O Γραμματέας Αγροτικού της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Πέλλας κ. Γιώργος Καρασμάνης, αναφορικά με τις σημερινές δηλώσεις του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστα Σκανδαλίδη, για την πορεία εφαρμογής του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2007-2013, προέβη στην ακόλουθη δήλωση:
«Σε μια ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια να ωραιοποιήσει και εξωραΐσει τη θλιβερή κατάσταση που επικρατεί στο κρίσιμο θέμα των επενδύσεων στην ελληνική γεωργία, μέσω του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης, επιδόθηκε σήμερα ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Δυστυχώς, για αυτόν και την κυβέρνησή του, η σκληρή πραγματικότητα, που επικρατεί στην ύπαιθρο και την ζουν καθημερινά, από πρώτο χέρι, οι Έλληνες αγρότες, είναι τελείως διαφορετική από τους πίνακες, τα διαγράμματα και τις διαφάνειες που παρουσίασε.
Κανέναν δεν πείθουν τα ποσοστά δέσμευσης - και όχι απορρόφησης, όπως επικαλέστηκε - κοινοτικών πόρων, η κάλυψη του κανόνα του ν+2 και οι εξαγγελίες περί προκηρύξεων τους προσεχείς μήνες, όταν εδώ και ενάμιση χρόνο δεν έχει εγκριθεί ούτε ένα Σχέδιο Βελτίωσης αγροτικών εκμεταλλεύσεων, δεν «τρέχει» καμία επένδυση στη μεταποίηση, τυποποίηση και εμπορία αγροτικών προϊόντων, κανένα πρόγραμμα για την ποιότητα, προώθηση και προβολή, ούτε μια επενδυτική πρόταση για τη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία, ενώ εξακολουθούν να παραμένουν στον «αέρα» τα γεωργό-περιβαλλοντικά προγράμματα και μια σειρά προγραμμάτων, όπως η ανάπτυξη της ευρυζωνικότητας στην ύπαιθρο.
Πάντως, το πιο ανησυχητικό από τις σημερινές δηλώσεις του κ. Σκανδαλίδη είναι ότι, για άλλη μια φορά, μετατίθεται στο άδηλο μέλλον η λειτουργία του πολυδιαφημισμένου από την κυβέρνηση Ταμείου Αγροτικής Επιχειρηματικότητας, το οποίο μέχρι τώρα δεσμευόταν ότι θα έμπαινε σε εφαρμογή στην αρχή του φετινού καλοκαιριού.
Η κυβέρνηση και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων απέδειξαν, και σήμερα, την προχειρότητα, τον ερασιτεχνισμό, αλλά και την αδιαφορία με την οποία αντιλαμβάνονται τα κρίσιμα ζητήματα του αγροτικού τομέα, όπως είναι οι επενδύσεις, που αποτελούν τα μόνα αντίβαρα σε περιόδους δεινής οικονομικής κρίσης».