Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Κυβερνήσεις συνεργασίας: Επιλογή ή ανάγκη;

Γράφει ο Γιάννης Μανιάτης
 Καθηγητής Πανεπιστημίου, 
πρώην Υπουργός 
 (Στηρίζεται στην πρόσφατη ομιλία στη σχετική εκδήλωση του Friedrich Ebert Stiftung και του ΔΙΚΤΥΟΥ για τη ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ στην Ελλάδα και την Ευρώπη)

Η πολιτική κουλτούρα και η κρισιμότητα της συγκυρίας προσδιορίζουν την ανάγκη δημιουργίας κυβερνήσεων συνεργασίας. Είναι πιο συνήθεις στη Βόρεια Ευρώπη, λιγότερο συνήθεις στη Νότια Ευρώπη με εξαίρεση την Ιταλία. Βασίζονται σε σοβαρές μετεκλογικές Προγραμματικές Συμφωνίες των εταίρων, που συζητούνται για μήνες μετά τις εκλογές και εφαρμόζονται πιστά (περίπτωση Γερμανίας SPD & CDU - μάλιστα, 470.000 μέλη του SPD ψήφισαν τη συμφωνία). Η μεγάλη διαφορά με την Ελλάδα είναι ότι εδώ δεν υπάρχει πολιτική κουλτούρα, ενώ ταυτόχρονα βρισκόμαστε για 5 χρόνια σε όχι ομαλές πολιτικές συνθήκες, με την οικονομία και την κοινωνία διαρκώς στο χείλος της καταστροφής.

Το εκλογικό σύστημα αν είναι αναλογικό τις κάνει αναγκαίες, αν είναι πλειοψηφικό τις απομακρύνει. Το ΠΑΣΟΚ δυστυχώς δεν επέμεινε αποφασιστικά μετά το 2012 να αλλάξει ο εκλογικός νόμος με το bonus των 50 εδρών.
Δηλώνω εξαρχής τη θέση μου: Οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι και ιστορική εθνική αναγκαιότητα, αλλά και ώριμη επιλογή ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος.
Οι κυβερνήσεις 2012-2015 ήταν αποτελέσματα πραγματικής Εθνικής Ανάγκης και Ευθύνης, παρά τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ. Κύριος παράγοντας δημιουργίας τους η υπέρβαση του πραγματικού διπόλου Αριστερ -Δεξιά, από το ανιστόρητο δίπολο Μνημονιακοί-Αντιμνημονιακοί, στο οποίο στηρίχτηκαν φρούδες ελπίδες και μεγάλα ψέματα. Η πραγματική διαφορά συνίσταται στο δίπολο: Ευρωπαϊστές-Αντιευρωπαϊστές.
Οι κυβερνήσεις συνεργασίας ικανοποιούν ουσιαστικές ανάγκες. Δεν υπάρχει πολυτέλεια επαναλαμβανόμενων εκλογών για δύο βασικούς λόγους: α) δυσμενές περιβάλλον στο οικονομικό πεδίο και στις σχέσεις με την Ε.Ε. και β) αδυναμία της δημόσιας διοίκησης να απεξαρτηθεί από την πολιτική ηγεσία και να επιτελέσει το ρόλο της αυτόνομα. Συνεπώς, παραδείγματα κυβερνητικού αδιεξόδου που μπορεί να κρατούν για μήνες, χωρίς να δημιουργείται ουσιαστικό πρόβλημα στη χώρα (π.χ. Βέλγιο), δεν μπορούν να υπάρξουν στην Ελλάδα.
Οι Κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ., με ή χωρίς ΔΗΜΑΡ, με πολιτικά ή τεχνοκρατικά στελέχη, γενικά λειτούργησαν. Παρά την προσωπική προσπάθεια και αξιοσύνη τους, οι τεχνοκράτες υπουργοί αρκετές φορές, δεν ανταποκρίθηκαν στις βαριές ανάγκες για λήψη κρίσιμων αποφάσεων, με σημαντικό πολιτικό βάρος. Είχαν να αντιμετωπίσουν πολιτικά συντηρητικούς, οικονομικά νεοφιλελεύθερους μονοδρόμους μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο άσκησης πολιτικής, συμφώνησαν σε ορισμένα βασικά ζητήματα, προχώρησαν, παρά τις ιδεολογικές διαφορές. Υπήρξαν Προγραμματικές μετεκλογικές Συμφωνίες, με κομβικό στόχο τη διατήρηση της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Η πρώτη Προγραμματική Συμφωνία Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ (Ιούλιος 2012), σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκε και δυστυχώς, σε μικρό βαθμό επηρέασε την άσκηση πολιτικής. Εξαιρετικά αρνητικό σημείο της, η κατανομή της εξουσίας με ποσοστά δύναμης κομμάτων, παρά την απαίτηση του ΠΑΣΟΚ για απόλυτη αξιοκρατία (ως Γραμματέας της Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ είχα προτείνει την εφαρμογή του Οpengov).
