλωτή. Σε ό,τι αφορά τους αγρότες, το ύψος των όρων σύνδεσης ξεκινά από περίπου 6.000 και ξεπερνά σε κάποιες περιπτώσεις τις 40.000 ευρώ. Οι αγρότες ζητούν επανεξέταση, διότι θα χάσουν τα χρήματα για την υποβολή του φακέλου, διότι δεν θα μπορέσουν να υλοποιήσουν την επένδυση, καθώς το κόστος είναι απαγορευτικό.
Παράλληλα η ΔΕΗ έχει υπολογίσει ότι 4.000 αιτήσεις από αγρότες αφορούν δίκτυα μεσαίας ή υψηλής δυσκολίας απορρόφησης ισχύος. Αυτό, όπως λέει η Επιχείρηση, δεν σημαίνει ότι δεν θα ικανοποιηθούν τα αιτήματα, αλλά θα απαιτηθεί περισσότερος χρόνος και το κόστος θα είναι μεγαλύτερο. Επιπλέον, η τιμή της κιλοβατώρας είναι βέβαιο ότι δεν θα είναι ίδια για όλους όσους εγκαταστήσουν φωτοβολταϊκά. Η τιμή αγοράς της κιλοβατώρας πέφτει διαρκώς, εγείρονται δε δύο σοβαρά ζητήματα: πρώτον, για όσους έχει καθυστερήσει η υπογραφή των συμβάσεων, η τιμή πώλησης είναι άγνωστη και, δεύτερον, η ΔΕΗ θεωρεί την τιμή αγοράς πολύ υψηλή.
Το ζήτημα βεβαίως είναι τι κόστος θα έχει η όλη διαδικασία για τη ΔΕΗ, για τους αιτούντες και, κυρίως, για τον καταναλωτή. Εάν η τιμή της κιλοβατώρας είναι ακριβή για τη ΔΕΗ, το κόστος θα μετακυληθεί στον καταναλωτή, μαζί βεβαίως με το κόστος σύνδεσης όλων των φωτοβολταϊκών μονάδων με το δίκτυο της ΔΕΗ. Στην περίπτωση δε που η ΔΕΗ περάσει σε χέρια ιδιωτών, προσωπικά ανησυχώ ιδιαίτερα για την πορεία της όλης διαδικασίας. Διότι εάν κριθεί ως ασύμφορη είναι βέβαιο ότι θα σταματήσει, ώστε πολλοί ενδιαφερόμενοι θα μείνουν εκτεθειμένοι και δεν θα συνδεθούν ποτέ με το δίκτυο.
Εάν υλοποιηθούν όλες οι επενδύσεις που υποσχέθηκε η Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ στους ενδιαφέρομενους για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η τιμή του ρεύματος θα πολλαπλασιαστεί, οι εθνικοί στόχοι θα καταστρατηγηθούν, το δίκτυο της ΔΕΗ θα κορεστεί. Από την άλλη βεβαίως, εάν δεν ικανοποιηθούν όλες οι αιτήσεις το κράτος θα έχει εξαπατήσει τους επενδυτές. Όλα αυτά τα ερωτήματα, τα οποία είχα θέσει και στο παρελθόν χωρίς να πάρω απάντηση, τα θέτω εκ νέου, ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά το αρμόδιο Υπουργείο θα βρει το σθένος να απαντήσει, ακόμα και αν αυτό σημαίνει παραδοχή της αποτυχημένης πολιτικής που ακολουθήθηκε στο θέμα των φωτοβολταϊκών.»