Όπως σημειώνεται, «οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης συναντήθηκαν στις 9 Μαρτίου στις Βρυξέλλες για να συζητήσουν τις τελευταίες προτάσεις της Ελλάδας για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Ταυτόχρονα, υψηλόβαθμα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης δήλωναν ότι η Αθήνα θα θέσει σε ψηφοφορία το μέλλον της χώρας εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία με τους πιστωτές της χώρας. Μολονότι οι δηλώσεις των Ελλήνων αξιωματούχων ήταν αόριστες και γρήγορα υποβαθμίστηκαν, τους επόμενους μήνες η ελληνική κυβέρνηση θα δεχτεί μεγαλύτερες πιέσεις και γι' αυτό τον λόγο θα μπορούσε να καταστεί πραγματικότητα το ενδεχόμενο ενός δημοψηφίσματος ή πρόωρων εκλογών».
Η ανάλυση επικαλείται δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη και του υπουργού Άμυνας, Πάνου Καμμένου, σχετικά με το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος ή πρόωρων εκλογών, επισημαίνοντας ότι «αυτό που υποδηλώνουν, το λιγότερο, είναι ότι διενεργείται μια συζήτηση μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του κυβερνητικού εταίρου (των ΑΝΕΛ), σχετικά με το ενδεχόμενο να ερωτηθούν οι πολίτες εάν θα πρέπει να εφαρμοσθούν οι πολιτικές που ζητά η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο».
Στην ανάλυση διατυπώνεται και η άποψη ότι «το ενδεχόμενο εκλογών ή δημοψηφίσματος είναι σήμερα περισσότερο πιθανό από ό,τι το 2011, όταν το πρότεινε ο πρώην πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, για τον απλό λόγο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχθηκε για να επαναδιαπραγματευθεί το χρέος της Ελλάδας, να θέσει τέλος στα μέτρα λιτότητας και για να κρατήσει τη χώρα στην ευρωζώνη. Η Αθήνα, ωστόσο, αντιμετωπίζει ολοένα περισσότερες δυσκολίες στο να εκπληρώσει αυτούς τους στόχους ταυτόχρονα, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται να δώσει στην Ελλάδα περισσότερα χρήματα εάν η Αθήνα δεν εισάγει ουσιαστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις όπου θα περιλαμβάνονται οι περικοπές δαπανών, η ιδιωτικοποίηση κρατικών εταιρειών, η αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος και της εργατικής νομοθεσίας. Από την άλλη πλευρά, η ελληνική κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι δεν πρόκειται να εφαρμόσει πολιτικές που αντιβαίνουν στις προεκλογικές υποσχέσεις και ότι θα επικεντρωθεί στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς».
Στη συνέχεια, σημειώνεται ότι «την ώρα που η Αθήνα και το Eurogroup συζητούν το μέλλον της Ελλάδας, οι Έλληνες ψηφοφόροι μοιάζουν παγιδευμένοι στη μέση. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής, αλλά και ότι οι Έλληνες επιθυμούν την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Κατά συνέπεια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να εκπληρώσει και τις δύο εντολές χωρίς να προβεί σε συμβιβασμούς. Το δίλημμα κάνει την εμφάνισή του την ώρα που αναδύονται εσωτερικές διαμάχες στον ΣΥΡΙΖΑ, με ορισμένες αριστερές ομάδες να επικρίνουν τις πρόσφατες προτάσεις της κυβέρνησης ή και να αντιπροτείνουν την έξοδο της χώρας από το ευρώ. Οι πιστωτές της Ελλάδας αντιμετωπίζουν επίσης τους δικούς τους πολιτικούς περιορισμούς, οι οποίοι επιδρούν στις διαπραγματευτικές τους θέσεις. Στη Γερμανία, οι πιο συντηρητικές ομάδες του κυβερνώντος κόμματος αντιτίθενται στις παραχωρήσεις έναντι της Αθήνας, ενώ η Γερμανία ανησυχεί ότι οι παραχωρήσεις προς τον ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγούσαν στην ενίσχυση άλλων αντισυστημικών κομμάτων στην ευρωζώνη, ενώ μια επιτυχής κατάληξη για τον ΣΥΡΙΖΑ στις διαπραγματεύσεις θα οδηγούσε και άλλες κυβερνήσεις, στο μέλλον, να διεκδικήσουν παρόμοιες υποχωρήσεις».
Επίσης, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «εξαιτίας αυτών των αντικρουόμενων συμφερόντων, θα υπάρξει πολιτική ένταση τους επόμενους μήνες στην ευρωζώνη. Η τρέχουσα συμφωνία μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της είναι τόσο εύθραυστη ώστε θα μπορούσε να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή τους επόμενους τέσσερις μήνες. Η στρατηγική της Αθήνας είναι να προβεί σε επιλεκτικές υποσχέσεις προς τους πιστωτές της και να ψηφίσει τόσες μεταρρυθμίσεις όσες απαιτούνται για να διασφαλίσει την τελευταία δόση του σχεδίου διάσωσης (περίπου 7 δισ. ευρώ) χωρίς να προκαλέσει αντιδράσεις στο εσωτερικό. Η Ελλάδα θα μπορέσει πιθανώς να ολοκληρώσει το σχέδιο διάσωσης στα τέλη Ιουνίου, αλλά αμέσως μετά θα βρεθεί αντιμέτωπη με ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις, καθώς δεν θα μπορέσει ενδεχομένως να επιστρέψει στις πιστωτικές αγορές λόγω του υψηλού δανειακού κόστους και συνεπώς η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ασκήσει πιέσεις για ένα τρίτο σχέδιο διάσωσης. Κάτι που θα ήταν πολιτικά απαράδεκτο για τον ΣΥΡΙΖΑ».
Τέλος, επισημαίνεται ότι «κατά συνέπεια, η Ελλάδα θα ασκήσει πιέσεις για ελάφρυνση του χρέους, το πιθανότερο υπό την μορφή επέκτασης της περιόδου ωρίμανσης των δανείων, χαμηλότερων επιτοκίων ή με αποπληρωμές συνδεδεμένες με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Μολονότι κάποιες κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα αποδέχονταν ενδεχομένως αυτές τις προτάσεις, η όποια συμφωνία θα εμπεριείχε αυστηρούς όρους. Οι όροι αυτοί θα ασκούσαν στον ΣΥΡΙΖΑ ισχυρές πιέσεις, καθώς θα έπρεπε να αποφασίσει εάν θα εγκατέλειπε ορισμένες από τις προεκλογικές του υποσχέσεις και θα αποδέχονταν τα αιτήματα της ΕΕ ή εάν θα τις απέρριπτε, προκαλώντας ενδεχομένως την χρεοκοπία και την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου η ελληνική κυβέρνηση θα αισθάνονταν ενδεχομένως ότι δεν διαθέτει την εντολή του εκλογικού σώματος για τη λήψη μιας τόσο κρίσιμης απόφασης, καθιστώντας πιθανό ένα δημοψήφισμα ή τη διενέργεια πρόωρων εκλογών».
e-typos.com