Η δεύτερη Προγραμματική Συμφωνία Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ (Οκτώβριος 2013) με στρατηγικό στόχο την οριστική έξοδο από το Μνημόνιο, εφαρμόστηκε σε αρκετό βαθμό και βελτίωσε βασικά μεγέθη. Η χώρα βγήκε για πρώτη φορά στις αγορές, δόθηκε κοινωνικό μέρισμα από το πλεόνασμα, ενώ υπήρξε θετικό ισοζύγιο στις νέες θέσεις εργασίας. Η πορεία αντιστράφηκε πλήρως μετά τις Ευρωεκλογές και οδηγήθηκε σε αδιέξοδο με τον ΕΝΦΙΑ, τις ακραίες απαιτήσεις των εταίρων στη διαπραγμάτευση, την αδυναμία εκλογής ΠτΔ.
Και τώρα βιώνουμε την τερατογέννεση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Έχουν εξαιρετικά ομαλή συνεργασία μέχρι τώρα! Ανυπαρξία οποιασδήποτε Προγραμματικής Συμφωνίας, ανυπαρξία οποιουδήποτε δεσμευτικού κειμένου. Στόχευση, η ακραία κομματική νομή της εξουσίας. Ενότητα γύρω από το «σκίσιμο» του Μνημονίου. Αμοιβαίος ενθουσιασμός, αδελφική σχέση και ιδεολογικοπολιτική σύμπλευση στην πολιτική τερατογέννεση. Εθνικολαϊκίστικη, συνωμοσιολογική, αξιακή και πολιτιστική συνεργασία. Συνεκτικό στοιχείο το μη ευρωπαϊκό πλαίσιο τοποθέτησης. Βασικό συστατικό ο ιδεοληπτικός, καταστροφολογικός βολονταρισμός. Χαρακτηριστικά γεγονότα:
  • Χαρίζουμε το 30% των πετρελαίων του Αιγαίου στην αμήχανη υφυπουργό των ΗΠΑ, που ψελίζει ότι αυτά τα πράγματα δεν γίνονται ποτέ, με καμία χώρα, και ταυτόχρονα απελευθερώνουμε τον Ξηρό, προκαλώντας τεράστια προβλήματα.
  • Φαντασιωνόμαστε 5 δισ. από τη Ρωσία για τον αγωγό. Προκαλούμε διάψευση του Κρεμλίνου. Στην επίσημη ιστοσελίδα του ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορούνται οι Ρώσοι για δειλία και αναποφασιστικότητα απέναντι στους Γερμανούς και για εξυπηρέτηση μυωπικών ρωσικών συμφερόντων!!!
  • Διαπραγματευόμαστε δήθεν με την Κίνα και κανένας δεν ξέρει ποια είναι η πολιτική για τη μεγαλύτερη κινεζική επένδυση, το λιμάνι του Πειραιά.
  • Προετοιμάζεται Μεσαίωνας στην Παιδεία, θεωρείται χιτλερικό κατάλοιπο η αριστεία, διάλυση των Πανεπιστημίων.
Μπορεί να πάει μακριά η παρούσα κυβέρνηση συνεργασίας; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Κυρίως γιατί θα υπάρξει, σε αντίθεση με τις προσδοκίες και την ανάλυσή της, ραγδαία επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αντιμετωπίζει στρατηγικό εγκλωβισμό, χωρίς σχέδιο κι επιδιώξεις. Επιδεικνύει ανιστόρητη αλαζονεία και αυταρέσκεια για δήθεν πανίσχυρη πλειοψηφία. Δεν έχει λαϊκή εκλογική εντολή για ρήξη, με αδυναμία ευρωπαϊκής μεταστροφής λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας και γαλούχησης της κοινής γνώμης στη δήθεν ύπαρξη μαγικής εναλλακτικής λύσης.
Είναι εκτός πραγματικότητας και πολύ επικίνδυνος, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, αλλά και προσβλητικός για το λαό, ο ισχυρισμός ΣΥΡΙΖΑ πως πιθανή αποτυχία του, θα ενισχύσει τη ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ. Επειδή ενδεχόμενα θα οδηγηθούμε σε κάτι που θα μοιάζει με «μεγάλο συνασπισμό», ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να σταματήσει τις ανοησίες περί αντιπολίτευσης εθνοπροδοτών, πέμπτης φάλαγγας, εγκάθετων του κεφαλαίου, κ.ά. Εκτός του ότι είναι αυταπόδεικτη ανοησία, είναι επιπλέον πιστή αντιγραφή της λογικής των «αντεθνικώς δρώντων» που εισήγαγε η μετεμφυλιακή δεξιά για να στερεώσει την εξουσία της. Δεν πρέπει να γυρίσουμε εκεί. Αρνούμαστε να αποδεχτούμε το διχαστικό εμφυλιοπολεμικό κλίμα που διασπείρει η κυβερνητική πλειοψηφία.
Και τώρα, πού οδηγείται η κατάσταση; Προφανώς, σε κάποιου είδους πολιτική εξέλιξη, την οποία όμως δεν μπορούμε να προδιαγράψουμε:
  • Σε περίπτωση ρήξης με την Ε.Ε., κάθε πρόβλεψη είναι επισφαλής. Η πιθανή έξοδος από την Ευρωζώνη είναι  αδιανόητη, ανεπίτρεπτη, εθνικά απαράδεκτη και καταστροφική.
  • Σε περίπτωση συμφωνίας με την Ε.Ε., είναι πιθανότατο ότι η κοινοβουλευτική ύπαρξη της κυβέρνησης θα αμφισβητηθεί από το εσωτερικό της, λόγω των συνεπαγόμενων μέτρων. Άρα είτε με, είτε χωρίς εκλογές, η όποια συμφωνία ενδέχεται να εφαρμοστεί από νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Η νέα συμφωνία είναι το 1/3 του προβλήματος. Το δεύτερο 1/3 είναι ποιος πολιτικός -κομματικός και διοικητικός- γραφειοκρατικός μηχανισμός θα την εφαρμόσει τους επόμενους μήνες στην πράξη. Το τελευταίο 1/3 είναι στη βάση ποιου νέου παραγωγικού μοντέλου θα ασκηθούν πολιτικές ανάπτυξης και καινοτομίας, δομικών μεταρρυθμίσεων, κοινωνικής δικαιοσύνης, παραγωγής δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου, τόσο για θέματα εμπλοκής των εταίρων-δανειστών, αλλά και για τα πολλά άλλα κορυφαία κοινωνικά και οικονομικά θέματα που δεν τους αφορούν τα Μνημόνια (τουρισμός, γεωργία, πολιτισμός, κ.ά.).
Επειδή διαρκώς ακούγονται ευχές για μεταρρυθμίσεις, να ξεκαθαρίσουμε ότι Μεταρρύθμιση σημαίνει αύξηση της παραγωγικότητας, αύξηση του δημόσιου πλούτου, προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, πληρωμή ενσήμων από εργαζόμενους για να μπορούν να πληρώνονται συντάξεις. Διαφορετικά, όλα είναι απλό ευχολόγιο.
Ποιοι πρέπει να συμμετέχουν σε μια νέα πιθανή πλειοψηφία; Κατά τη γνώμη μου, όσο το δυνατόν περισσότεροι. Προτείνουμε από το 2012, τη συγκρότηση Εθνικής Ομάδας Διαπραγμάτευσης. Το ΠΑΣΟΚ δεν χρειάζεται σε καμία περίπτωση να συμμετέχει. Ήδη, το έχει πληρώσει πολιτικά και ιδεολογικά με τεράστιο τίμημα. Είναι το τελευταίο και μικρότερο κόμμα της Βουλής, πρέπει να αρκεστεί στο ρόλο της δομικής προοδευτικής αντιπολίτευσης.
Το ενδιαφέρον είναι στη διαμόρφωση του νέου πυλώνα της σύγχρονης κεντροαριστεράς, της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Ένα πολιτικό σύστημα χωρίς ισχυρό πυλώνα της σοσιαλδημοκρατίας, αποτελεί ιστορικό παράδοξο και η πολιτική δεν ανέχεται το κενό.
Κατά συνέπεια το ερώτημα που τίθεται είναι ποιοι «επιβάλλεται» να συμμετέχουν στη νέα πλειοψηφία; Η εθνικά χρήσιμη απάντηση είναι κατά τη γνώμη μου προφανής. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ν.Δ. Για δύο λόγους:
  • Οφείλουν να βιώσουν μια διαδικασία εσωτερικής πολιτικής και ιστορικής αυτογνωσίας και αυτοκάθαρσης. Η Ν.Δ. τη βίωσε σχεδόν πλήρως μετά το 2012, όταν έκανε ολοκληρωτική στροφή, τόσο στην πολιτική ρητορεία, όσο και στην πρακτική της. Πρέπει να το κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ, αν θέλει να συμβάλει στο να μείνει η χώρα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
  • Μια κυβέρνηση στην οποία συμμετέχουν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα έχει μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ από κάθε άλλη. Και η διαπραγματευτική ισχύς είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι το τρίτο δάνειο και το τρίτο μνημόνιο θα είναι (όπως και τα προηγούμενα δύο) μια διαδικασία συνεχούς, επίμονης και επίπονης διαπραγμάτευσης.
Σύνοψη: Οι κυβερνήσεις συνεργασίας, με τις οποίες θα ζήσουμε τα επόμενα πολλά χρόνια, μπορούν και πρέπει να βοηθήσουν στην ωρίμανση του πολιτικού συστήματος και της ίδιας της κοινωνίας.

elzoni.gr